Γράφει η Εύη Καρκίτη.
Εκείνη την πρώτη μέρα που λειτούργησε το μετρό της Θεσσαλονίκης τα έφερε έτσι η τύχη που βρέθηκα να περπατώ σε έναν δρόμο που, στα χρόνια μας, τον λογαριάζαμε για φοιτητόδρομο. Σήμερα πια δεν ξέρω τι είναι. Αν και πιστεύω πως γνωρίζω την πόλη και, κυρίως, την αισθάνομαι (καθώς δεν είναι και λίγο πράγμα να ζεις και να μεγαλώνεις –να μεγαλώνεις εξωφρενικά– στη γενέτειρά σου), έχω την εντύπωση ότι διαρκώς κάτι μου διαφεύγει. «Όλα αλλάζουν» λένε κάποιοι, «όλα μένουν ίδια», λένε κάποιοι άλλοι – και υπάρχει και μία τρίτη άποψη, με όσους την υιοθετούν να ισχυρίζονται ότι τα πράγματα εδραιώνονται μέσα από τις διαρκείς μεταμορφώσεις τους. Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Ίσως να ισχύουν όλα μαζί, ανάλογα με την οπτική γωνία που επιλέγει κάθε φορά κάποιος για να δει και να συνδεθεί με μια πόλη, με όσα συμβαίνουν σ’ αυτήν.
Εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς – κάποια στιγμή ήχησε και το 112, σημάδι ότι έπρεπε να μαζευτώ, να μπω κάπου όπου θα είμαι ασφαλής. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζα να περπατώ κρατώντας την ομπρέλα μου. Είχα ξαναδεί κακοκαιρία στη Θεσσαλονίκη και, από ξεροκεφαλιά ίσως, πίστεψα ότι ήξερα τι να κάνω μαζί της.
Ο πρώην φοιτητόδρομος, αυτός που είχε γίνει πλέον κάτι άλλο, που υπήρξε αλλοτινή πιάτσα φωτοτυπάδικων προς εξυπηρέτηση των φοιτούντων στο ΑΠΘ και στο κοντινό ΠΑΜΑΚ, δεν στερούταν εκπλήξεων. Είδα στη σειρά αυτά τα όμορφα καφενεία για μοντέρνους που έχουν βαρέλια με ξένες και ελληνικές μπίρες, γεύσεις της μόδας, σαλάτες με κινόα που ετοιμάζουν χίπστερ μάγειροι στις κουζίνες, που παίζουν μουσικές που ξέρουμε κι εμείς οι παλαιότεροι (αλλά που παίζουν και μουσικές για τις οποίες δεν έχουμε χαμπάρι οι παλαιότεροι). Είδα κάποιους να είναι μόνοι τους στο μπαρ, να πίνουν κάτι, να περιμένουν κάτι, ίσως και τίποτα συγκεκριμένο. Είδα κάποιους να κοιτάζονται μεταξύ τους, και μερικούς ακόμη να έχουν τελείως απορροφηθεί από τον εαυτό τους.
Μια και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα (πλέον, σχεδόν έχουν φτάσει), πολλοί είχαν στολίσει τις βιτρίνες με λαμπάκια. Σε μία από τις βιτρίνες πρόσεξα μια παλιά Halda, στολισμένη κι αυτή, αν και διακριτικά, ώστε να μην κρύβεται η ομορφιά της ιστορικότητάς της.
Λογικά, θα πλησίαζε η μέρα που, όπως κάποτε, αν ζουν ακόμη φοιτητές στην περιοχή, ορισμένοι απ’ αυτούς θα άδειαζαν το ψυγείο τους από φόβο μήπως χαλάσουν τα τρόφιμα, που θα τραβούσαν το πολύπριζο, θα επιθεωρούσαν για πολλοστή φορά το θερμοσίφωνο πριν φύγουν για τον δικό τους τόπο. Εκεί θα τους περίμενε η μαμά τους, ευτυχισμένη μάλλον που το παιδί θα ήταν στο σπίτι για τα Χριστούγεννα. Εκείνοι, ωστόσο, ίσως και να ένιωθαν θλίψη που αφήνουν τόση παρέα πίσω για να πάνε αλλού για τις γιορτές, επειδή, όπως και να το κάνουμε, δεν υπάρχει πόλη όπου η φοιτητική ζωή να είναι πιο γλυκιά από εκείνη της Θεσσαλονίκης.
Αυτό, λογικά, δεν θα πρέπει να έχει αλλάξει ακόμη – κι αν δεν είναι έτσι, εμείς, οι παλαιότεροι, δεν προσέξαμε ούτε αυτήν την αλλαγή που συντελέστηκε κάτω από τα μάτια μας. Πάντως, ακόμη κι εκείνο το βράδυ, που, παρά τη βροχή, δεν είχε και τόσο πολύ κρύο, πολλοί πηγαινοέρχονταν με σκούφους και κασκόλ, ώστε να προστατευτούν από τη σαλονικιώτη υγρασία. Τους προσπερνούσα με το ελαφρύ και ανοιχτό πανωφόρι μου και τις χαμηλές κάλτσες και ήθελα να τους σταματήσω, για να τους πω ότι ο χρόνος που κυλά παίρνει μαζί του και την ανησυχία για το κρύο. Υπάρχουν μέρες που εμείς, οι μεγαλύτεροι, δεν το αντιλαμβανόμαστε καν.
Ηθελα να τους πω και κάτι άλλο, κάτι περιττό, που θα το μάθουν αργότερα μόνοι τους. Δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει ούτε και θλίψη ίδια μ’ εκείνη που δοκιμάζει κάποιος για πρώτη φορά. Στη συνέχεια, όλοι εξασκούνται στους τρόπους να μάθουν να αντέχουν και τη χαρά και τη θλίψη.
Ο δρόμος που περπατούσα είχε για εμένα σημασία, καθώς εκεί βρισκόταν κάποτε το πρώτο ραδιόφωνο όπου εργάστηκα και τον διέσχιζα όταν ήμουν στην ηλικία τους, φορτωμένη με βιβλία και βινύλια. Και τότε θυμήθηκα ένα τραγούδι που πολύ μου άρεσε τότε και μου αρέσει και τώρα. Ένα τραγούδι που κρατά μόλις ενάμισι λεπτό:
«Ακούω τη βροχή, ακούω τη βροχή,
Ακούω τη βροχή, πρέπει να σκοτώσω τον πόνο,
Ακούω τη βροχή, ακούω τη βροχή,
Ακούω τη βροχή, πρέπει να σκοτώσω τον πόνο».