Μεταπασχαλινές ημέρες που είναι και με τον κορωνοϊό να μονοπωλεί την καθημερινότητά μας, θυμήθηκα μια συναρπαστική ιστορία που σχετίζεται με τον ναό τής Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, η οποία θεωρώ –για λόγους που θα σας εξηγήσω– ότι κολλάει γάντι στη σημερινή συγκυρία.
Στην πρόσοψη, λοιπόν, του ναού τής Αναστάσεως, στο δεξιό εκ των δύο παραθύρων πάνω από την είσοδο, υπάρχει μια ξύλινη σκάλα με πέντε σκαλοπάτια. Μια κοινή, κοινότατη σκάλα, που δεν θα μνημονευόταν για κανέναν άλλο λόγο, αν δεν παρέμενε στο ίδιο ακριβώς σημείο εδώ και σχεδόν 300 χρόνια (δεν είναι τυχαίο ότι οι Ιεροσολυμίτες την ονομάζουν «Αμετακίνητη»), λόγω μιας διαμάχης μεταξύ τής Ελληνορθόδοξης και της Αρμενικής Εκκλησίας που χρονολογείται στον 18ο αιώνα. Κάποια στιγμή στο πρώτο μισό τού 18ου αιώνα, ένας τεχνίτης, ο οποίος δούλευε στην αποκατάσταση του ναού, τοποθέτησε μια σκάλα σε έναν από τους τοίχους του. Ουδείς θυμάται ποιος ήταν ή από ποια Εκκλησία είχε προσληφθεί. Και από εκεί ξεκινά το πρόβλημα: επειδή ουδείς θυμάται ποιος είχε δώσει την εντολή να ακουμπήσει τη σκάλα στην πρόσοψη του ναού, ουδείς επιτρέπει πλέον στον άλλο και να τη μετακινήσει, για να μη διαταραχθεί το στάτους κβο (σημειωτέον ότι τον ναό διαχειρίζονται από κοινού η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, η Ρωμαιοκαθολική, η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, η Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Ερυθραίας).
Η πρώτη φορά που αναφέρεται η σκάλα είναι σε φιρμάνι τού οθωμανού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Α’, το 1757, με επόμενη αναφορά σε έτερο φιρμάνι τού Αβδούλ Μετζίτ Α’, το 1852. Διάφορες λιθογραφίες την καταγράφουν στα τέλη τής δεκαετίας τού 1830, με πρώτη απεικόνισή της ωστόσο να θεωρείται αυτή σε ένα χαρακτικό που χρονολογείται στο 1728. Η παλαιότερη φωτογραφία στην οποία διακρίνεται η «αμετακίνητη σκάλα» είναι από το 1850. Το 1981, έναν μήνα μετά την παρ’ ολίγον δολοφονία τού πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, έγινε μια απόπειρα η σκάλα να μετακινηθεί, αλλά αποτράπηκε άμεσα από την τοπική αστυνομία. Ο «ένοχος» δεν συνελήφθη. Το 1997 η σκάλα αφαιρέθηκε και χάθηκε για εβδομάδες. Πιστεύεται ότι ήταν φάρσα, επεστράφη ωστόσο λίγο αργότερα, λόγω των απειλών για ξέσπασμα συγκρούσεων. Το 2009 η σκάλα μετακινήθηκε και πάλι: τοποθετήθηκε από το δεξιό στο αριστερό παράθυρο για λίγο, ώστε να απομακρυνθούν οι σκαλωσιές που είχαν στηθεί για την αναστήλωση του καμπαναριού. Αμέσως μετά –εννοείται– επέστρεψε στη «φυσική» της θέση, όπου μπορείτε να τη δείτε ακόμη και σήμερα, αν βρεθείτε στους Αγίους Τόπους.
Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστική, αν δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τραγική – ενδεικτική τού απόλυτου αδιεξόδου (έως και παραλογισμού) που μπορεί να προκαλέσει η αδυναμία υπέρβασης απλών προβλημάτων. Διάβαζα, λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση του «οδικού χάρτη» τής κυβέρνησης για την περίοδο μετά την καραντίνα, σχόλια στα κοινωνικά μέσα: «Και πώς θα μας σερβίρουν στα εστιατόρια με μάσκα; Θα θυμίζει νοσοκομείο!». «Και πώς θα βγει το καλοκαίρι χωρίς θέατρα και συναυλίες;». «Και πώς θα ανεβάσω παράσταση, αν δεν μπορώ να πλησιάσω τον συμπρωταγωνιστή μου;». Κοντά σ’ αυτές τις ερωτήσεις διατυπώνονται δεκάδες άλλες – ορισμένες απότοκα μιας ειλικρινούς αγωνίας, κάποιες άλλες ενδεικτικές μιας παντελούς απουσίας επαφής με την πραγματικότητα, μιας απόλυτης αδυναμίας να συλλάβουμε το πραγματικό διακύβευμα και τους ακόμη πιο πραγματικούς κινδύνους.
Θέλει πολλή δουλειά η επόμενη ημέρα. Κι αν δεν το πάρουμε απόφαση, αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι χρειάζεται να αλλάξουμε και τι απαιτείται να θυσιάσουμε, φοβάμαι ότι θα γεμίσουμε την κοινωνία μας με «αμετακίνητες σκάλες», τις οποίες θα σχολιάζουν οι απόγονοί μας, σε τρεις αιώνες από σήμερα.
Βλέπετε, ένα από τα πρώτα μαθήματα της ενηλικίωσης είναι (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι) η συνειδητοποίηση ότι δεν αρκεί να θέλω κάτι, ώστε αυτό να συμβεί. Σε μια γραμμική εξέλιξη των πραγμάτων, η ενηλικίωση αποτελεί τον «δήμιο» του βολονταρισμού: η επιθυμία μου ίσως αποτελεί την αφετηρία, σίγουρα ωστόσο δεν μπορεί να αποτελεί το μόνο κριτήριο της δράσης μου – χρειάζεται να συνυπολογιστεί και μια σειρά από μη ελεγχόμενους παράγοντες (αυτό που κάποιοι θα αποκαλούσαν «πραγματικότητα»). Με δύο λόγια: το να θέλω κάτι είναι συνθήκη αναγκαία, όχι όμως επαρκής.
Κι όμως. Το τελευταίο διάστημα (ειδικά μετά την ανακοίνωση των μέτρων τής κυβέρνησης για τη λεγόμενη «επόμενη ημέρα» μετά την καραντίνα) γινόμαστε μάρτυρες της «κριτικής επιτροπής» των social mediaπου, χωρίς να διαθέτει τη σχετική επιστημονική ή επαγγελματική επάρκεια, έχει άποψη επί παντός τού επιστητού. Αποκλείεται να μην τους έχετε προσέξει. Είναι εκείνοι που σπανιότερα κάνουν πρωτογενείς αναρτήσεις για κάτι που συμβαίνει μέσα στην ημέρα (το εάν το κατέχουν σε βάθος ή αν απλώς πήρε επιπόλαια και φευγαλέα κάτι το αυτάκι τους σε κάποια τηλεόραση ή ραδιόφωνο είναι παντελώς αδιάφορο) και συχνότερα αποτελούν το κοινό που έχει τουλάχιστον ένα σχόλιο να κάνει κάτω από τις αναρτήσεις άλλων – ένα σχόλιο που συνήθως ακυρώνει μια θέση που έχει ήδη διατυπωθεί. Μπορεί η απόρριψη να εδράζεται σε μια παρανόηση, σε εμμονές ή σε αγνή και άδολη βλακεία – όλα αυτά δεν αρκούν για να γεννήσουν δεύτερες σκέψεις όσον αφορά το εάν πρέπει το σχόλιο να αναρτηθεί ή όχι. Δυστυχώς, πλάι σ’ αυτούς τούς κριτές των πάντων υπάρχουν και κάποιοι (συνήθως η λιγότερο φωνακλάδικη ή «επαναστατική» πλειονότητα) που δικαίως αντιδρούν, που προβληματίζονται με λόγο, που ανησυχούν βάσιμα. Χάνονται όμως μέσα στον θόρυβο που προκαλούν τα αλαλάζοντα κύμβαλα.
Στο διά ταύτα: ναι, η επόμενη ημέρα δεν θα είναι εύκολη. Δεν θα καταφέρουν όλες οι επιχειρήσεις να μείνουν ανοιχτές. Δεν θα μπορέσουν όλοι οι εργαζόμενοι να κρατήσουν τη δουλειά τους. Δεν θα μπορέσουν κάποιοι άνθρωποι να διατηρήσουν το εισόδημά τους στο (κατά πάσα πιθανότητα ήδη ψαλιδισμένο) ύψος στο οποίο βρισκόταν πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Οι τελευταίες έντεκα εβδομάδες ήρθαν να ανοίξουν στο σώμα τής χώρας πληγές ενδεχομένως βαθύτερες απ’ ό,τι εκείνες που είχε δημιουργήσει η κορύφωση της ελληνικής χρεοκοπίας, την τριετία 2010-2012. Κυρίως επειδή τα τραύματα που προκαλεί δεν αγγίζουν μόνο το πορτοφόλι τού Έλληνα, όπως παλαιότερα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απειλούν ακόμη και την ίδια του τη ζωή.
Όλα αυτά είναι αναμενόμενα. Από αυτό το σημείο, όμως, ώς το να διαβάζεις σχόλια τού τύπου «Δεν θα ξαναπατήσω σε εστιατόριο, επειδή δεν μπορώ να βλέπω τα παιδιά τού σέρβις με γάντια και μάσκες, λες και θα έρθουν να μου πάρουν αίμα» (ναι, το σχόλιο γράφτηκε έτσι, verbatim, κάτω από ανάρτηση στο Facebook φίλου από τον χώρο τής εστίασης) ο δρόμος είναι μακρύς.
Ήταν η πανδημία επιλογή; Αποφάσισε κάποιος να δοκιμάσει πώς θα αντιδράσει η χώρα, αν τη βάλεις σε καραντίνα για ένα δίμηνο; Υπάρχει κράτος που θα ήθελε να δυσκολέψει την καθημερινότητα των επιχειρήσεων στην επόμενη φάση, όταν θα προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, για να μπορέσουν να φέρουν ξανά έσοδο, να δώσουν δουλειές και να αποδώσουν φόρους στα δημόσια ταμεία; Το σημαντικότερο: υπάρχει κάποιος που πιστεύει στα σοβαρά ότι τα κράτη ηδονίζονται δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ενός δυστοπικού μέλλοντος για τους πολίτες τους; Ας προσπαθήσουμε να είμαστε έστω και ελάχιστα σοβαροί.
Ένα τεράστιο κακό έπεσε από το πουθενά στα κεφάλια μας. Όλων μας, ανεξαίρετα. Έχουμε μπροστά μας δύο επιλογές. Να κάτσουμε να κλαίμε τη μοίρα μας (απαιτώντας από κάποια αόρατη μοίρα να γυρίσει τον χρόνο πίσω, ώστε να μη ζήσουμε τις συμφορές). Ή να δούμε πώς θα τη διαχειριστούμε, ώστε να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για ένα καλύτερο αύριο. Πριν απ’ όλα, χρειάζεται να εκτιμήσουμε σωστά τις νέες συνθήκες.
01
Στον κλάδο τού λιανεμπορίου, όπως και σε ολόκληρη την αγορά, ένα είναι βέβαιο: η επόμενη ημέρα (με την αναπόφευκτη απώλεια θέσεων εργασίας και τη συνακόλουθη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος) θα έχει λιγότερα χρήματα που θα κατευθυνθούν σε αγορές. Ίσως, ακόμη, να έχει και λιγότερο κόσμο που θα είναι διατεθειμένος να πάει σε ένα φυσικό κατάστημα, ώστε να αγοράσει αυτό που χρειάζεται ή επιθυμεί.
Τι πρέπει να κάνει η αγορά (τόσο τα μεμονωμένα μαγαζιά όσο και οι αλυσίδες) μέσα σ’ αυτό το νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται;
Κατ’ αρχήν, να φροντίσει να προσφέρει είδη και υπηρεσίες στο καλύτερο δυνατό value-for-money. Όποιος θεωρήσει ότι θα πετύχει κάτι, αν επιχειρήσει να βγάλει τα σπασμένα δύο-τριών μηνών πουλώντας με «καπέλο», δεν έχει απλώς πλήρη αποκοπή από την πραγματικότητα. Επί της ουσίας, έχει χαράξει ρότα κατευθείαν για το παγόβουνο και δεν το έχει πάρει καν είδηση. Ο κόσμος –όλοι μας– είναι ζορισμένος. Όποιος ζορίζεται, συσσωρεύει μέσα του οργή. Κι αν νιώσει μέσα σ’ αυτό το κλίμα οργής ότι κάποιος πάει να τον εκμεταλλευτεί, θα αντιδράσει. Σκληρά και χωρίς οίκτο.
Σε δεύτερο στάδιο, η αγορά έχει κάθε συμφέρον να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα που ονομάζεται «e-shopping». Ναι, οι εξ αποστάσεως αγορές αποτέλεσαν, εν πολλοίς, αυτές τις τελευταίες εβδομάδες ένα αναγκαίο κακό. Πολλοί ανακάλυψαν όμως, τελικά, ότι το «κακό» δεν είναι και τόσο κακό. Γι’ αυτό και η πλειονότητα του λιανεμπορίου σύντομα θα στραφεί προς αυτήν τη νέα e-βιτρίνα. Προσοχή, όμως: επιβάλλεται να το πράξει, έχοντας διδαχθεί από τις κακές εμπειρίες των τελευταίων εβδομάδων.
Το lockdown που ήρθη στις 4 Μαΐου αποκάλυψε αδυναμίες και ανεπάρκειες εμπορικών και μεταφορικών εταιρειών. Δεκάδες χιλιάδες παραγγελίες που έγιναν στη διάρκεια της καραντίνας από ελληνικά ηλεκτρονικά καταστήματα παρέμεναν επί ημέρες σε αποθήκες είτε των e-shops είτε των εταιρειών ταχυμεταφορών, με άγνωστη ημερομηνία παραλαβής από τους καταναλωτές (ενώ, αν κάποιος αγοράσει είδη ένδυσης ή υποδήματα από ηλεκτρονικά καταστήματα του εξωτερικού, θα τα παραλάβει μέσα σε τέσσερις με πέντε ημέρες – ενδεχομένως ακόμη συντομότερα, αν επιλέξει την ταχεία αποστολή με την επιπλέον χρέωση). Την ίδια στιγμή, παραγγελίες από ελληνικά e-shops φτάνουν στον πελάτη «τεμαχισμένες» ανά προϊόν, αφού κάποια προϊόντα που εμφανίζονταν ως διαθέσιμα στο ηλεκτρονικό κατάστημα χρειάστηκε τελικώς να μεταφερθούν στην πόλη τού πελάτη από κάποιο άλλο κατάστημα (πιθανότατα άλλης πόλης), με τεράστια καθυστέρηση. Δεν έλειψαν περιπτώσεις που, ακόμη και 10 ημέρες μετά την παραγγελία, πελάτες δεν είχαν παραλάβει ούτε το πρώτο από τα προϊόντα που παρήγγειλαν, ενώ κάποια άλλα παρέμεναν «υπό αναζήτηση».
Με αυτά και με τα άλλα, ήρθε στο φως τής δημοσιότητας ακόμη ένα «handicap» της ελληνικής αγοράς: ακόμη και οι ισχυροί τού λιανεμπορίου δεν είχαν επενδύσει ουσιαστικά στα ηλεκτρονικά τους καταστήματα, ενώ κενά διαπιστώθηκαν και στην απαραίτητη εσωτερική οργάνωση αρκετών εξ αυτών, που δεν τους επιτρέπουν να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες στον πελάτη. Την ίδια στιγμή, ορισμένες από τις εταιρείες ταχυμεταφορών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας έδειξαν, δυστυχώς, ότι προσφέρουν υπηρεσίες κατώτερες τού προσδοκώμενου.
Ναι, το e-shopping μπαίνει δυναμικά στη συζήτηση για την επόμενη ημέρα τού λιανεμπορίου. Αρκεί το θέμα να προσεγγίζεται με τη σοβαρότητα που εκπορεύεται από την ουσιαστική (και σημαντική) επένδυση τόσο σε σκέψη και σχεδιασμό όσο και σε χρήμα που απαιτείται για το σωστό στήσιμο της απαραίτητης υποδομής.
02
Η γαστρονομία και η εστίαση αποτελούσαν μέχρι πρότινος, μαζί με τον τουρισμό, ένα από τα δυνατά χαρτιά τής ελληνικής οικονομίας. Και όχι άδικα: με τεράστιο απόθεμα ποιοτικών πρώτων υλών (ζηλευτών σε όλο τον κόσμο) και με νέους, δημιουργικούς σεφ, οι οποίοι συνδιαμορφώνουν το νέο τοπίο μιας γαστρονομίας ικανής να αποτελέσει ευπώλητο τουριστικό προϊόν, είναι λογικό ο κλάδος τής εστίασης να είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς, απασχολώντας τεράστιο αριθμό εργαζομένων (μόνιμων και εποχικών), σε δεκάδες ειδικότητες.
Η εστίαση είναι δυστυχώς, λόγω τής φύσης της πανδημίας, ένας από τους κλάδους που θα «ματώσουν» περισσότερο στη μετά την πανδημία εποχή – παρότι πιστεύω πως, τουλάχιστον αρχικά, όλοι θα σπεύσουμε, μετά από πολλές εβδομάδες αποκλεισμού, να πιούμε ένα καφεδάκι ή να απολαύσουμε τουλάχιστον ένα γεύμα στη λιακάδα Ιουνίου, μόλις μας δοθεί η δυνατότητα.
Κατ’ αρχήν, για να ανοίξουν τον Ιούνιο πολλά μαγαζιά θα πρέπει να επενδύσουν εκ νέου σε προμήθειες, καθώς εκείνες που είχαν αγοράσει το Παρασκευοσαββατοκύριακο 13-15 Μαρτίου, όταν υποχρεώθηκαν να βάλουν λουκέτο, είτε πετάχτηκαν είτε διανεμήθηκαν (στο καλό σενάριο) σε συμπολίτες μας που είχαν ανάγκη. Στο τέλος Μαΐου και έχοντας ώς τότε μηδενικό τζίρο θα έχει συσσωρευτεί (για όσους δεν ήταν συνεπείς στην ανά μήνα καταβολή στο διάστημα αυτού του τριμήνου) το 60% τριών ενοικίων, μετά την έκπτωση 40% που νομοθέτησε η κυβέρνηση. Σημειωτέον ότι το μίσθωμα σε δημοφιλή/τουριστικά σημεία τής Θεσσαλονίκης μπορεί εύκολα να ξεπεράσει ακόμη και τα 10.000 ευρώ μηνιαίως. Στο ποσό αυτό προσθέστε απλήρωτους λογαριασμούς ΔΕΚΟ και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, εφορία, ΕΦΚΑ, δημοτικό φόρο και τέλη κοινόχρηστων χώρων κοκ., αλλά και επιπλέον έξοδα αφενός για τον καθαρισμό και την αποκατάσταση των χώρων μετά από τρεις μήνες απραξίας, αφετέρου για αντισηπτικά, μάσκες, γάντια, διαμόρφωση χώρων με διαχωριστικά (από πλέξιγκλας ή ό,τι άλλο), απεντομώσεις και απολυμάνσεις αναγκαίες ως μέτρο προστασίας από την Covid-19.
Όσοι καταφέρουν, τελικώς, να ανοίξουν μετά από όλη αυτή την περιπέτεια θα χρειαστεί να πείσουν τους πελάτες να ξεπεράσουν την κακή ψυχολογία μετά από εβδομάδες ψυχολογικής πίεσης, αλλά και να βρουν στην τσέπη τους τα χρήματα που θα μπορούσαν να διαθέσουν για μια «ανάσα» αναψυχής (πράγμα όχι απαραιτήτως αυτονόητο στη νέα πραγματικότητα). Θα χρειαστεί να «παροπλίσουν» τον εσωτερικό χώρο των καταστημάτων τους και να υποχρησιμοποιήσουν τον εξωτερικό (παρότι ενοίκια, λογαριασμοί ΔΕΚΟ και τέλη ΟΤΑ θα «τρέχουν» σαν να λειτουργούσαν όλο το μαγαζί). Θα χρειαστεί να βρουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «Τι κάνεις σε περίπτωση μιας ξαφνικής καταιγίδας, όταν όλοι οι πελάτες σου κάθονται έξω;» ή «Αν βάλω τέντα στον εξωτερικό χώρο, οι καπνιστές πελάτες μου θα μπορούν να καπνίζουν ή θα θεωρηθεί στεγασμένος, άρα εσωτερικός χώρος, και θα πληρώσω πρόστιμο;». Επαναλαμβάνω: ουδείς θέλει να τιμωρήσει τους πολίτες ή τους επιτηδευματίες – ο μόνος λόγος που επιβάλλονται αυτά τα μέτρα είναι επειδή στο ερώτημα «ποιο είναι το πολυτιμότερο αγαθό που οφείλω να υπερασπιστώ;» η απάντηση είναι μία και αυτονόητη: «η ανθρώπινη ζωή». Και είναι μια απάντηση στην οποία υποτάσσονται όλες οι άλλες προτεραιότητες.
Να κλείσουν λοιπόν όλες αυτές οι επιχειρήσεις; Προς Θεού, όχι. Έστω και μία θέση εργασίας, έστω και ένας επιχειρηματίας που μπορεί ακόμη να τζιράρει, να προσφέρει θέσεις απασχόλησης και έσοδο στο κράτος μέσω της φορολογίας είναι πολύτιμος για μια χώρα που επιχειρεί να σταθεί στα πόδια της με τους πολίτες τους ζωντανούς.
Είναι βέβαιο όμως ότι, για να έχει ελπίδα βιωσιμότητας, το επιχειρείν τής εστίασης οφείλει να στραφεί προς νέες κατευθύνσεις (με το κράτος να του δίνει οικονομική και αδειοδοτική στήριξη, αλλά και κάθε άλλου είδους αρωγή ώστε να το πετύχει).
Οφείλει να επενδύσει περισσότερο στο take away και στο ντιλίβερι – να δίνει στους πελάτες τη δυνατότητα να περνούν για να πάρουν συσκευασμένο το φαγητό τους ή να αναπτύξει έναν μηχανισμό που θα τους το πηγαίνει στην πόρτα του σπιτιού τους. Αυτό προϋποθέτει αλλαγές στο μενού (με πιάτα που θα αντέχουν οπτικά και γευστικά τη μεταφορά από την κουζίνα τού εστιατορίου ώς την τραπεζαρία τού σπιτιού μας), αλλά και με δημιουργία νέων μηχανισμών διανομής.
Μπορεί να διερευνήσει το ενδεχόμενο φιλοξενίας στους χώρους των εστιατορίων ραφιών με επιλεγμένα προϊόντα – ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο από την Κρήτη, τη Μεσσηνία ή τη Λέσβο, μια σειρά παραδοσιακών, χειροποίητων ζυμαρικών που φτιάχνει ένας συνεταιρισμός γυναικών σε ένα ορεινό χωριό των Τρικάλων ή μια μικρή βιοτεχνία στην Κομοτηνή, τρεις-τέσσερις περίεργες ή «πειραγμένες» μαρμελάδες που φτιάχνουν αρτιζάνοι τής ελληνικής υπαίθρου (δεν μπορούσα να πιστέψω την πρώτη φορά που δοκίμασα μαρμελάδα μανιτάρι στα Γρεβενά πόσο γευστική ήταν!) ή σάλτσες σε βαζάκι, φτιαγμένες από τα χεράκια τού σεφ τού εστιατορίου, οι οποίες αποτελούν το «σήμα κατατεθέν» πολλών πιάτων του.
Θα μπορούσε ακόμη να επενδύσει σε υπηρεσίες όπως το private cheffing, μια δυνατότητα την οποία ήδη προσφέρουν σεφ στη Θεσσαλονίκη σήμερα, η οποία (με προσαρμογή των τιμών και του μενού στις ανάγκες ενός ευρύτερου, λιγότερο «αποκλειστικού» κοινού) θα μπορούσε να μετατραπεί στο «next best thing» για τα ελληνικά εστιατόρια.
Το σημαντικότερο όλων: πέραν των προσπαθειών που κάθε επιχείρηση εστίασης θα μπορούσε να καταβάλει μεμονωμένα, ίσως σήμερα να είναι η ώρα σύσσωμος ο συγκεκριμένος κλάδος να αποδυθεί σε μια οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια να επικοινωνήσει εντός και εκτός συνόρων το προφανές: τον απίστευτο πλούτο τής ελληνικής γαστρονομίας (και την προστιθέμενη αξία που της δίνει η μαεστρία και η δημιουργικότητα μιας ολόκληρης γενιάς εφευρετικών και αστείρευτων σεφ), επενδύοντας σε εξαιρετικής ποιότητας ελληνικές πρώτες ύλες και σε απλές και καθαρές παρασκευές (βασισμένες στον συνδυασμό ενός πληθωρικού παρελθόντος με ένα ευφάνταστο παρόν), που αναδεικνύουν το υλικό. Μόνον έτσι η ελληνική γαστρονομία θα μπορέσει να αποκτήσει ένα διεθνές διαβατήριο αρκετά ισχυρό, ώστε να αποτελεί per se πόλο έλξης, όταν η τουριστική κίνηση επανέλθει στους παλαιότερους, γνώριμους ρυθμούς.
03
Δεν ξέρω πόσα ξενοδοχεία θα επιλέξουν να ανοίξουν τελικώς φέτος. Ώς και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι την 1η Ιουνίου θα υποδεχθούν ξανά το κοινό τα ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας, ενώ κάποια στιγμή μέσα στον Ιούνιο θα τα ακολουθήσουν (εκτός απροόπτου) τα εποχικά καταλύματα.
Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι ό,τι γίνει φέτος θα γίνει με τον εγχώριο τουρισμό. Αν αμφιβάλλετε, επιτρέψτε μου να σας φέρω ένα παράδειγμα: έστω ότι αυτό το καλοκαίρι θέλω να κάνω μια πενθήμερη εκδρομή στο αγαπημένο μου Βερολίνο. Αγοράζω, λοιπόν, το εισιτήριό μου (αν υποθέσουμε ότι επαναλαμβάνονται οι πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών, γιατί δεν έχω πρόθεση να φάω μία ολόκληρη ημέρα για να φτάσω ώς εκεί μέσω Βουλγαρίας ή κι εγώ δεν ξέρω ποιας άλλης χώρας), κάνω και τον έλεγχο για να επιβεβαιώσω ότι δεν είμαι φορέας τού κορωνοϊού και, με το υγειονομικό μου διαβατήριο στο χέρι, ανεβαίνω στην πτήση μου (θεωρώ αυτονόητο ότι η αεροπορική εταιρεία θα έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, με μάσκες καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης κοκ.). Φτάνω στο Βερολίνο με χρήματα στην τσέπη αρκετά για να πληρώσω την πενθήμερη διαμονή μου, το φαγητό, κάποιες εξόδους, μουσεία, ίσως και μερικά ψώνια. Δεν διανυκτερεύω στο ελεγχόμενο περιβάλλον τού σπιτιού μου και είμαι όλη την ημέρα έξω (λογικό, έχω έρθει εκδρομή). Εκτίθεμαι, συνεπώς, αρκετά στο περιβάλλον.
Την ημέρα τής επιστροφής μου, κατευθύνομαι στο αεροδρόμιο. Πριν ανεβώ στο αεροπλάνο μου, με θερμομετρούν. Έχω δέκατα. Σημαίνει συναγερμός, μου γίνεται το σχετικό τεστ και διαπιστώνεται ότι είμαι φορέας τού ιού (προφανώς, τον κόλλησα κάπου, σε κάποιες από τις βόλτες μου στη διάρκεια της πενθήμερης παραμονής μου στη γερμανική πρωτεύουσα). Εννοείται ότι στο αεροπλάνο δεν μπορώ να ανεβώ… Πού θα περάσω τις επόμενες δύο εβδομάδες τής υποχρεωτικής καραντίνας; Στο ξενοδοχείο όπου διέμενα το πενθήμερο που προηγήθηκε; Ακόμη κι αν μπορούσα να βρω τα χρήματα για να καλύψω άλλες δεκατέσσερις διανυκτερεύσεις, αμφιβάλλω αν το ξενοδοχείο θα δεχόταν να μετατραπεί σε «ξενοδοχείο καραντίνας». Τι θα τρώω δύο επιπλέον εβδομάδες; Θα με φιλοξενήσει, ενδεχομένως, το γερμανικό κράτος σε κάποια δομή που έχει δημιουργήσει για τον σκοπό αυτό; Ακόμη κι έτσι να είναι, σε ποιον πιστεύετε ότι θα στείλει τη «λυπητερή», αφού κριθώ ικανός να αναχωρήσω; Σ’ εμένα και στο ασφαλιστικό μου ταμείο.
Το παράδειγμα δεν είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά – στην πραγματικότητα, είναι μια εξαιρετικά πιθανή περίπτωση, που θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε αποτολμήσει να ταξιδέψει τους προσεχείς μήνες εκτός συνόρων, όπου γης. Με τους ανθρώπους όπου γης να έχουν περάσει τους δύο τελευταίους μήνες των παθών τους τον τάραχο, το τελευταίο που θα ήθελαν θα ήταν ένα επιπλέον άγχος στη διάρκεια των διακοπών τους.
Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που ό,τι κινηθεί φέτος στον τουρισμό (και σίγουρα θα κινηθούν πολύ λιγότερα πράγματα) θα κινηθεί εντός των συνόρων τής χώρας, με τους έλληνες ταξιδιώτες. Σ’ αυτούς θα πρέπει να στοχεύσουν όλες οι προσπάθειες και κάθε μέτρο ενίσχυσης του τουριστικού ρεύματος, είτε λαμβάνεται από την πολιτεία είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Θα είναι μείωση του φόρου στα καύσιμα, ώστε να ενθαρρυνθούν οι μετακινήσεις (δύσκολη εξίσωση σε μια εποχή που το δημόσιο ταμείο αιμορραγεί από τη μείωση εισφορών και φοροδοσίας, με τις ανάγκες του για πληρωμή ενισχύσεων και επιδομάτων να έχουν πολλαπλασιαστεί); Θα είναι αναστολή λειτουργίας των διοδίων, ώστε να αρθεί ένα εμπόδιο για τις μετακινήσεις από νομό σε νομό (επίσης σταυρόλεξο για ικανούς λύτες, καθώς τα διόδια λειτουργούν στο πλαίσιο συμφωνίας με τους ιδιώτες που έχουν αναλάβει τη συντήρηση και λειτουργία μεγάλων οδικών αξόνων); Θα είναι η υλοποίηση επιδοτούμενων προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού, που θα καλύπτουν περισσότερους προορισμούς, μεγαλύτερη περίοδο, αλλά και ένα ευρύτερο σε σχέση με κάθε άλλη χρονιά σύνολο ωφελουμένων (πέραν των συνταξιούχων και των ανέργων); Θα υπάρξει επιδότηση στις μετακινήσεις με πλοίο, ώστε να καταστεί οικονομικότερη η μετακίνηση μεμονωμένων ταξιδιωτών ή οικογενειών προς νησιωτικούς προορισμούς; Θα μπορέσουν φορείς και επιχειρήσεις σε δημοφιλείς περιοχές (ξενοδοχεία, επιχειρήσεις εστίασης, καταστήματα τουριστικών ειδών, αλλά και μουσεία, γκαλερί και χώροι πολιτισμού) να συντονιστούν, ώστε να προβάλουν το τουριστικό τους προϊόν οργανωμένα και περισσότερο αποτελεσματικά;
Η εξίσωση θα είναι δύσκολη και το έδαφος ασταθές. Βλέποντας και κάνοντας.
Η αποκαλούμενη «νέα κανονικότητα» δεν θα αποτελεί πάντοτε τη νόρμα. Θα αρχίσουμε να επιστρέφουμε στην «κανονική» κανονικότητα μόλις βρεθεί, κατ’ αρχάς, ένα φάρμακο που θα καθιστά τον κορωνοϊό όχι απειλητικό για την ανθρώπινη ζωή (ένα σκεύασμα που θα μας γράφει ο γιατρός, αν διαπιστώσει ότι προσβληθήκαμε από τον ιό, θα το λαμβάνουμε για μερικές ημέρες παραμένοντας στο σπίτι μας και θα επιστρέφουμε στη συνέχεια στη ζωή μας, σώοι και ασφαλείς) και, εν συνεχεία, όταν αναπτυχθεί το εμβόλιο κατά τού νέου κορωνοϊού, που θα μας επιτρέπει όχι απλώς να θεραπεύουμε, αλλά να αποτρέπουμε τη μόλυνση από αυτόν. Όλα αυτά δεν είναι εικοτολογίες – είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα συμβούν. Επειδή η επιστήμη πάντοτε νικά στο τέλος, επειδή ουδεμία πανδημία στην πορεία των αιώνων (ακόμη και παλαιότερα, όταν η ιατρική ήταν πολύ λιγότερο προοδευμένη) κατάφερε να εξαφανίσει το ανθρώπινο είδος. Το τραυμάτισαν, εκείνο όμως βγήκε στο τέλος νικητής.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού – ακόμη και αυτή η περίοδος έχει θετικά. Η πανδημία λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις ως καταλύτης, ωθώντας τη χώρα στην ταχύτερη υιοθέτηση, μέσα σε ελάχιστους μήνες, καινοτομιών και αλλαγών που θα έπρεπε να έχουμε εισαγάγει στη ζωή μας χρόνια τώρα.
Καινοτομιών όπως η λειτουργία τού www.gov.gr, της ενιαίας ψηφιακής πύλης τού ελληνικού Δημοσίου, η οποία συγκεντρώνει σε έναν ιστότοπο 506 διαφορετικές υπηρεσίες που παρέχονται ψηφιακά από το κράτος, δίνοντας μεταξύ άλλων στον πολίτη τη δυνατότητα να συμπληρώνει και να υπογράφει ηλεκτρονικά εξουσιοδοτήσεις και υπεύθυνες δηλώσεις. Όπως η άυλη συνταγογράφηση, χάρη στην οποία οι πολίτες μπορούν πλέον, εφόσον το επιθυμούν, να λαμβάνουν τις ιατρικές τους συνταγές στο κινητό τους, χωρίς να χρειάζεται να τις προσκομίζουν τυπωμένες στον φαρμακοποιό. Όπως η πλατφόρμα τηλεδιασκέψεων e:Presence, μέσω της οποίας όλοι οι φορείς τού ευρύτερου δημόσιου τομέα έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν και να πραγματοποιήσουν διαδικτυακές τηλεδιασκέψεις – ακόμη και το υπουργικό συμβούλιο τη χρησιμοποιεί για τις συνεδριάσεις του. Όπως η αποστολή εγγράφων και πιστοποιητικών από τα ΚΕΠ στο σπίτι, με ένα τηλεφώνημα και χωρίς χρέωση. Όπως η δυνατότητα ηλεκτρονικής υπογραφής από όλα τα μέλη τής κυβέρνησης και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που επιτρέπει την ηλεκτρονική διακίνηση εγγράφων, ακόμη και την κατάθεση πλήρως ψηφιακά υπογεγραμμένων σχεδίων νόμου. Όπως η ψηφιοποίηση της φορολογικής ενημερότητας για τις πληρωμές από το Δημόσιο, που σταδιακά απαλλάσσει πολίτες και επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και προϊόντα από την υποχρέωση να προσκομίζουν οι ίδιοι φορολογική ενημερότητα, για να μπορέσουν να πληρωθούν. Όπως η δυνατότητα ασφαλούς τηλεργασίας για έως και 10.000 υπαλλήλους των φορέων τής δημόσιας διοίκησης που είναι ενταγμένοι στο δίκτυο «Σύζευξις». Όπως η χωρίς χρέωση πρόσβαση σε ψηφιακές πλατφόρμες για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στα σχολεία. Όπως η πρόσβαση του e-ΕΦΚΑ σε όλα τα ληξιαρχικά γεγονότα των πολιτών (ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, θανάτου, γάμου, συμφώνου συμβίωσης, πιστοποιητικά γέννησης και οικογενειακής κατάστασης, πληροφορίες για τον αριθμό των τέκνων κ.ά.) που είναι καταχωρισμένα στο πληροφοριακό σύστημα «Μητρώο Πολιτών» του υπουργείου Εσωτερικών.
Αλλά και αλλαγών που αφορούν κυρίως συμπεριφορές. Όπως η συνειδητή συμμόρφωση ενός λαού που μέχρι σήμερα κατηγορούταν (όχι πάντοτε άδικα) ως το «άτακτο παιδί» τής διεθνούς κοινότητας, που αρνείται να πειθαρχήσει σε αυτά που πρέπει να γίνουν. Όπως το μαζικό κίνημα έμπρακτης αλληλεγγύης (όχι απλώς ηθικής, αλλά και υλικής, από μεμονωμένα πρόσωπα, φορείς και εταιρείες) προς εκείνους που βιώνουν πιο σκληρά από άλλους τις επιπτώσεις τής βίαιης αλλαγής τής καθημερινότητάς μας. Όπως η απόδοση της απαιτούμενης τιμής στους ήρωες τού αγώνα κατά του κορωνοϊού (γιατρούς, νοσηλευτές κοκ.), αλλά και σε όλους εκείνους που τις ημέρες τής καραντίνας βρίσκονταν κανονικά στα πόστα τους, για να μην καταρρεύσουν οι ζωές μας (εργαζόμενοι σε σούπερ μάρκετ, κρεοπωλεία, αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, οπωροπωλεία, φαρμακεία, ταχυφαγεία, απασχολούμενοι σε υπηρεσίες κούριερ και ντιλίβερι κ.ά.), με τρόπους πρωτότυπους και συγκινητικούς – όπως τα «ραντεβού» στα μπαλκόνια μας στις 9 το βράδυ, για να τους ευχαριστήσουμε με το χειροκρότημά μας. Αλλά και όπως η συνειδητή, πλέον, υιοθέτηση καλύτερων συνηθειών καθημερινής υγιεινής (τακτικό πλύσιμο χεριών, χρήση απολυμαντικών και αντισηπτικών κοκ.).
Η πανδημία ήρθε και μας χτύπησε σκληρά. Δεν την καλέσαμε, δεν ζήτησε την άδειά μας. Όπως οι θεομηνίες, έρχονται, κάποια στιγμή φεύγουν κι εμείς πρέπει να μαζέψουμε τα απόνερα.
Η μία επιλογή είναι να κλαίμε για όσα συνέβησαν, να θρηνούμε τις καλές ημέρες που πέρασαν και δεν θα γυρίσουν (ακριβώς όπως δεν γυρίζει το νερό στο ρεύμα τού ποταμού), να ελεεινολογούμε τους εαυτούς μας για το κακό που μας βρήκε.
Η άλλη επιλογή είναι να μαζέψουμε τα κομμάτια μας. Αφού θρηνήσουμε για τους νεκρούς μας, να ριχτούμε στη μάχη τής επόμενης ημέρας. Να εκτιμήσουμε τις αντικειμενικές συνθήκες τής κατάστασής μας και να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας, βέβαιοι ότι η επόμενη ημέρα που θα σχεδιάσουμε σήμερα θα είναι όχι απλώς εξίσου καλή με την προηγούμενή της, αλλά πολύ καλύτερη.