Κείμενο: δρ. Πάνος Κοσμόπουλος*
Σκέψεις που ξεκίνησαν από το αφιέρωμα ενός από τα πολλά, πολύχρωμα περιοδικά στα «στέκια» της Θεσσαλονίκης. Μια πολύχρωμη παρέλαση από ονόματα δισύλλαβα, κυρίως ξενικά, εφήμερα. Φωτογραφίες που δείχνουν μπαράκια, καφετέριες και ξενυχτάδικα. Φάτσες που σήμερα είναι εδώ, αύριο αλλού, μεθαύριο παραπέρα… Ανατρίχιασα: αυτά μας διαφημίζουν λοιπόν για «στέκια» της Θεσσαλονίκης; Τους εφήμερους τόπους της όποιας διασκέδασης;
«Στέκι» σημαίνει εξ ορισμού συναισθηματικό δέσιμο με χώρο και ανθρώπους –ιδιοκτήτες και συχνάζοντες– και αυτό σε πολλά επίπεδα και πολλές ποικιλίες. Φυσικά, χρειάζεται χρόνος πολύς για να περιγραφούν όλα αυτά. Ας δούμε παραδειγματικά μονάχα μία κατηγορία από αυτά που αποτέλεσαν για πολλά χρόνια τα «στέκια» της Θεσσαλονίκης: τα βιβλιοπωλεία. Χώροι μυσταγωγίας και επικοινωνίας στα δύσκολα χρόνια – και όχι μονάχα τότε.
Χώροι συνάντησης και ενημέρωσης, χώροι για ανταλλαγές «σχολίων» –πάντοτε καλόπιστα– τόσο για τα βιβλία και τους ανθρώπους τους όσο και επί παντός επιστητού – και ιδιαίτερα για την πολιτική επικαιρότητα. Εκείνες οι γνώριμες φάτσες που ξεφύλλιζαν βιβλία στα όρθια, που επικοινωνούσαν με τον κώδικα του πάγκου («το πάνω βιβλίο της στοίβας για ξεφύλλισμα, τα από κάτω για αγορά») και κεραυνοβολούσαν με το βλέμμα όποιον πάταγε τον κώδικα της τελετουργίας του ξεφυλλίσματος. Εκείνες, λοιπόν, οι γνώριμες φάτσες, που συχνά δεν γνώριζες το όνομά τους, αλλά τους αναγνώριζες αμέσως από στέκι σε στέκι… Θα ‘λεγες πως κουβαλούσαν επάνω τους τη χαρακτηριστική μυρωδιά του βιβλιοπωλείου…
Πρώτα, λοιπόν, έκλεισε ο «Σαμούχος». Στη θέση του άνοιξε μπουτίκ. Το πρωινό του Σαββάτου περιλάμβανε την ενημέρωση στα ξένα βιβλία και περιοδικά. Και ξαφνικά άνθρωποι και χώρος διαλύθηκαν: το βιβλίο δεν είναι προϊόν για την καταναλωτική κοινωνία…
Μετά έκλεισε του «Κοτζιά». Εκεί βλεπόμασταν τα Σαββατόβραδα. Χάρη στην αστεία άδεια για προ-πο, που επέτρεπε να μένει ανοικτά ώς αργά την νύχτα, συναντούσαμε όλους τους φίλους και γνωστούς και ενημερωνόμασταν και για τα καινούργια βιβλία, αλλά και για όσα δεν γραφόντουσαν. Εκεί ξενυχτούσαμε τα Σαββατόβραδα κι από ‘κει πηγαίναμε στον πάγκο με τις εφημερίδες, Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, για τις κυριακάτικες εκδόσεις. Μετά κι εκεί μπουτίκ.
Στη συνέχεια, ο «Ραγιάς» διώχτηκε από την Τσιμισκή. Σημεία των καιρών. Στο καινούργιο του υπόγειο υπήρχε ένα φιλόξενο τραπεζάκι, που όμως ποτέ δεν αντικατέστησε τον μικρό, γραφικό πάγκο του παλιού μαγαζιού, που χώραγε ταυτόχρονα κουβέντα, ταμείο, καφέδες, βιβλία, περιοδικά, καημούς και συμβουλές.
Το πατάρι του «Μόλχο» και το υπόγειο του «Μπαρμπουνάκη» αντιστάθηκαν κι άλλο, προσθέτοντας και άλλες αναμνήσεις… Και εκεί συναντήσεις και συζητήσεις για όλα τα θέματα. Προστέθηκε και το υπόγειο του «Ιανού». Στην συνέχεια ο «Προμηθέας» κατέβηκε στη Διαγώνιο, άνοιξε ο «Παπασωτηρίου» και, σαν διάττοντας, εμφανίστηκε για ένα διάστημα και ο «Ελευθερουδάκης». Πάνε κι αυτά. Όμως, σπάνια πια συναντούσες τους παλιούς γνώριμους να ξεφυλλίζουν και να συζητούν. Ο τρόπος ζωής σίγουρα έχει αλλάξει για όλους. Η διεύρυνση του κύκλου εργασιών, η λίγο πολύ μετατροπή σε «πολυκαταστήματα» ίσως να σώσει και τα βιβλία. Αλλιώς, μπαράκια, καφετερίες και ξενυχτάδικα.
Όμως, όλοι ξέρουμε καλά πως, όταν μιλάμε για στέκια, αυτό εννοούμε. Το δέσιμο με ανθρώπους και χώρο σε μια συναισθηματική ενότητα.
Και, φυσικά, ας μη μιλήσουμε για «Αστόρια», «Φλόκα», «Γκιγκιλίνη» – στέκια που οι νεότεροι ούτε τα ‘χουν ακουστά…