Η «Κατερίνα» είναι η αληθινή ιστορία τής μανιοκαταθλιπτικής μητέρας τού συγγραφέα Αύγουστου Κορτώ. Το θεατρικό ξεκινά αμέσως μετά την αυτοκτονία της, με την τραγική γυναίκα να αφηγείται τη ζωή της. Δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση απέσπασε έξι θεατρικά βραβεία, με κοινό και κριτικούς να την εξυμνούν.
Η πρώτη μας συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, όταν παίζατε και πάλι στην «Κατερίνα». Μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά θεατρικά. Επιστρέψατε όμως και πάλι σ’ αυτήν. Τι καθιστά το έργο τόσο αγαπητό στο κοινό; Υπάρχει κάτι που σας αγγίζει σε προσωπικό επίπεδο;
Δεν νομίζω ότι κλείσαμε ποτέ τον κύκλο τής «Κατερίνας». Ξεκινήσαμε για δύο παραστάσεις και καταλήξαμε να την παίζουμε πέντε χρόνια. Αυτό από μόνο του είναι πάρα πολύ συγκινητικό.
Οι λόγοι για τους οποίους συνάντησε μεγάλη απήχηση στο κοινό είναι αρκετοί. Αρχικά, νομίζω ότι έχει να κάνει με το ίδιο το κείμενο που είναι εξαιρετικά συγκινητικό και γενναιόδωρο. Ο δεύτερος είναι ότι πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα – θα το αποκαλούσα «ταμπού». Πολλοί πάσχουν από τη συγκεκριμένη ασθένεια, λίγοι όμως το συζητάνε. Πόσο μάλλον να γίνει μια παράσταση ή μια ταινία πάνω σ’ αυτό. Το τρίτο έχει να κάνει με τη μεταξύ μας χημεία και με τον τρόπο που το έργο επικοινωνήθηκε μέσα μας και στη συνέχεια με τον κόσμο. Δεν σταματήσαμε, λοιπόν, ποτέ τις παραστάσεις, επειδή κάθε φορά που το επιχειρούσαμε σταματούσαμε με λίστες αναμονής – οπότε, ήταν σαν μια υπόσχεση ότι θα επανέλθουμε. Όσο δεν τελειώνει μέσα μας, δεν τελειώνει και για τον κόσμο.
Πόσο δύσκολος ήταν ο ρόλος τής Κατερίνας; Αναφερόμαστε σε μια γυναίκα που πάλεψε με τη μανιοκατάθλιψη, τα χάπια, τη δυστυχία…
Είναι φοβερά δύσκολος – για πολλούς λόγους. Πρώτα για το ίδιο το θέμα τής αρρώστιας. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή ασθένεια και, από τη στιγμή που αποφασίζεις να την «υποδυθείς» στη σκηνή, πρέπει να είσαι πολύ ακριβής και να έχεις κάνει λεπτομερή μελέτη. Είναι πολύ λεπτά θέματα και έχω ιδιαίτερη ευαισθησία. Δεν μπορείς να δείχνεις πράγματα που δεν έχουν τεκμηριωθεί. Επίσης, είναι πολύ δύσκολο για τη δική μου ψυχοσύνθεση. «Είναι πολύ βαρύ», που λένε… Τώρα βέβαια, που έχει πάρει τον δρόμο του, είναι μια διαδικασία στην οποία μπαίνω και με έναν τρόπο βγαίνω. Όταν όμως το μελετούσαμε, στις πρόβες, πέρασα μια ζοφερή περίοδο. Ήταν δύσκολο.
Ήταν δύσκολο, επίσης, επειδή η Κατερίνα ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Πάντοτε στις βιογραφίες, είτε μιλάμε για έναν «επώνυμο» –δεν μου αρέσει καθόλου αυτός ο όρος– είτε για έναν άνθρωπο που δεν ήταν γνωστός, αλλά γίνεται μετά τον θάνατό του, όπως η Κατερίνα, είναι πολύ ιδιαίτερο θέμα, ειδικά όταν οι συγγενείς της ζουν και είναι σε θέση να δουν την παράσταση. Δεν είναι μια γυναίκα που έζησε στο Τέξας και δεν υπάρχει περίπτωση οι συγγενείς της να τη δουν, ποτέ. Κι όταν ερχόμαστε στη Θεσσαλονίκη, πάρα πολλοί άνθρωποι που είδαν την παράσταση γνώριζαν την Κατερίνα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο και, ταυτόχρονα, πολύ συγκινητικό.
«ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΙΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΙΤΕ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ‘ΕΠΩΝΥΜΟ’ –ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΑΥΤΟΣ Ο ΟΡΟΣ– ΕΙΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΘΕΜΑ, ΕΙΔΙΚΑ ΟΤΑΝ ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΗΣ ΖΟΥΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΣΤΟ ΤΕΞΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΗΣ ΝΑ ΤΗ ΔΟΥΝ, ΠΟΤΕ».
Το τρίτο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν αφήγηση, η οποία διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο. Περνάμε πολλές δεκαετίες και η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, αφού μιλά η ίδια η Κατερίνα. Είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που πρέπει να τα αναπαραστήσεις όλα αυτά.
Θεωρείτε ότι το κοινό μπορεί να βρει στην παράσταση κάποια στοιχεία από τη δική του οικογένεια ή, έστω, από ανθρώπους τής γειτονιάς του;
Πέρα από το βασικό θέμα, που είναι η αρρώστια, η παράσταση πραγματεύεται πολλά ζητήματα που συναντάμε δίπλα μας, όπως τα θέματα τού ρατσισμού απέναντι στο διαφορετικό, του κατά πόσον επικοινωνούμε τα προβλήματά μας ή τα κρύβουμε κάτω από το χαλί, της βίας και των δυσκολιών τής οικογένειας, του πόσο είμαστε σε θέση να αγαπάμε και να δινόμαστε στην αγάπη και να προσφέρουμε, της μητρικής στοργής και φροντίδας. Είναι πολλά τα ζητήματα για τα οποία μιλάει η «Κατερίνα» και αγγίζουν κάθε άνθρωπο.
Πώς φεύγει ο θεατής από την παράσταση;
Παρότι η παράσταση και το ίδιο το βιβλίο έχουν να κάνουν με ένα ζοφερό και δύσκολο θέμα, διαθέτουν έναν μαγικό συνδυασμό χιούμορ και τραγικότητας. Όταν πάει να βαρύνει πολύ το πράγμα, το χιούμορ, που διέκρινε και την Κατερίνα, έρχεται για να ελαφρύνει τα πράγματα. Από την άλλη, όπως η ίδια στη ζωή της έκανε μια διαδρομή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, έτσι και η παράσταση είναι σαν να ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Εγώ ελπίζω οι θεατές να βγαίνουν συγκινημένοι και λυτρωμένοι.