Μετά την εξαιρετική επιτυχία τής παράστασης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, η «Ρένα» του Αύγουστου Κορτώ ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, για να διηγηθεί την πολυτάραχη ζωή της. Η Υρώ Μανέ ανοίγει την ψυχή τής γηραιάς ιερόδουλης.
Η επιφανειακή απάντηση που θα έδινε κάποιος στο ερώτημα «τι είναι η Ρένα» θα ήταν «μια εκδιδόμενη γυναίκα». Τι είναι όμως για εσάς, που τη ζείτε και την υποδύεστε;
Αυτό είναι το πρώτο κομμάτι: επαγγελματίας ιερόδουλη. Η ουσία τής Ρένας, όμως, είναι άλλη: πρόκειται για ένα συναρπαστικό πλάσμα που βρίσκεται σε πολύ προχωρημένη ηλικία και, πλέον, έχει κλείσει το συγκεκριμένο επαγγελματικό κεφάλαιο. Μια γυναίκα που πέρασε διά πυρός και σιδήρου, με πάρα πολλές δυσκολίες στη ζωή της. Κι όμως: παρότι ξεκίνησε σε ένα τέτοιο σπίτι –και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία–, δεν έχει ποτιστεί με όλα αυτά που έχουμε στο μυαλό μας ως κλισέ, όταν αναφερόμαστε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ανθρώπων. Δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει ότι αυτή η γυναίκα κινήθηκε στο περιθώριο. Είναι άνθρωπος με βαθιά ευαισθησία, μεγάλη καλοσύνη, αθωότητα και απόλυτη αισιοδοξία για το μέλλον. Μια Ρένα που έχει ποτιστεί μόνο με τις μεγάλες ιδέες που αφορούν την ισότητα, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη. Όλα αυτά, δηλαδή, για τα οποία αγωνίζονται –ή θα έπρεπε να αγωνίζονται– όλοι, με στόχο ένα καλύτερο αύριο.
Κάθε ρόλος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Θεωρείτε τη «Ρένα» έναν δύσκολο ρόλο;
Διαβάζοντας, απλώς, το βιβλίο και βλέποντας ότι η γυναίκα που εξασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο είναι πλέον υπέργηρη, διαπιστώνεις ότι ο ρόλος έχει έναν κομβικό βαθμό δυσκολίας. Δεν μπορείς να προσεγγίσεις εύκολα έναν τέτοιον χαρακτήρα. Άλλωστε, εγώ δεν είχα και τέτοιου είδους προσλαμβάνουσες.
Βουτώντας όμως στην ψυχή, στο «κουκούλι» τού ρόλου, ανακάλυψα πράγματα δικά μου. Μόνον έτσι μπορείς να προσεγγίσεις έναν χαρακτήρα και έναν ρόλο και να του δώσεις ζωή. Αντλώντας από εσένα τον ίδιο, ψάχνοντας να βρεις αν έχετε κοινά πράγματα ή ακόμη και αποκλίσεις. Θέλει ψάξιμο σε βάθος. Έτσι έκανα κι εγώ με τη «Ρένα». Όταν, λοιπόν, βρήκα τα κοινά σημεία που έχουν να κάνουν με την αισιοδοξία ή την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, θέλησα να ερμηνεύσω τον ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν ήθελα να της προσδώσω σκληρά χαρακτηριστικά, παρότι πέρασε από αυτό το στάδιο. Προς το τέλος, όλη η στάση και όλη η φιλοσοφία τής ζωής της ήταν συνυφασμένη με δοτικότητα και διάθεση προσφοράς.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙ ΟΤΙ (Σ.Σ.: Η ΡΕΝΑ) ΚΙΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ, ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ».
Αναπόφευκτα, σε κάποια θεατρικά που βασίζονται σε βιβλία γίνεται από τον αναγνώστη-θεατή η σύγκριση αναφορικά με το ποια εκδοχή είναι η καλύτερη και αν έγινε σωστά η μεταφορά. Ποια ήταν η γνώμη τού ίδιου του συγγραφέα;
Ο Αύγουστος Κορτώ μού έδωσε το βιβλίο του, με εμπιστεύτηκε απόλυτα και είδε την παράσταση στην πρεμιέρα. Ενθουσιάστηκε, συγκινήθηκε, σχεδόν αναρωτήθηκε «αυτό το βιβλίο εγώ το έχω γράψει;». Δεν βρέθηκε κάποιος από το κοινό να μου πει ότι υστερούσε στη σύγκριση. Ήταν αυτό που φαντάζονταν όταν διάβαζαν το βιβλίο – ίσως μάλιστα η παράσταση να τους ταξίδευε πιο πέρα κι από τη φαντασία τους. Φυσικά, υπήρχε και ο κόσμος που δεν είχε διαβάσει το βιβλίο και η παράσταση τον παρότρυνε να το διαβάσει.