
Περιδιαβαίνοντας τα γραφικά σοκάκια της Πουλιάνας, μίας από τις πλέον παραδοσιακές γειτονιές της Νάουσας, το έμπειρο μάτι του περιηγητή εντοπίζει με σχετική ευκολία την περίτεχνη ταμπέλα με την επιγραφή «Κονάκι». Δύο χτυπήματα με το βαρύ, μπρούτζινο ρόπτρο είναι αρκετά, ώστε η ξύλινη πόρτα του παραδοσιακού κτίσματος να ανοίξει διάπλατα, αποκαλύπτοντας ένα σκηνικό βγαλμένο από τα σπλάχνα ενός εθίμου συνυφασμένου με την πόλη και τους ανθρώπους της.
Φουστανέλες, κοντέλες (άσπρα πουκάμισα με πολύ φαρδιά μανίκια), γιλέκα, πάλες (πλατύκυρτα σπαθιά που κρατούν οι Γενίτσαροι όταν χορεύουν), πρόσωποι (αυτοσχέδιες μάσκες με δύο βασικά χρώματα –λευκό και κόκκινο– και ένα χρυσό, στρογγυλό σύμβολο στο μέτωπο) και ό,τι άλλοι χρειάζεται ένας χορευτής του εθίμου «Γενίτσαροι και Μπούλες» για μιαν αψεγάδιαστη παρουσία στο «μπουλούκι» είναι όλα εκεί· στο Εργαστήρι Παραδοσιακών Φορεσιών και Συνέχισης της Ναουσαίικης Παράδοσης του Αλέξη Καρύδα.
Άλλωστε, η επιτέλεση του εθίμου απαιτεί προσήλωση όχι μόνο στο τελετουργικό, αλλά και στη λεπτομέρεια της ένδυσης. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Αλέξης Καρύδας που, καθώς μας ξεναγεί στον χώρο, σπεύδει να γεμίσει ένα μικρό κενό στο κατάφορτο με ασημένια νομίσματα (δραχμές του 1926) γιλέκο μιας στολής. «Αυτό το γιλέκο ‘φοράει’ περίπου 600 κομμάτια. Υπάρχει και το δίφραγκο του 1926, που είναι λίγο μεγαλύτερο και έτσι ένα αντρικό γιλέκο χρειάζεται 400-450 κομμάτια» εξηγεί ο πολύπειρος τεχνίτης. Ταυτόχρονα, σηκώνει τη φουστανέλα, για να μας δείξει την πληθώρα από λαγκιόλια (περίπου 400), τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος που ράβονται το ένα πάνω από το άλλο και περνιούνται με σούρα πάνω στη μέση του χορευτή.
Μπορεί το κατάφορτο με ασημικά γιλέκο, οι πλούσιες πτυχές της φουστανέλας, οι μάλλινες μπέφτσες (άσπρες κάλτσες από τον μηρό ώς τον αστράγαλο) και οι βουδέτες (μαύρες, υφασμάτινες ταινίες που συγκρατούν τις κάλτσες), τα τσαρούχια, η περίτεχνη πάλα και τα υπόλοιπα μέρη της στολής να εντυπωσιάζουν, αλλά είναι ο πρόσωπος που κάνει τη διαφορά. «Ως χορευτή –έκλεισα 22 χρόνια στο έθιμο πριν αποσυρθώ– με τράβηξε πολύ το μεράκι της κατασκευής. Ήθελα να μάθω πρωτίστως να φτιάχνω τον πρόσωπο, αφού αυτός είναι η κορυφή της πυραμίδας στην ενδυμασία. Και μετά, βέβαια, τα υπόλοιπα μέρη της στολής» εξηγεί ο κ. Καρύδας.
Ήταν μόλις οκτώ ετών, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στο μπουλούκι, παρακινούμενος όχι από κάποια γονική παραίνεση, αλλά από το τελετουργικό του εθίμου, που στα παιδικά του μάτια φάνταζε ως κάτι μοναδικό. Λίγα χρόνια αργότερα, στα 17 του, αποφάσισε να μετεξελίξει την αγάπη του για το έθιμο σε επαγγελματική ενασχόληση, ξεκινώντας, ως αυτοδίδακτος τεχνίτης, από ένα δωματιάκι που σιγά σιγά μεγάλωνε, ώσπου να πάρει τη μορφή του σημερινού, οργανωμένου εργαστηρίου.





«Νιώθεις δέος με τη στολή»
Μέχρι τα 30 του χρόνια χόρευε ο Αλέξης Καρύδας, συμμετέχοντας ενεργά στην επιτέλεση του εθίμου. Αναπολώντας τις ημέρες εκείνες, θυμάται το δέος που αισθανόταν κάθε φορά που έβαζε τη στολή, αλλά και την ελευθερία που διαπερνούσε κάθε κύτταρο του σώματός του, καθώς χόρευε με τον «πρόσωπο» –τη χαρακτηριστική προσωπίδα με τα πολύ μικρά ανοίγματα στα μάτια και το στόμα– και το ταράμπουλο δεμένο περίτεχνα στο κεφάλι του.
«Δέος. Αυτό αισθάνεται κάποιος που ντύνεται. Είναι κάτι φοβερό» μας λέει, εξηγώντας ότι η διαδρομή ενός χορευτή χωρίζεται στα στάδια πριν και μετά τον πρόσωπο: «Από τον πρόσωπο και μετά, όλα αλλάζουν. Γίνεται πολύ πιο δύσκολο, αλλά, ταυτόχρονα, πολύ καλύτερο. Ο πρόσωπος απελευθερώνει τον χορευτή, του επιτρέπει να βγάλει όλο του το συναίσθημα. Βέβαια, είσαι και λίγο μόνος εκεί μέσα κι ας χορεύεις μαζί με άλλα 100-150 άτομα. Υπάρχει όμως ελευθερία. Μια πρωτόγνωρη ελευθερία και ένα βίωμα μοναδικό», εξομολογείται με διάθεση νοσταλγίας ο άλλοτε δεινός χορευτής του εθίμου.
Τρία χρόνια χρειάστηκε για να αποφασίσει να βγάλει διά παντός τον πρόσωπο και να καταθέσει την πάλα του, δίνοντας τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά: «Κάθε φορά έλεγα ‘Φέτος είναι η τελευταία μου φορά’» λέει, με τη φωνή του να διακατέχεται από μια ιδιότυπη αίσθηση χαρμολύπης.






Εθιμο αιώνων μόνο για άντρες
Το έθιμο μετρά αιώνες ζωής και, παρά τις κατά καιρούς διαφορετικές ερμηνείες του, είναι βαθιά ριζωμένο στη ναουσαίικη κοινωνία. Στις ομάδες των τελεστών(μπουλούκια) συμμετέχουν μόνον άντρες και μικρά αγόρια (χωρίς τον πρόσωπο), ενώ ακόμη και τον ρόλο της Μπούλας (ή νύφης) υποδύεται ένας νέος.
Από τις κορυφαίες και πιο συγκινητικές στιγμές του εθίμου είναι, όπως λέει ο κ. Καρύδας, όταν το μπουλούκι περνάει από το σπίτι κάθε τελεστή και τον παίρνει για να συνεχίσουν μαζί τη χορευτική πομπή, με τον ζουρνά να παίζει για το μάζεμα. Ο Γενίτσαρος βγαίνει στο μπαλκόνι του σπιτιού του, σηκώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και τινάζεται δύο-τρεις φορές με τα χέρια ανοιχτά και υπερυψωμένα και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να επαναλαμβάνουν την κίνηση ως αντίδωρο στον δικό του χαιρετισμό. Στη συνέχεια, ο Γενίτσαρος βγαίνει στην εξώπορτα, κάνει τον σταυρό του και, αναπηδώντας στα δύο του πόδια, αποχαιρετά τους δικούς του ανθρώπους, πριν χαθεί μέσα στο μπουλούκι που συνεχίζει την πορεία του στα σοκάκια της πόλης, με τους χορευτές να κάνουν καθένας τη δική του κατάθεση ψυχής.
Εξίσου συναισθηματικά φορτισμένη είναι η στιγμή που, στο κλείσιμο του εθίμου, οι χορευτές, απαλλαγμένοι πλέον από τον πρόσωπο, χτυπούν τις πάλες κάτω στη γη και αναφωνούν «Ό,τι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει» ως ένα άλλο είδος συγχώρεσης για τυχόν μικροπαρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους τις ημέρες του εθίμου. Ένα έθιμο που θα αναβιώσει και φέτος στη Νάουσα, φιλοδοξώντας να κάνει κοινωνούς του ανθρώπους από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Ώς τότε, το εργαστήρι του Αλέξη Καρύδα θα συνεχίσει να δουλεύει ολημερίς, για να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις των χορευτών, οι οποίοι είναι και οι πρωταγωνιστές ενός εθίμου που μετράει αιώνες ζωής και έχει γερά θεμέλια στην παράδοση. Τα θεμέλια αυτά είναι, άλλωστε, εκείνα που επιτρέπουν σε αυτό το δρώμενο της πειθαρχίας και του αυστηρού τελετουργικού να συνυπάρχει αρμονικά με την περιρρέουσα καρναβαλική ατμόσφαιρα χωρίς να αλλοιώνεται ο μοναδικός χαρακτήρας του.