Δύο μόλις ημέρες πριν από το ανέβασμα της παράστασης «Κατά φαντασίαν ασθενής» τη Δευτέρα 2 και την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου, στο Θέατρο Δάσους, η Μυρτώ Αλικάκη μιλά στη «Citymag Thessaloniki» για το αριστουργηματικό έργο τού Μολιέρου, τον Πέτρο Φιλιππίδη και την αγάπη της για την κωμωδία.
Τι είναι αυτό που καθιστά τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» τόσο αγαπητό στο κοινό, 350 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα;
Ο Μολιέρος έχει πιάσει την ουσία των πραγμάτων. Γι’ αυτό και υπάρχουν τουλάχιστον τρία έργα του, που παίζονται διαρκώς: ο «Ταρτούφος», ο «Αρχοντοχωριάτης» και ο «Κατά φαντασίαν ασθενής».
Παρότι βρίσκεται στο τέλος μιας ολόκληρης περιόδου, της Commedia dell’Arte, όπου το θέατρο είχε να κάνει με τύπους, ο Μολιέρος αρχίζει να δίνει στους χαρακτήρες του κάποια ψυχολογικά στοιχεία – χωρίς, βέβαια, να μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη για «ψυχολογικό θέατρο». Οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες είναι αιχμάλωτοι ενός πάθους ή ενός τεράστιου φόβου. Αυτό είναι οικείο σε όλους μας – όλοι έχουμε γύρω μας τέτοιους ανθρώπους, ενδεχομένως είμαστε κι εμείς οι ίδιοι τέτοιοι άνθρωποι.
Ο συγγραφέας επεξεργάζεται το πώς ένα άτομο που υποφέρει από ένα μεγάλο πάθος ή από μια τεράστια φοβία μπορεί να άγεται και να φέρεται –συνήθως με πολύ κωμικό τρόπο– από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω του, να είναι έρμαιό τους. Αυτά είναι, νομίζω, τα στοιχεία που κάνουν τα έργα του τόσο αγαπητά. Ο θεατής ταυτίζεται μ’ αυτά.
Η μετάφραση παραμένει πιστή στο αυθεντικό κείμενο ή έχει πειραχτεί, για να είναι πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα;
Έχουν φύγει ορισμένα πράγματα, ενώ κάποια άλλα έχουν επικαιροποιηθεί. Επειδή, ωστόσο, πρόκειται για κωμωδία, επιβάλλεται να υπάρχουν στοιχεία αλληλεπίδρασης με το κοινό. Ο Πέτρος Φιλιππίδης, που φημίζεται για τη δυνατότητα αυτοσχεδιασμού και επικοινωνίας με τους θεατές, μπορεί πολλές φορές να αδράξει την ευκαιρία από κάτι που συμβαίνει, για να κάνει έναν μικρό αυτοσχεδιασμό.
«ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΠΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΕΤΑΙ, ΟΛΟΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΟΥΝ ΚΑΠΩΣ».
Τι σας ιντριγκάρει στον ρόλο σας;
Είναι ρόλος φύσει ιντριγκαδόρικος. Υποδύομαι μια «κακιά» γυναίκα, που κάνει τα γλυκά μάτια στον άνδρα της και, πίσω από την πλάτη του, προσπαθεί να του φάει την περιουσία. Η πρόκληση ήταν ότι μιλάμε για Μολιέρο, συνεπώς για έναν υποκριτικό κώδικα λίγο πιο γκροτέσκο, πιο ακραίο. Ότι μιλάμε για μια «καθαρή» κωμωδία, ένα είδος που αγαπώ πολύ, με το οποίο δεν είχα συχνά την ευκαιρία να αναμετρηθώ.
Άφησα για το τέλος τη συνεργασία μου με κάποιους ανθρώπους. Η συνεργασία με τον Πέτρο Φιλιππίδη είναι σχολείο. Αλλά και όλος ο θίασος είναι άνθρωποι ένας κι ένας. Αγαπάμε αυτό που κάνουμε – κι αυτός είναι ο λόγος που η παράσταση έχει πάει τόσο καλά.
Έχω την άποψη ότι τις καλοκαιρινές περιοδείες τις παρακολουθεί ένα ευρύτερο κοινό και όχι αυτό που θα αποκαλούσαμε «αμιγώς θεατρικό»… Θεωρείτε ότι η κωμωδία είναι το καταλληλότερο είδος για να του μιλήσεις;
Η αλήθεια είναι ότι η κωμωδία έχει τον τρόπο της να χτυπά κατευθείαν στη φλέβα. Είναι πιο προσιτή. Νομίζω όμως ότι στο καλοκαιρινό κλίμα, όταν κάποιος έχει πάει το πρωί για το μπάνιο του, όταν κάνει διακοπές, δεν μπορείς να τον βαρύνεις πολύ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παραστάσεις αρχαίου δράματος που κάνουν περιοδεία ανά την Ελλάδα είναι λιγότερες. Όντως, η κωμωδία είναι πιο προσιτή στο ευρύ κοινό.
Την περίοδο της κρίσης, τα θέατρα δεν έμειναν ανεπηρέαστα σε ό,τι αφορά την προσέλευση του κοινού. Έχετε την αίσθηση ότι το κλίμα έχει αρχίσει να αντιστρέφεται;
Δεν το αισθάνθηκα τόσο πολύ αυτό που λέτε… Είναι αλήθεια ότι τα θέατρα βοήθησαν πάρα πολύ κόσμο να συνεχίσει να τα επισκέπτεται με «κόλπα» τού τύπου «δύο άτομα με ένα εισιτήριο», επειδή, πράγματι, πολύς κόσμος δεν μπορούσε να δώσει αυτά τα χρήματα. Οι παραστάσεις πάντως στην Αθήνα ήταν αδιανόητα πολλές όλα αυτά τα χρόνια, ήξερες ότι πολύ λίγες από αυτές θα γίνουν εμπορικές επιτυχίες. Σίγουρα πάντως εδώ και κανέναν χρόνο –δεν ξέρω αν πρόκειται για ανάκαμψη– υπάρχει η αίσθηση ότι δεν πάμε πια παρακάτω. Κι επειδή ο άνθρωπος συνηθίζει και προσαρμόζεται, έχει αναπτυχθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και όλοι αρχίζουν να επενδύουν κάπως.
Ποιο είναι το επόμενο επαγγελματικό σας βήμα;
Θα βρίσκομαι και τον χειμώνα με τον Πέτρο Φιλιππίδη, στο θέατρο «Μουσούρη», όπου θα ανεβάσουμε τους «Ψύλλους στ’ αυτιά» τού Ζορζ Φεντό.