Οι «Στυλοβάτες της κοινωνίας» παρουσιάστηκαν μόλις δύο φορές στην Αθήνα, το 1902 και το 2016. Το ΚΘΒΕ παρουσιάζει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το άγνωστο έργο τού μεγάλου νορβηγού δραματουργού, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου.
Παρότι ο Ίψεν είναι ένας από τους πλέον αγαπημένους συγγραφείς και έργα του, όπως το «Σπίτι τής κούκλας», οι «Βρικόλακες» και ο «Πέερ Γκυντ» (που είδαμε και πριν από μερικά χρόνια στο Κρατικό), ανεβαίνουν συχνά στο θεατρικό σανίδι, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους «Στυλοβάτες τής κοινωνίας». Γιατί είναι τόσο «αδικημένοι» σε σχέση με άλλα έργα τού συγγραφέα;
Οι «Στυλοβάτες τής κοινωνίας» γράφτηκαν το 1877 και σηματοδοτούν τη στροφή τού συγγραφέα σε έργα ρεαλισμού και κοινωνικής κριτικής. Αυτά που ακολούθησαν αμέσως μετά αποτελούν αριστουργήματα του είδους: «Το σπίτι τής κούκλας», «Βρικόλακες», «Ένας εχθρός τού λαού», «Η αγριόπαπια», «Έντα Γκάμπλερ»… Αυτά είναι που καθιέρωσαν τον Ίψεν διεθνώς, αφήνοντας στη σκιά το προδρομικό έργο, που έθεσε τις βάσεις για τα επόμενα. Ωστόσο, με όλες τις αδυναμίες τής πρώτης δοκιμής, οι «Στυλοβάτες» είναι ένα έργο με πολλές θεατρικές αρετές και νεανική κοινωνική τόλμη, η οποία καθρεφτίζεται (και) στον προφανή σαρκασμό τού τίτλου του.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον όρο «ελεύθερη διασκευή»; Πώς διαφοροποιείται η παράσταση σε σχέση με το αυθεντικό κείμενο;
Ο Γιάννης Μόσχος, πιστεύοντας ότι το έργο μπορεί να συνομιλήσει με την εποχή μας, προσπάθησε με διάφορες παρεμβάσεις, που δεν αλλοιώνουν την ουσία του, να το φέρει πιο κοντά στο σήμερα. Η σημαντικότερη αλλαγή, που δικαιολογεί και το επίθετο «ελεύθερη», είναι η καίρια ανατροπή τού φινάλε. Ο Ίψεν τελειώνει το έργο υπερβολικά αισιόδοξα: όλα διορθώνονται, οι ένοχοι μετανιώνουν, οι σχέσεις αποκαθίστανται, όλα πια βαίνουν καλώς. Στη δική μας παράσταση το τέλος μένει ανοιχτό και οι ήρωες μένουν μετέωροι και αμήχανοι μπροστά στο μέλλον που δημιούργησαν: δηλαδή, το φινάλε γίνεται τόσο ανοιχτό και το μέλλον τόσο αβέβαιο όσο θα τα βρούμε στο αμέσως επόμενο έργο τού συγγραφέα, μόλις δύο χρόνια αργότερα, το «Σπίτι τής κούκλας».
«ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ Η ΚΡΙΣΗ ΥΠΑΓΟΡΕΥΣΕ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΛΙΓΟΠΡΟΣΩΠΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ, ΥΠΟΤΥΠΩΔΗ ΣΚΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΥΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΣΧΕΔΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΘΕΑΤΡΑ. ΑΣ ΧΑΡΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΘΕΑΤΕΣ, ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ».
Το έργο γράφτηκε το 1877. Εντοπίζετε ομοιότητες ανάμεσα στην κοινωνία που παρουσιάζει ο Ίψεν στο έργο του και τη σημερινή; Τι άλλαξε μετά από περίπου 140 χρόνια;
Μα, γι’ αυτό ο Ίψεν είναι σπουδαίος συγγραφέας και πάντα ζωντανός στη σύγχρονη σκηνή: επειδή τα προβλήματα που τον απασχολούν και ο τρόπος που τα θέτει έχουν διαχρονική αξία. Στους «Στυλοβάτες», ας πούμε, είναι η κοινωνική υποκρισία, ο συντηρητισμός, η σεμνοτυφία, η θρησκοληψία, οι γάμοι συμφέροντος, η συναλλαγή κατά την άσκηση της εξουσίας κοκ. Τι απ’ όλα αυτά μας φαίνεται μακρινό, τι έχει λυθεί, τι απ’ αυτά έχουμε ξεπεράσει 140 χρόνια μετά;
Τι σας ιντριγκάρει στον χαρακτήρα που υποδύεστε; Ποιες ήταν οι δυσκολίες που είχατε να αντιμετωπίσετε;
Η Μπέτι Μπέρνικ είναι μια γυναίκα που ζει στη σκιά τού μεγαλόσχημου άντρα της. Ρόλος της είναι να συμβάλλει, με γυναικεία καθήκοντα (φιλανθρωπικά σουαρέ, κοινωνικές εκδηλώσεις κτλ.), στην προβολή και την καταξίωσή του. Το ενδιαφέρον, αλλά και η δυσκολία για εμένα είναι ότι ώς τώρα έχω παίξει κυρίως ρόλους δυναμικών γυναικών – από την Έντα Γκάμπλερ ώς τη Φόνισσα και τη Σωτηρία Μπέλλου. Από την άλλη, με συγκινεί και με ιντριγκάρει το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια μαριονέτα: η Μπέτι αγαπά βαθιά και θαυμάζει τον άντρα της, τον πιστεύει, αρνείται πεισματικά να δει την πραγματικότητα. Είναι η μόνη που δεν θα θελήσει, ώς το τέλος, να δει την αλήθεια. Το ιψενικό «ζωτικόν ψεύδος» σε όλο του το μεγαλείο.
Η διανομή τού έργου είναι εξαιρετικά πολυπρόσωπη. Τι σημαίνει για έναν ηθοποιό να παίζει σε μια τόσο μεγάλη παραγωγή;
Είναι αλήθεια ότι η κρίση υπαγόρευσε τα τελευταία χρόνια ολιγοπρόσωπες παραγωγές, υποτυπώδη σκηνικά και μικρούς θεατρικούς χώρους, αφήνοντας τις μεγάλες παραγωγές σχεδόν αποκλειστικά στα κρατικά θέατρα. Ας χαρούμε λοιπόν, ηθοποιοί και θεατές, μια μεγάλη παραγωγή πάνω σε έναν μεγάλο συγγραφέα.
Ο Χένρικ Ίψεν θεωρείται από πολλούς ως «δύσκολος» συγγραφέας, με δεύτερα και τρίτα νοήματα να κρύβονται πίσω από το προφανές. Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του έργου;
Κανένας μεγάλος συγγραφέας δεν είναι «δύσκολος». Γι’ αυτό ακριβώς είναι μεγάλος. Όσο για το βαθύτερο νόημα, θα απαντήσω με τη φράση με την οποία κλείνει το έργο ο Ίψεν: «Η αλήθεια και η ελευθερία είναι οι στυλοβάτες της κοινωνίας».