Σοβαρά προβλήματα, που θέτουν ζήτημα στατικότητας του μνημείου, έφερε στο φως η πρόσφατη κακοκαιρία «Μήδεια», στη διάρκεια της οποίας κατέρρευσε η σκαλωσιά που υποστύλωνε τόξο τής μεσαίας τοξοστοιχίας τού ρωμαϊκού υδραγωγείου στη Μόρια της Λέσβου, το οποίο αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα χαλάρωσης.
Την περίοδο 2001-2004 στερεώθηκαν ετοιμόρροπα τμήματα τόξων και των αντίστοιχων πεσσών (από τα συνολικά 17 τοξωτά ανοίγματα του μνημείου), τα οποία παρουσίαζαν παραμορφώσεις, ενώ έγινε και μερική ανακατασκευή τους. Από το 2004-2005, όταν τελείωσαν τα χρήματα του πρώτου μέρους των εργασιών στερέωσης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του ρωμαϊκού υδραγωγείου, το μνημείο εγκαταλείφθηκε, ενώ το τόξο το οποίο παρουσίαζε πρόβλημα χαλάρωσης υποστυλώθηκε. Έκτοτε, η συνέχιση του έργου δεν εντάχθηκε σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα από την αρμόδια διεύθυνση Αναστύλωσης Αρχαιολογικών Μνημείων τού υπουργείου Πολιτισμού.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, η σιδερένια σκαλωσιά τής υποστύλωσης κατέρρευσε στη διάρκεια της πρόσφατης κακοκαιρίας, αποκαλύπτοντας σοβαρά προβλήματα. Στο τόξο που υποστυλωνόταν το «κλειδί» (ο σφηνόλιθος) έχει γλιστρήσει, με προοπτική άμεσης κατάρρευσης. Κάτι τέτοιο δημιουργεί κίνδυνο να καταρρεύσει μεγάλο μέρος τού μνημείου, αφού η τοξοστοιχία στηρίζει το σύνολό του.
Το υδραγωγείο της Μόριας αποτελούταν από τρεις τοξοστοιχίες. Η άνω τοξοστοιχία, η οποία περιελάμβανε τον αγωγό, έχει 17 τόξα. Με την καταστροφή τού αγωγού κατέπεσαν τα περισσότερα τούβλινα τόξα της, στα δε εναπομείναντα, μετά από διάβρωση και αποσάθρωση των κονιαμάτων και των δόμων, επήλθε χαλάρωση της δομής τους. Ορισμένα λίθινα τόξα τής μεσαίας τοξοστοιχίας κατέπεσαν, ενώ τα εναπομείναντα παρουσιάζουν χαλάρωση της δομής τους.
Η δημοσιευμένη μελέτη τού ατέλειωτου έργου προβλέπει την αύξηση των μηχανικών χαρακτηριστικών των λιθοσωμάτων των πεσσών, συντήρηση και ανακατασκευή των τόξων των οποίων τα «κλειδιά» έχουν ολισθήσει και, τέλος, συμπλήρωση των λίθινων τόξων τής μεσαίας τοξοστοιχίας που έχουν καταπέσει.
Η ιστορία τού μνημείου
Στη ρωμαϊκή εποχή, η πόλη τής Μυτιλήνης συγκαταλεγόταν από τους αρχαίους συγγραφείς μεταξύ των ωραιότερων πόλεων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μαζί με τη Ρόδο και την Έφεσο. Την κάλυψη των αυξημένων υδρευτικών αναγκών τής πόλης εξυπηρέτησε το ρωμαϊκό υδραγωγείο, ένα μεγάλο τεχνικό έργο που μετέφερε το νερό των πηγών τού ορεινού όγκου τού Ολύμπου στην ανατολική πλευρά τού νησιού, όπου ήταν χτισμένη η πόλη τής Μυτιλήνης.
Για τη στήριξη του κεντρικού υδαταγωγού και την εξασφάλιση της κατάλληλης κλίσης, ο αρχιτέκτων τού υδραγωγείου τής Μυτιλήνης κατασκεύασε μονότοξες υδατογέφυρες στις θέσεις Ανεραΐδα, Κούστερη και Πασπαλά, δίτοξες στις θέσεις Καμαρούδια και Κουτσούκ Λούτσα, τετράτοξες στη θέση Πασπαλά (και πιθανόν στα Βρυσούδα και στα Θυρίδια) και μία πολύτοξη στη Μόρια.
Η υδατογέφυρα στη Μόρια έχει μήκος 170 μ. (στο ύψος τού υδαταγωγού) και μέγιστο σωζόμενο ύψος 24,46 μ. στο κέντρο τής κοιλάδας. Αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα τού ρωμαϊκού υδραγωγείου και ίσως το κορυφαίο μνημείο τής λεσβιακής υπαίθρου. Αποτελείται από 17 τοξωτά ανοίγματα και τρεις επάλληλες σειρές τόξων στο κεντρικό τμήμα, τα οποία δημιουργούνται με τη βοήθεια 16 πεσσών. Από τους αρχικούς πεσσούς διατηρούνται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση οι κεντρικοί, ενώ από τους ακραίους σώζονται μόνον οι κατώτερες στρώσεις τους. Η υδατογέφυρα της Μόριας κατατάσσεται αναμφισβήτητα στις ομορφότερες υδατογέφυρες του αρχαίου κόσμου λόγω τού ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού της, που τη μετέτρεψε από χρηστικό, τεχνικό έργο μεγάλης κλίμακας σε ένα έργο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κοντή, «ολόκληρη η κατασκευή έμοιαζε με ενιαία πρόσοψη κτιρίου, με τρεις επάλληλες στοές».
Το τέρμα τής διαδρομής τού υδαταγωγού πιστεύεται ότι βρισκόταν εντός των τειχών τής πόλης, κάτω από τον «τεκέ» τού αρχαίου θεάτρου, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον ακριβή υπολογισμό τής θέσης τής δεξαμενής συγκέντρωσης και διανομής τού νερού προς τα λουτρά, τις δεξαμενές, τις κρήνες και τις πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες.
Για τον αρχιτέκτονα και την κατασκευή τού υδραγωγείου δεν έχουμε στη διάθεσή μας κάποια άμεση μαρτυρία από τις αρχαίες πηγές. Από τα υδραγωγεία τού αρχαίου κόσμου, το πιο κοντινό κατασκευαστικά προς το υδραγωγείο τής Μυτιλήνης (με ομοιότητες στη διάρθρωση των πεσσών και των τόξων) είναι το υδραγωγείο τής αρχαίας πόλης τής Σίδης και της Αντιόχειας Πισιδίας. Λαμβάνοντας υπόψη τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες και το ιστορικό πλαίσιο, η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το υδραγωγείο τής Μυτιλήνης θα πρέπει να χρονολογηθεί τουλάχιστον στο δεύτερο μισό τού 2ου μετά Χριστόν αιώνα. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ.