Μια σουρεαλιστική μυθοπλασία, όπου ο ίδιος ο διάβολος, τιμωρός και κουρασμένος, κάνει την εμφάνισή του με τη συνοδεία του, για να γιατρέψει την έλλειψη πίστης, να ισορροπήσει εκ νέου το λογικό με το παράλογο, το εφικτό με το αδύνατο και, εν τέλει, να περιγελάσει την εμπιστοσύνη τού ανθρώπινου είδους σε αυτό που αυθαίρετα νομοθετεί ως πραγματικότητα.
ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΤΩΝ, ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΟΣΟ ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ ΚΑΙ, ΤΕΛΙΚΑ, ΤΟΝ ΑΠΟΘΕΩΣΕ ΕΚ ΝΕΟΥ.
Μια οικοδομική σκαλωσιά, με ανθρώπους γαντζωμένους στον όγκο της, αποδομείται. Μια παράσταση αφιερωμένη στο κίνημα των κονστρουκτιβιστών, που αρνήθηκε τόσο πεισματικά τον ρομαντισμό και, τελικά, τον αποθέωσε εκ νέου. Όπως δηλώνουν στο μανιφέστο τους, «μέσα στον ανεμοστρόβιλο των εργάσιμων ημερών μας, πέρα από τις στάχτες και τα ερείπια του παρελθόντος και τα κάγκελα του μέλλοντος, μπροστά σας, διακηρύσσουμε ότι η πιο μεγάλη ομορφιά είναι η πραγματική ύπαρξη. Η ζωή δεν γνωρίζει ούτε καλό ούτε κακό, ούτε τη δικαιοσύνη ως μέτρο ηθικότητας. Η ανάγκη είναι η μεγαλύτερη και η πιο σωστή από όλες τις ηθικότητες. Η ζωή δεν γνωρίζει ορθολογιστικές αφηρημένες αλήθειες ως μέτρο γνώσης: το γεγονός είναι η μεγαλύτερη και η πιο σίγουρη από όλες τις αλήθειες. Χώρος και χρόνος ξαναγεννήθηκαν σήμερα για εμάς» (Μόσχα, τρία χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση).