Η παράσταση «Acoustic» παρουσιάστηκε στην Ισπανία, όπου μάγεψε το κοινό τής Μάλαγας, της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης. Πλέον, έρχεται, για να συναντηθεί με το κοινό τής Θεσσαλονίκης.
Παρότι έχει περάσει αρκετός καιρός από την ημέρα που επιτράπηκαν και πάλι οι συναυλίες, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς αισθάνεστε που ανεβαίνετε και πάλι στη σκηνή… Πώς περάσατε την περίοδο της αναγκαστικής σιγής;
Την πρώτη καραντίνα την είδα ως μιαν ευκαιρία ξεκούρασης και αποσυμπίεσης. Διάβασα πολύ, είδα ταινίες, έμεινα αρκετά μ’ εμένα. Οι επαφές δεν υπήρχαν και αυτό ήταν λίγο δύσκολο, είναι αλήθεια… Ήταν όμως πρωτόγνωρο και είχε και μια γοητευτική πλευρά ως κατάσταση. Στη δεύτερη καραντίνα, πάντως, ζορίστηκα. Με την παύση στην πόλη, με την αναγκαστική παύση στη δουλειά – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εκεί άρχισα να αγχώνομαι, να δυσφορώ. Αλλά ας μην τα θυμόμαστε τώρα αυτά…
Να πάμε στο πρώτο σκέλος τής ερώτησης… Κάθε συνάντηση με το κοινό έχει από τη μία μια γλυκιά προσμονή κι από την άλλη μιαν αγωνία. Ίσως το έχω ξαναπεί, έχω όμως την αίσθηση ότι κάθε φορά δίνω εξετάσεις. Ήταν έντονο, όμορφο και σχεδόν λυτρωτικό, θα έλεγα, το συναίσθημα, όταν παίξαμε για πρώτη φορά το καλοκαίρι τού 2020, μετά την πρώτη φάση τής καραντίνας, και είχαμε μεγάλη χαρά. Το ίδιο συνέβη και το 2021.
Τώρα νιώθω ότι έρχομαι σε μια συνέχεια των συναυλιών που κάναμε στο εξωτερικό και είναι διαφορετικό το συναίσθημα. Έχω χαρά που θα κάνουμε αυτή τη συναυλία – και ειδικά σ’ αυτόν τον πανέμορφο και πρόσφατα ανακαινισμένο χώρο, το «Ράδιο Σίτυ».
Από την ονομασία τής συναυλίας σας, «Acoustic», καταλαβαίνει κάποιος ότι χρησιμοποιούνται μόνο φυσικά όργανα και όχι οι ηλεκτρονικές εκδοχές τους. Ποια ανάγκη σάς έκανε να στραφείτε προς αυτόν τον περισσότερο «ζεστό» ήχο;
Είναι κάτι που το συζητούσαμε ως ιδέα με τους στενούς μου συνεργάτες, αλλά δεν παίρναμε απόφαση να το βάλουμε μπροστά. Ώσπου ήρθε η πρόταση από τον διευθυντή τού ραδιοφώνου «Δίεση 101,3» στην Αθήνα να κάνουμε το #diesiinconcert, ένα πρότζεκτ που περιελάμβανε περφόρμανς σε πολύ μινιμαλιστικές συνθήκες, μέσα στο μικρό στούντιο του σταθμού. Εκεί πρωτοδοκιμάσαμε αυτόν τον ήχο, τον αγαπήσαμε πολύ, τον πιστέψαμε ακόμη πιο πολύ και αποφασίσαμε να τον εμπλουτίσουμε ρεπερτοριακά και να φτιάξουμε μιαν ολοκληρωμένη παράσταση, που έχει μια μυσταγωγία και μιαν ησυχία από τη μία και από την άλλη έναν διαφορετικό δυναμισμό.
Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα που θα ακούσουμε στην παράσταση του «Radio City»;
Είναι ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει στιγμές απ’ όλη μου την πορεία, από τα χρόνια τής Οπισθοδρομικής Κομπανίας ώς τα τραγούδια τού τελευταίου μου άλμπουμ με τίτλο «Τα μεγάλα ταξίδια», σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και στίχους τής Λήδας Ρουμάνη. Αλλά, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτός ο ήχος, έχουμε την ευκαιρία να παίξουμε και τραγούδια που δεν τα λέμε συχνά. Είναι πάντως μια πολύ αρμονική παράσταση, που έχει αγαπηθεί πολύ όχι μόνον από εμάς, αλλά και από το κοινό, όπου κι αν έχει παρουσιαστεί – και αυτό μας κάνει πολύ χαρούμενους.
«ΑΠΟ ΤΟ 1998 ΤΑΞΙΔΕΥΩ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΕΚΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΧΩ ΕΥΤΥΧΗΣΕΙ ΝΑ ΖΗΣΩ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ. ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΥΗΜΕΝΟ ΣΤΟ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΠΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΤΑΙ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΥΕΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΘΕ ΚΟΜΜΑΤΙΟΥ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΕΙ – ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΠΑΘΟΣ. Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΜΙΑΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ (ΙΣΩΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΑ ‘ΣΠΑΣΕΙ’ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ), ΑΛΛΑ ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑ LIVE».
Πραγματοποιήσατε τη συγκεκριμένη συναυλία σε διάφορες πόλεις τής Ισπανίας. Παρότι η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ελληνικούς στίχους των τραγουδιών. Πιστεύετε ότι μπορούν να σταθούν εμπόδιο; Πώς βίωσε το κοινό αυτήν την ιδιαίτερη εμπειρία;
Από το 1998 ταξιδεύω συστηματικά εκτός Ελλάδας για συναυλίες και έχω ευτυχήσει να ζήσω πολύ συγκινητικές στιγμές. Το κοινό στο εξωτερικό που έρχεται να παρακολουθήσει μια συναυλία είναι μυημένο στο να νιώσει το συναίσθημα που επικοινωνείται μέσω της μουσικής. Είναι κοινό που ακούει προσεκτικά και στο τέλος κάθε κομματιού χειροκροτεί – τις περισσότερες φορές με πάθος. Η γλώσσα μπορεί να είναι εμπόδιο στην εξέλιξη μιας καριέρας (ίσως ως προς το να «σπάσει» τα σύνορα), αλλά σίγουρα δεν είναι εμπόδιο στην ανταλλαγή ενέργειας σε ένα live.
Ποια είναι η άποψή σας για τα μουσικά ριάλιτι-παιχνίδια; Πιστεύετε ότι υπηρετούν τη μουσική ή υπάρχουν απλώς, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, για την τηλεθέαση και για να έχουν υλικό τα πρωινάδικα; Μπορούν να ανακαλυφθούν νέα ταλέντα;
Σίγουρα υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι που περνούν από τα ριάλιτι, αλλά το στήσιμο μιας καριέρας θέλει πολλή δουλειά, συνέπεια, αφοσίωση, θυσίες, χάραξη πορείας ως προς το τι θέλεις να κάνεις και πώς να πορευτείς και, βέβαια, χτίσιμο ρεπερτορίου. Νομίζω στο «μετά» είναι όλο το θέμα, με τον τρόπο που περιέγραψα.
Πόσο άλλαξε η μουσική βιομηχανία από την εποχή τής Οπισθοδρομικής Κομπανίας μέχρι σήμερα; Συμφωνείτε με την άποψη ότι οι ψηφιακές μουσικές υπηρεσίες «σκότωσαν» τη γλυκιά αίσθηση που είχαμε οι παλαιότεροι, όταν κρατούσαμε έναν δίσκο βινυλίου στα χέρια;
Έχει αλλάξει πάρα πολύ, σε βαθμό που θα έλεγα «καμία σχέση». Η μουσική διακινείται άυλα πια – έχει την ευκολία του αυτό, βέβαια, αλλά σίγουρα λείπει η αίσθηση του να κρατάς ένα ολοκληρωμένο προϊόν στα χέρια σου, να ξεφυλλίσεις το βιβλιαράκι με τους στίχους, να δεις το artwork. Από την άλλη, παίρνεις εύκολα τη μουσική σου παντού, χωρίς να την ακούς απαραίτητα σε καλή ποιότητα, βέβαια… Επιπλέον, οι νεότερες γενιές έχουν συνδυάσει μουσική με εικόνα και, βέβαια, θέλουν να βλέπουν τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες και μέσα από το Instagram ή το Tik Tok. Την ίδια στιγμή, είναι τέτοιος ο καταιγισμός πληροφορίας, που τα τραγούδια παλιώνουν εύκολα, χωρίς να προλάβουν να εντυπωθούν, κατά κάποιον τρόπο, στις συνειδήσεις.
Παλιά υπήρχαν δουλειές που σηματοδότησαν γενιές και εποχές. Τώρα, κάτι τέτοιο θα γίνει δύσκολα και δύσκολα θα ξεπεράσει τα όρια και θα γίνει μια τεράστια γενικευμένη επιτυχία.
Όλα αυτά τα χρόνια έχετε συνεργαστεί με κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς, έχετε τραγουδήσει μέχρι και στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων τής Αθήνας, σας χειροκρότησε ώς και το κοινό τού Μεξικού. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι τραγούδια σας σιγοτραγουδήθηκαν σχεδόν απ’ όλους τους Έλληνες. Υπάρχει κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο; Κάτι που θα θέλατε να κάνετε ή κάτι που το μετανιώσατε;
Καθ’ όλη αυτήν τη διαδρομή, για την οποία είμαι ευγνώμων, έχουν υπάρξει και αποφάσεις που πήρα και τις μετάνιωσα – ευτυχώς, όχι πολλές. Όσο για τα όνειρα, ναι, έχω όνειρα που περιμένω να γίνουν πραγματικότητα. Αλλά θα προτιμήσω να τα κρατήσω για εμένα…
Ποια είναι τα προσεχή σας σχέδια; Υπάρχει κάποια δισκογραφική δουλειά στα σκαριά ή το βλέμμα σας είναι ήδη στραμμένο στις καλοκαιρινές συναυλίες;
Την προσεχή άνοιξη θα παρουσιάσουμε –αν το επιτρέψει η πανδημία– την παράσταση αυτή και στην Αθήνα, ενώ μετά το Πάσχα έχουν ήδη προγραμματιστεί κάποιες συναυλίες στην Κεντρική Ευρώπη. Ναι, το βλέμμα είναι στραμμένο στο καλοκαίρι ως προς το θέμα των εμφανίσεων. Δισκογραφικά κάτι έχω στον νου μου, αλλά είναι αρκετά πρώιμη η σκέψη για να τη μοιραστώ. Προς το παρόν, κυκλοφορούν διάφορες συμμετοχές σε άλμπουμ αγαπημένων καλλιτεχνών, όπως οι «Κλειδαριές» σε στίχους τής Ελεάνας Βραχάλη και μουσική τού Γιώργου Σαμπάνη, από το αφιερωματικό άλμπουμ στη στιχουργό με τίτλο «Παιδί δικό σου». Το ντουέτο μας με τον Θοδωρή Μαραντίνη βρίσκεται στον δίσκο των Onirama «Ανθολόγιο», ενώ έχουμε ηχογραφήσει και ένα πολύ όμορφο τραγούδι με τον Σταύρο Σιόλα, για το οποίο θα μιλήσουμε λίγο αργότερα μέσ’ στη νέα χρονιά.