Η γκρίνια για την εικοσάχρονη ταλαιπωρία του μετρό, η οποία φαίνεται να τελειώνει – οι μέρες μετρούν αντίστροφα. Η αγανάκτηση για το FlyOver, οι αμέτρητες ώρες στην κίνηση. Η δυσαρέσκεια για τις υποδομές, που έχουν μείνει πίσω. Όλα τα στερεότυπα που έχουν καθίσει στον σβέρκο της πόλης. Τα «παιδιά» της που τα κλέβει η ξελογιάστρα Αθήνα, η «ερωτική πόλη», το «χωριό» (με τους ένα εκατομμύριο κατοίκους) που δεν παράγει τίποτα, το φάντασμα του Άνθιμου, ο ήχος της εξάτμισης από το παπί του «Ζορό», η φτωχομάνα με τα ρόλεϊ κομμωτηρίου και το νύχι με το στρας. Άραγε, μπορεί να μεταμορφωθεί αυτή η Θεσσαλονίκη; Σπάνε τα δεσμά; Θα γίνει επιτέλους το «μπαμ» ή θα συνεχίσει με νεκρά-πρώτη;
Το βράδυ του Σαββάτου, στο Ολύμπιον με τα νέα του καθίσματα, οι Tiger Lillies έδωσαν το σύνθημα της αντεπίθεσης. Αυτοί, που από το 1989 μεταμορφώνονται τις νύχτες σε μια μπάντα βγαλμένη από την κόλαση, με τα μασκαρεμένα πρόσωπα και τις εκφράσεις αλά Τζόκερ, αυτοί, ως καλεσμένοι των 59ων Δημητρίων, άνοιξαν τον χορό της «μεταμόρφωσης». Άλλωστε, αυτό είναι και το κεντρικό θέμα των φετινών Δημητρίων: το Έτος του Κάφκα, καθώς φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τον θάνατό του. Αυτό ήταν και το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του καλλιτεχνικού συντονιστή του φεστιβάλ, δημοσιογράφου Στέφανου Τσιτσόπουλου, ο οποίος, αφού μίλησε για την επιτακτική ανάγκη μεταμόρφωσης της πόλης, προσκάλεσε στη σκηνή τον Μάρτιν Ζακ, ιδρυτή και τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Ακολούθησαν ενενήντα λεπτά συγκίνησης, ενθουσιασμού, αναστοχασμού, σκέψεων. Η σκηνική τους παρουσία, ατάραχη – λες και ο χρόνος δεν υπήρχε. Καταλάβαινες ότι κυλάει η ώρα από τις αντιδράσεις του κοινού – η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Αποστολόπουλου «τόσο όσο» δραματική. Πίσω από το συγκρότημα περνούσαν διάφορες εικόνες όλη την ώρα, από ψυχεδελικούς κόσμους μέχρι χρωματιστά πουλιά. Ο χαμηλός φωτισμός έδινε μια διάσταση θεατρική. Και η φωνή του Μάρτιν έξυνε μέσα μας όλες τις ανήλικες και ενήλικες πληγές. Και τούτες οι πληγές φούντωσαν με το πρώτο μόλις τραγούδι, την «Κόλαση» («Hell»): «Ανεβαίνοντας τα παραδεισένια σκαλοπάτια, ξέρεις πού πας, όταν ξέρεις ότι θα πας στην κόλαση». Άραγε, προς τα πού να βαδίζει η πόλη;
Ψάχνοντας το φως
Η συνέχεια με το ίδιο τέμπο, καυστική – καρφιά όλοι οι στίχοι ενάντια σε κάθε προκατάληψη αυτής της πόλης. Έτσι δεν ξεκινάει η μεταμόρφωση; Με πόνο και μοναξιά; Ο Μάρτιν κάθισε στο πιάνο. Πίσω του, ένα μεγάλο, ολόγιομο φεγγάρι. Πιάνει τη μελωδία τού «Μόνος με το φεγγάρι» («Alone with the moon») και το Ολύμπιον υπνωτίζεται. «Ψάχνεις για το φως του ήλιου, εκεί, στο δωμάτιό σου. Αναζητάς το φως, εκεί, στο σκοτάδι. Ονειρεύεσαι μια καλύτερη ημέρα, μόνος με το φεγγάρι». Η συλλογική θλίψη, οι ενοχές, οι ντροπές, οι μεγάλες ήττες και τα απωθημένα. Όλα μονομιάς τινάχτηκαν στον αέρα. Και μετά; Και μετά ήρθε η βόμβα για την Ουκρανία. Τα πουλιά τραγουδούν στην Ουκρανία («Birds are singing in Ukraine»): «Και ευτυχισμένοι εραστές κρατιούνται χέρι χέρι, σχεδιάζουν το μέλλον τους. Οι πατεράδες τους σκότωσαν τα πτώματα από κάτω, ό,τι έχει απομείνει είναι κόκαλα και δόντια».
«Την επόμενη ημέρα, άλλοι έλεγαν ότι δραπέτευσαν από την ‘Όπερα της Πεντάρας’ του Μπέρτολντ Μπρεχτ, άλλοι ότι ενσάρκωσαν ζωντανά στη σκηνή σελίδες από το επικίνδυνο ντικενσιανό Λονδίνο του Όλιβερ Τουίστ. Αρκετοί στοιχημάτισαν ότι το σόου τους είχε αναφορές στο ‘Κουρδιστό Πορτοκάλι’ του Κιούμπρικ και τα φελινικά τσίρκα ή θύμιζε παρλάτες από κράχτες έξω από τα γαλλικά πορνεία πριν πέσει η Βαστίλη. Μπίνγκο: οι ‘Τίγρεις’, από την αρχή που κληθήκαμε με την καλλιτεχνική επιτροπή και τον σκηνοθέτη της παράστασης, Γρηγόρη Αποστολόπουλο, να συλλάβουμε και να υλοποιήσουμε τα φετινά Δημήτρια, ήταν η ιδανική επιλογή για να υπηρετήσουν την ιδέα της μεταμόρφωσης. Το ίδιο ελπίζω να συμβεί και τη δεύτερη φορά που τα 59α Δημήτρια θα επιστρέψουν στο μεταμορφωμένο Ολύμπιον, με τη διάλεξη του φιλόσοφου, διανοούμενου και λογοτέχνη Πασκάλ Μπρικνέρ», εξηγεί ο Στέφανος Τσιτσόπουλος.
Είναι αρκετές οι «μεταμορφώσεις» που φιλοξενούν φέτος τα Δημήτρια. Μακάρι να πιάσουν τόπο. Επειδή ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και «Μαρίες» («Maria») υπάρχουν πολλές: «Σε σκοτώνει, σου παίρνει τη ζωή, για του διαβόλου, του διαβόλου το φως, Μαρία, Μαρία».