Το επτάχρονο αγόρι στέκεται μπροστά στο ηχείο, πατώντας στο ξύλινο πάτωμα χωρίς να φοράει παπούτσια – μόνο με τις κάλτσες του. Ο ρυθμός τής μουσικής είναι γρήγορος και «κοφτός» και η χαρά αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, το σώμα του κινείται αρμονικά. Το παιδί είναι κωφό και, παρότι οι περισσότεροι συσχετίζουμε τη μουσική με την ακοή, το αγόρι μπορεί να την απολαύσει νιώθοντάς την, μέσω των παλμικών δονήσεων από το ηχείο. Από πολύ μικρό πήρε μουσικά ερεθίσματα από το περιβάλλον του και ήρθε νωρίς σε επαφή με τη μουσική ως «γλώσσα των συναισθημάτων», με αποτέλεσμα η απώλεια της ακοής να μην αποτελεί εμπόδιο για να την απολαμβάνει.
«Οι βαρήκοοι και οι κωφοί μπορούν να απολαύσουν τη μουσική», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Λευκοθέα Καρτασίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής στο τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής τού Πανεπιστημίου Μακεδονίας – και προσθέτει: «Η μουσική υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, δεν είναι απλά μια καλά εναρμονισμένη μελωδία. ακόμη και το να βιώνει κάποιος το τέμπο της και να χτυπάει τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι στον ρυθμό της είναι απόλαυση μιας μουσικής εμπειρίας».
Επαφή με τον ήχο από το εμβρυακό στάδιο
Το βρέφος, λέει, βιώνει τον ήχο στην εμβρυακή φάση μέσα από τους παλμούς τής καρδιάς τής μητέρας και άλλα ερεθίσματα. Και αυτή η σχέση με τον ήχο ως παλμό συνεχίζεται και αναπτύσσεται μεγαλώνοντας, αν την ενθαρρύνει το κοινωνικό περιβάλλον. Τα βαρήκοα παιδιά, με τη χρήση και ακουστικών βαρηκοΐας ή κοχλιακών εμφυτευμάτων, έχουν τη δυνατότητα να βιώνουν τη μουσική. Τα κωφά μπορούν επίσης να τη νιώσουν – για παράδειγμα, μέσα από τις δονήσεις που προκαλεί ένα ηχείο στο ξύλινο πάτωμα. Ο ρυθμός της, η άρθρωσή της επιτρέπει να αισθανθούν το συναίσθημα που μπορεί να αποπνέει μια μουσική σύνθεση, συνδυάζοντάς το και με τη δική τους διάθεση της στιγμής. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως και στους ακούοντες, όσο πιο νωρίς τους δώσει το κοινωνικό περιβάλλον τους την πρόσβαση στη μουσική εμπειρία τόσο περισσότερο θα την απολαμβάνουν μεγαλώνοντας.
Πώς εκφράζονται η χαρά και η λύπη στον ρυθμό τής μουσικής
Η μουσική χαρακτηρίζεται ως «γλώσσα των συναισθημάτων» και συχνά αρκεί να ακούσει κάποιος μια μουσική σύνθεση χωρίς στίχους, για να αισθανθεί λύπη ή χαρά. Περνάει αυτό το συναίσθημα στους παλμούς; «Ένα βαρήκοο παιδί θα εστιάσει περισσότερο στο τέμπο και στον ρυθμό τής μουσικής και λιγότερο στο ύψος και τη χροιά, αν και όλο και περισσότερες έρευνες μελετούν τις δυνατότητες της μουσικής εκπαίδευσης των βαρηκόων, ώστε να αντιλαμβάνονται όλα τα μουσικά στοιχεία. Όπως έχει προκύψει από διάφορες αναλύσεις, στη μουσική το συναίσθημα της λύπης εκφράζεται πάντοτε με έναν ρυθμό αργό, με συνοχή, ενώ η χαρά εκδηλώνεται με έναν γρήγορο ρυθμό με κοφτή ‘άρθρωση’», εξηγεί η κυρία Καρτασίδου.
Η ρυθμική μουσική εκπαίδευση, όπως π.χ. η μέθοδος Dalcroze, που ενθαρρύνει το άτομο να εκφράζει, για παράδειγμα, μέσω της κίνησης του σώματος αυτό που ακούει, χρησιμοποιείται ευρέως στη μουσικοπαιδαγωγική για άτομα με προβλήματα ακοής, ενώ σε ό,τι αφορά τα μουσικά όργανα, πολύ θετικά λειτουργούν όσα επιτρέπουν την οπτική επαφή με τον ήχο, αλλά και το άγγιγμα του μουσικού οργάνου.
«Όπως κάθε παιδί, έτσι και τα κωφά ή βαρήκοα, όταν κάθονται σε ένα πιάνο και βλέπουν τις χορδές να κινούνται κάτω από το καπάκι όταν πατούν ένα πλήκτρο, μαγεύονται», καταλήγει.