
Ο ευμεγέθης ζωγραφικός καμβάς στον τοίχο των εργατικών κατοικιών δεν είναι η μοναδική υψηλής αισθητικής έκφραση street art στον δημόσιο χώρο της μακεδονικής πόλης, που μοιάζει με μια μεγάλη, υπαίθρια γκαλερί. Σ’ αυτό συνέβαλαν με τρόπο ουσιαστικό οι διοργανώσεις του LOBArt Festival (φεστιβάλ τέχνης και πολιτισμού), που έφεραν στην πόλη φημισμένους καλλιτέχνες της street art και την κατέστησαν έναν τεράστιο καμβά για τις δημιουργίες τους.
Πολλά από τα περίτεχνα έργα που, αναπόφευκτα, τραβούν το βλέμμα καθώς περπατά κάποιος στους δρόμους της Νάουσας φέρουν την υπογραφή του Αλέξανδρου Τσάκωνα, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει, να εμπνέεται και να δημιουργεί στην πόλη με τα πολλά πρόσωπα – και ένα από τα λίγα ποτάμια γένους θηλυκού, την Αράπιτσα.
Η μορφή του Μίκη Θεοδωράκη ζωγραφισμένη σ’ έναν τοίχο μόλις έναν μήνα μετά τον θάνατο του σπουδαίου δημιουργού, το εντυπωσιακό mural με το ταυτοτικό για την πόλη έθιμο με τους Γενίτσαρους και τις Μπούλες, ένα βαγόνι με πέντε κεφάλια σε κίνηση, έργα με αναφορές στο Ξινόμαυρο και πολλά άλλα έχει φιλοτεχνήσει ο Τσάκωνας, ο οποίος βρίσκεται πίσω και από τις πρώτες 3D διαβάσεις που δημιουργήθηκαν στην πόλη.
Τα πρώτα βήματα
Ο Αλέξανδρος Τσάκωνας γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε ωστόσο στη Νάουσα, απολαμβάνοντας τη ξεγνοιασιά που επιφυλάσσουν για τα παιδιά οι μικρές επαρχιακές πόλεις – «τον χειμώνα παίζαμε στα χιόνια και το καλοκαίρι όλη μέρα έξω στις αλάνες» θυμάται, μιλώντας στο Citymag.
Στην κολυμβήθρα της τέχνης «βούτηξε» από μικρή ηλικία, σχεδιάζοντας και δημιουργώντας γλυπτά από πλαστελίνες, παρακολουθώντας μαθήματα σε εργαστήρια ζωγραφικής και αντλώντας ερεθίσματα από τον κόσμο γύρω του. «Ήταν μια προσωπική ανάγκη για έκφραση που με έκανε να ασχοληθώ με την τέχνη» εξηγεί ο Αλέξανδρος Τσάκωνας, περιγράφοντας πώς τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στο μονοπάτι της τέχνης. «Στα 16 μου το πήρα σοβαρά – ώς τότε έπαιζα με τη ζωγραφική. Το 1999, στα 18 μου, κατέβηκα στην Αθήνα και σπούδασα σε μια σχολή μαρμαρογλυπτικής. Εργάστηκα ως μαρμαρογλύπτης, όπως επίσης και σε καλλιτεχνικό εργαστήριο ορειχάλκινων αγαλμάτων, μαθαίνοντας την τέχνη των εκμαγείων και της χύτευσης. Ωστόσο, ένιωσα ότι δεν με καλύπτει το κομμάτι της γλυπτικής. Ήθελα να αναπτύξω τις σπουδές μου και μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ακολούθησα τη ζωγραφική, που είναι πιο ευέλικτη από το μάρμαρο. Μπορούσα να δουλέψω στο σπίτι μου, να εκφραστώ περισσότερο με τα χρώματα».
Μαθήτευσε και εργάστηκε δίπλα σε αξιόλογους καλλιτέχνες, εντρυφώντας στην τέχνη της τοιχογραφίας. Από τότε που επέστρεψε στη Νάουσα δραστηριοποιείται κυρίως στη ζωγραφική, έχοντας πραγματοποιήσει ατομική έκθεση και έχοντας συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις ανά την Ελλάδα.
«Ύστερα από κάποια χρόνια σε μεγαλουπόλεις, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψα στη Νάουσα. Ήθελα μια καλύτερη ποιότητα ζωής και τη βρήκα εδώ. Όλα είναι πιο κοντά, πιο ανθρώπινα. Μπορώ να έχω το δικό μου εργαστήρι, το δικό μου ατελιέ. Και είναι μια ανταμοιβή το να προσφέρεις στην πόλη πολιτιστικά. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν μας ‘χωράει’ η Νάουσα… Η πόλη περιμένει από εμάς να κάνουμε πράγματα, εκθέσεις και δραστηριότητες[…]. Οικονομικά υπάρχει κορεσμός. Δεν μπορείς να ζήσεις από τη ζωγραφική εδώ – ίσως ακόμη και σε μεγάλες πόλεις…», λέει.
Ο ίδιος, πάντως, δεν επαναπαύεται. Ασχολείται με τη σχεδίαση τοιχογραφιών, με φεστιβάλ street art, με δράσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, όπως επίσης και με εικονογραφήσεις βιβλίων και σκηνογραφία θεατρικών έργων, ενώ παράλληλα διδάσκει το μάθημα της ζωγραφικής στο τμήμα ενηλίκων των εικαστικών εργαστηρίων του δήμου Νάουσας.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξανδρος αναγνωρίζει ότι η Νάουσα είναι μια πόλη την οποία η οικονομική ευμάρεια του παρελθόντος τη βοήθησε στην προώθηση των τεχνών: «Η Νάουσα γνώρισε μεγάλη ευημερία στα χρόνια της βιομηχανικής άνθισης, με τα νερά και τους μύλους. Όλο αυτό συνέβαλε στο να αναπτυχθούν το θέατρο, η μουσική και τα εικαστικά», εξηγεί.




«Η τέχνη είναι μια γλώσσα επικοινωνίας»
Η ελευθερία έκφρασης που του προσφέρει η ζωγραφική μοιάζει να ασκεί ακατανίκητη έλξη πάνω του, παρότι το μάρμαρο δεν έχει πάψει να τον γοητεύει – «είναι λόγω της αντίστασής του και του αποτελέσματος, που μπορεί να είναι τόσο ζωντανό παρά την ψυχρότητα του χρώματός του» σχολιάζει. «Η ζωγραφική έχει άλλες ελευθερίες. Θα ήθελα στα επόμενα έργα μου να συνδυάσω τα γλυπτά με τη ζωγραφική» τονίζει, εξηγώντας ότι για τον ίδιο η τέχνη είναι συνυφασμένη με την ίδια την επικοινωνία: «Είναι μια γλώσσα επικοινωνίας – κι αν καταφέρεις να μεταφέρεις μέσα από τα έργα σου λίγη από τη ζωή που υπάρχει γύρω σου, τότε έχεις κάνει τέχνη» αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο στιλ, αυτό που λέμε ‘μανιέρα’» συμπληρώνει και εξηγεί: «Η ζωγραφική μου είναι παραστατική. Είμαι παραστατικός ζωγράφος. Ρεαλιστής. Μου αρέσει να πειραματίζομαι και, πολλές φορές, να βλέπω την παράδοση μέσα από ένα πρίσμα σύγχρονο. Έχω δημιουργήσει έργα με πίξελ, έχω χρησιμοποιήσει και πλακάκια σε έργα μου – μια επιρροή από την εποχή που ήμουν πιτσιρικάς και βοηθούσα τον πατέρα μου στην οικοδομή. Έχω ασχοληθεί ακόμη και με τη σκηνογραφία. Είναι πρόκληση να μπαίνω σε διαφορετικά πράγματα και είμαι πολύ ανοιχτός σ’ αυτό. Βλέπω, για παράδειγμα, τα σκηνικά σαν έναν πίνακα που πρέπει να του δώσω ζωή, να τον κάνω χρηστικό».
Η «βουτιά» στον κόσμο των αρχαιοτήτων
Μια εμπειρία που τον έβαλε σε άλλα μονοπάτια τέχνης ήταν η συνεργασία του με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας για την αισθητική, ζωγραφική και γλυπτική αποκατάσταση ευρημάτων στο πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών και στο ανάκτορο του Φιλίππου στη Βεργίνα: «Ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία, ξεχωριστή. Ειδικά αν αγαπάς την τέχνη και το πώς αυτή προκύπτει. Ένιωθα ένα δέος, αλλά κι έναν φόβο να μη ‘πληγώσω’ αυτό με το οποίο καταπιανόμουν. Ταυτόχρονα, είναι φοβερό να βλέπεις ένα κλασικό έργο να έχει τέτοια πλαστικότητα» λέει με έκδηλο ενθουσιασμό για όλο αυτό που είχε την ευκαιρία να βιώσει.
Ειδικά η ενασχόλησή του με την αισθητική και στατική αποκατάσταση των κιόνων στο ανάκτορο θα μείνει πάντα χαραγμένη μέσα του, καθώς το μέγεθος του έργου είναι ασύλληπτο: «Είναι μια αναστήλωση πρωτοποριακή στην Ελλάδα, μια μεγάλη πρόκληση» τονίζει. Αλλά, πάλι, η μέχρι τώρα πορεία του έχει αποδείξει ότι ο Αλέξανδρος Τσάκωνας είναι ένας καλλιτέχνης που σίγουρα αγαπά τις προκλήσεις – τουλάχιστον αυτές που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την τέχνη.