Παράθυρο στον χρόνο – και μάλιστα για μια σημαντική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αυτή των προεπαναστατικών χρόνων– προσφέρει μια νέα έρευνα των «Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Θεσσαλίας», που επικεντρώνεται στις 24 αυτοδιοικούμενες κοινότητες του Πηλίου, στην αρχιτεκτονική και στη ναοδομία τής περιοχής, αλλά και στη ζωή των κατοίκων τους.
Στις 258 σελίδες τής έκδοσης υπό τον τίτλο «Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στο Πήλιο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (1700-1881)», ο αρχιτέκτονας, συγγραφέας και ιστορικός Μιλτιάδης Πολυβίου «επιστρέφει» σε μια πολυετή μελέτη που είχε αφήσει ανολοκλήρωτη πριν από χρόνια, για να προσθέσει, να ξεδιαλύνει και να συνθέσει, εν τέλει, το «ψηφιδωτό» τής πηλιορείτικης πολιτείας, προσδίδοντας παράλληλα ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίοδο της νεότερης ιστορίας τού Πηλίου και της Μαγνησίας, γενικότερα.
Τα στοιχεία για τη ζωή και τα έργα των κατοίκων, κυρίως λόγω των ιδιαίτερων αυτοδιοικητικών προνομίων που απολάμβαναν, αποκαλύπτουν πώς βρέθηκε το Πήλιο στην πρωτοπορία τής μεγάλης και πολυεπίπεδης ακμής τής ελληνικής κοινωνίας, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται βαθμιαία στις αρχές τού 18ου αιώνα και κορυφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την επανάσταση του 1821.
Στις εκκλησίες το «αποτύπωμα» της πηλιορείτικης ακμής
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ακμής αποτελεί η ναοδομία τής περιοχής, τόσο ως προς το πλήθος όσο και ως προς την ποιότητα των κτισμάτων – ναοί που και σήμερα είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του παρελθόντος και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον. Πολλοί από αυτούς τους ναούς είναι σημεία αναφοράς των επισκεπτών, θρησκευτικά, τουριστικά και αρχιτεκτονικά τοπόσημα των πηλιορείτικων οικισμών, αναπόσπαστα δεμένα με το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον τού βουνού.
Η έρευνα του Μ. Πολυβίου επιχειρεί μια συνθετική θεώρηση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής τού Πηλίου κατά την όψιμη Τουρκοκρατία, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύχθηκε και σε σύγκριση με την παλαιότερη παράδοση και τα ισχύοντα στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές τού ελλαδικού χώρου. Η προσπάθεια είχε ξεκινήσει το 1972, με την αποφοίτηση του συγγραφέα από το τμήμα Αρχιτεκτόνων τής Πολυτεχνικής Σχολής τού ΑΠΘ, και αποτέλεσε έναυσμα για τη διδακτορική εργασία του με αντικείμενο έρευνας την περίοδο από τον 18ο και 19ο αιώνα. Για τα χρόνια, δηλαδή, από το 1700 ώς το 1881.
Μοναδικά αρχιτεκτονήματα
Η ναοδομική έξαρση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα η περιοχή τού Πηλίου να αποτελεί προνομιακό πεδίο για τη μελέτη τής όψιμης μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Περιλαμβάνει δρομικά κτήρια και τρουλαίους ναούς. Στα πρώτα επικρατούν οι τρίκλιτες ξυλόστεγες ή θολωτές βασιλικές με στοιχεία όπως τα υπερώα, που αναβαθμίζουν τον αρχικό τύπο, ενώ οι μονόχωροι ξυλόστεγοι ή καμαροσκεπείς ναοί είναι τυπικά δείγματα ομόλογα με άλλες ηπειρωτικές περιοχές. Από τους τρουλαίους ναούς διακρίνονται οι συνεπτυγμένοι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί, που στεγάζονται με ασπίδες και όχι κανονικούς τρούλους, και οι συνεπτυγμένοι ναοί αθωνικού τύπου.
Τα χαρακτηριστικά αυτά λειτουργούν και ως αρχιτεκτονικοί και ιστορικοί σύνδεσμοι με τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν μετά τον 10ο αιώνα στις πλαγιές τού βουνού – τόσο πολλά, ώστε το Πήλιο να ονομαστεί «Όρος των Κελλίων», να καταστεί αργότερα ασφαλές καταφύγιο για Έλληνες που ξέφευγαν από τον οθωμανικό ζυγό και πολλά από τα ονόματα των είκοσι τεσσάρων φημισμένων χωριών να διατηρούν ώς και σήμερα τα ονόματα των μοναστηριών από τα οποία προήλθαν – Άγιος Ιωάννης, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Λαυρέντιος κ.ά.
Ο θεσσαλονικιός αρχιτέκτονας, ιστορικός και ερευνητής, υιοθετώντας την πρόταση του δασκάλου του, Χαράλαμπου Μπούρα, ασχολήθηκε επίπονα με το αντικείμενο αυτής της έρευνας και την ολοκλήρωσε ως ένα αυτόνομο εκδοτικό έργο, πριν από την εκδημία τού εμπνευστή της και δασκάλου του.
«Η έρευνα για το περιεχόμενο του βιβλίου», σημειώνει ο κ. Πολυβίου, «ξεκίνησε έχοντας γενικά και αόριστα στο αντικείμενο της μεταβυζαντινές εκκλησίες τού Πηλίου, χωρίς ιδιαίτερη οριοθέτηση. Η πρώτη δειγματοληπτική επαφή με το αντικείμενο έδειξε σαφέστατα ότι υπήρχε μια βαθμιαία ανοδική πορεία τής πηλιορείτικης ναοδομίας, ποσοτική και ποιοτική, που αρχίζει να εκδηλώνεται λίγο πριν από τα μέσα τού 18ουαιώνα και η οποία κορυφώνεται στα τέλη του και στις αρχές τού επόμενου, για να ακολουθήσει μετά την επανάσταση του 1821 μια αναπόφευκτη ύφεση. Στόχος τής έρευνας μου ήταν εξαρχής η συνθετική αντιμετώπιση του αντικειμένου στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, δηλαδή αφενός σε σύγκριση με την παλαιότερη παράδοση και αφετέρου με τα ισχύοντα την ίδια εποχή στις άλλες ηπειρωτικές ελλαδικές περιοχές».