Όταν οι συνθήκες δυσκολεύουν, η ανθρώπινη φύση αναζητά πάντοτε έναν ένοχο. Από τον Οιδίποδα ακόμη, ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν την επιδημία ως τιμωρία και αναζητούσε την εξιλέωση. Τα χαρακτηριστικά που αναδύονται στην επιφάνεια σε περιόδους εγκλεισμού, ασθένειας ή απειλής είναι ίδια από τον λοιμό των Αθηνών – και είναι όλα εκείνα που ο πολιτισμός πάσχιζε σε βάθος χρόνου να εξευγενίσει.
Αν δεχτούμε ότι η βάση τού αστικού πολιτισμού είναι η αποδοχή τής ετερότητας, με τελικό σκοπό αυτής της αποδοχής τη συνάντηση και τη συνύπαρξη, πώς η συνθήκη μιας πανδημίας δημιουργεί μια νέα ιδιωτεία, καταργώντας όλες τις «ανοιχτότητες» που κατάφερε να δημιουργήσει ο αστικός πολιτισμός; Σε μια δύσκολη εποχή, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, το στοίχημα παραμένει το ίδιο: η ιστορία πρέπει να πάψει επιτέλους να επαναλαμβάνεται. Ο πολιτισμός πρέπει να νικήσει.
Μια παράσταση-υπόθεση εργασίας
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Καλοκαιριού τού δήμου Θεσσαλονίκης, η θεατρική ομάδα Ars Moriendi παρουσιάζει την παράσταση «Ο Ξεναγός», βασισμένη στο διήγημα του Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν «Η πανούκλα στο Μπέργκαμο» (το οποίο, με αφορμή την επιδημία τής πανούκλας στον Μεσαίωνα, βυθίζεται στις σκοτεινές πτυχές αυτής της ακραίας κοινωνικής κρίσης, θέτοντας ξανά το ερώτημα της συνύπαρξης των ανθρώπων σε στιγμές μεγάλης έντασης). Η διασκευή και η σκηνοθεσία είναι του Θάνου Νίκα.
Η Citymag συνομίλησε με τον σκηνοθέτη λίγο πριν από το ανέβασμα της παράστασης στο Δημοτικό Θέατρο Κήπου για μία παράσταση, τη Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου, στις 21:30.
«Ο Ξεναγός» βασίζεται στην «Πανούκλα στο Μπέργκαμο» του Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν. Η ιστορία σχετίζεται με μια διαφορετική πανδημία, την περίοδο του Μεσαίωνα. Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε ένα θεατρικό έργο, η θεματολογία τού οποίου είναι τόσο κοντά σε αυτό που βιώνουμε σήμερα;
«Η πανούκλα στο Μπέργκαμο» μοιάζει με θρησκευτικό μύθο, περιγράφοντας το ξέσπασμα πανούκλας τον 14ο αιώνα στην άνω οχυρωμένη πόλη τού Μπέργκαμο. Ο «Ξεναγός» έκανε πρεμιέρα στο αρχαίο θέατρο της Λάρισας, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Όλη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός», σε συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Μία από τις θεματικές τού φεστιβάλ ήταν και η πόλη. Την εποχή που γίνονταν οι προεργασίες για τις προτάσεις που κάθε καλλιτεχνικός φορέας θα κατέθετε, η πόλη ήταν ένας τόπος με άδεια εισόδου και σαφή σκοπό διέλευσης. Βουβή και ασώματη. Μόνο κάποια τυχαία, διασταυρούμενα, γεμάτα ένταση βλέμματα φανέρωναν αυτό που κάποτε ήταν. Ως άνθρωπος που λατρεύει τον αστικό βίο και έχοντας ζήσει το σώμα τής πόλης σε όλες τις ώρες του, μου ήταν αδύνατον να παραστήσω ότι όλο αυτό δεν συμβαίνει.
Η «Πανούκλα» πραγματεύεται τον έντομο διχασμό των πολιτών σε θέματα θρησκείας, πολιτικής, πλούτου και, γενικότερα, της ίδιας της κοινωνίας. Πώς προσεγγίζει το θέμα ο «Ξεναγός»; Πρόκειται για ένα εντελώς νέο έργο;
Το κείμενο του Γιάκομπσεν, ένα μικρό πεζογράφημα μερικών σελίδων, γραμμένο στα τέλη τού 19ου αιώνα, μπορεί να διαβαστεί με παραπάνω από έναν τρόπους. Είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις σε κύκλους τής Δανίας – το έργο θεωρήθηκε βλάσφημο και κατακρίθηκε έντονα, με το σκεπτικό ότι προτρέπει τον κόσμο στην αθεΐα. Ο ίδιος, βέβαια, ήταν ένθερμος υποστηρικτής τής ζωής και των κανόνων τής φύσης. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για έναν συγγραφέα τού οποίου η ενήλικη ζωή ακυρώθηκε από φυματίωση, βρίσκουμε στις σελίδες του μιαν ακλόνητη πίστη για ζήση και όχι απλώς για επιβίωση. Πάνω σ’ αυτόν τον άξονα κινηθήκαμε και στον «Ξεναγό», φωτίζοντας δραματουργικά αυτό που ήταν ήδη εκεί.
Η «Πανούκλα» είναι ένα δύσκολο έργο με βαθιά νοήματα. Σε ποιο κοινό απευθύνεται ο «Ξεναγός»; Πόσο δύσκολη είναι η δική σας γλώσσα;
Δεν πιστεύω στο ειδικό, «ψαγμένο» ή διαβασμένο κοινό. Τέτοιου τύπου ελιτισμοί συνήθως κρύβουν αδυναμίες από πίσω. Η σχέση ανάμεσα στον θεατή και τον ηθοποιό είναι ξεκάθαρη. Ο πρώτος πληρώνει για να ακούσει και να δει μιαν ιστορία και ο δεύτερος οφείλει να πει αυτήν την ιστορία. Δεν χρειάζονται σκονάκια ή οδηγίες χρήσης. Αν κάνεις τη δουλειά σου καλά, όλοι θα φύγουν με κάτι – δεν θα ‘ναι το ίδιο για όλους, βέβαια, αλλά εκεί ακριβώς βρίσκεται και η ουσία αυτής της ανταλλαγής. Ο ξεναγός είναι ένα έργο με γλώσσα καθημερινή, πολύ απλό στην πρόσληψή του, που, όμως, θέτει κάποια πολύ καίρια ερωτήματα.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις και οι δυσκολίες που είχατε να αντιμετωπίσετε στο ανέβασμα του έργου;
Κατ’ αρχήν, δεν μιλάμε για ένα θεατρικό έργο, αλλά για ένα αφηγηματικό πεζογράφημα που δεν δημιουργήθηκε για να παρασταθεί στη σκηνή. Δεν είμαι σίγουρος αν έχει ανεβεί καν ως θεατρικό κάπου – στην Ελλάδα σίγουρα όχι. Συνεπώς, έπρεπε να βρεθούν εκείνα τα ανοίγματα, που θα επέτρεπαν να φωτιστεί η ιστορία με τρόπο τέτοιον ώστε η αναπαράσταση να διατηρεί το ανάπτυγμα του κειμένου σε χρόνο παρόντα. Ένα από τα προτερήματα της ομαδικής δουλειάς που κάνουμε στην Ars Moriendi είναι ότι πολλά ζευγάρια μάτια κοιτάζουν έξω από το ίδιο παράθυρο. Έτσι, μια ιδέα μπορεί να πάει τόσο μακριά όσο ακριβώς καθένας από εμάς θα την εμπιστευθεί.
Η πανδημία τού κορωνοϊού κατάφερε σημαντικό πλήγμα στα περισσότερα επαγγέλματα. Πόσο επηρέασε τον χώρο τού θεάτρου και εσάς προσωπικά;
Μέσα στον γενικότερο εγκλεισμό, ο κλάδος τής τέχνης είναι αυτός που ζημιώθηκε παραπάνω. Μετά την επαναφορά τού συνέρχεσθαι, όλοι μας τρέχουμε να προλάβουμε αυτόν τον χαμένο χρόνο. Το ζήτημα που προκύπτει από εδώ και στο εξής είναι πώς θα προγραμματίσει καθένας μας και με τι όρους τη χρονιά που έρχεται. Αυτό όμως είναι κάτι που θα φανεί στον χρόνο του.
Πιστεύετε ότι, στην περίπτωση του κορωνοϊού, θα εμφανιστεί σύντομα ο «από μηχανής θεός»;
Φαντάζομαι ότι όπως όλα έτσι και αυτή η συνθήκη θα διαγράψει τον κύκλο της και θα προχωρήσουμε. Δεν θα είναι το ίδιο, δεν θα είμαστε εμείς οι ίδιοι – άλλωστε, ο κόσμος ουδέποτε επιστρέφει στο σημείο απ’ όπου έφυγε, αλλά ας παραμείνουμε αισιόδοξοι. Αυτό μόνο του, με ή χωρίς επιδημία, θα ήταν ένα άλμα για την κοινωνία μας.