Το έργο του Ματέι Βίζνιεκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου, παρουσιάζει η ομάδα The Young Quill στις 25, 26 και 27 Σεπτεμβρίου, στο Artbox Fargani Theater.
Ο Ματέι Βίζνιεκ γράφει το έργο στις αρχές του 2000, θέτοντας το νευραλγικό ερώτημα «τι θεωρούμε ‘πρόοδο’» τον 21ο αιώνα και τι γίνεται με την ανθρώπινη ψυχή, όταν βάλλεται από εθνικές έριδες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διεθνή οικονομικά συμφέροντα.
Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο, όπου όλα μοιάζουν να είναι φάλτσα, διαδραματίζεται μια απόλυτα ρεαλιστική ιστορία ενός οποιουδήποτε πολέμου τού τώρα, του τότε ή του μετά. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και, μέσα από το έργο του, δίνει χώρο στην ανθρώπινη ψυχή να πενθήσει την ύπαρξή της που, ανά πάσα ώρα και στιγμή, μπορεί να χαθεί, αν ο «ισχυρός» το θελήσει.
Στο έργο, ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου, αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιου που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τούς αντιμετωπίζει με καχυποψία, αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, η Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην Κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ξεχασμένο απ’ όλους –από το κράτος, τους διεθνείς φορείς, τους φίλους, τους συγγενείς, ακόμη κι από την ίδια τη ζωή– και μη έχοντας δικαίωμα διεκδικήσεων, καθώς στερείται οικονομικών πόρων, το ζευγάρι αποφασίζει να ανακαλύψει μόνο του το νήμα της οικογενειακής του ιστορίας. Μέσα από την προσωπική τους διαδρομή, προκύπτει η ιστορία της πολεμικής φρίκης ολόκληρου του 20ού αιώνα.
Η ομάδα The Young Quill καταπιάνεται με το έργο 20 χρόνια αφότου γράφτηκε, επικαιροποιεί το ερώτημα και αναρωτιέται αν η «πρόοδος» είναι τελικά η αξία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, ακόμη και τον ίδιο τον άνθρωπο.
To who is who του συγγραφέα
Ο Ματέι Βίζνιεκ γεννήθηκε το 1956 στη Ρουμανία. Μεγαλώνοντας υπό τον σκιώδη φόβο ενός καταπιεστικού καθεστώτος, παθιάζεται από πολύ νέος με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Το 1984 δημοσιεύει και βραβεύεται για τα ποιήματά του. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν, καθώς δεν θέλησε να μείνει σιωπηλός απέναντι στο καθεστώς.
Τον Σεπτέμβριο του 1987 ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι και έκτοτε ζει στη Γαλλία, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα θεατρικά έργα στα Γαλλικά. Η θαρραλέα λογοτεχνική του προσέγγιση και η στάση του απέναντι σε πολιτικοκοινωνικά θέματα έχουν αποσπάσει αναγνώριση και θαυμασμό παγκοσμίως. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν παρουσιαστεί σε θέατρα ανά τον κόσμο. Στη Ρουμανία, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, έγινε ένας από τους πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς της χώρας, με τριάντα και πλέον έργα του ανεβασμένα στο Βουκουρέστι και σε άλλες πόλεις της χώρας. Το 2009 το έργο του «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ. Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη. Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου. Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα. Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου. Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη. Χορογραφία pole dancing: Μέλλω Διανελλάκη. Σχεδιασμός φωτισμού: Κωστής Μουσικός. Βοηθός σκηνοθέτη:Αλεξάνδρα Μαρτίνη. Βοηθός ενδυματολόγου: Ίρις Μυρσίνη Σιδέρη. Ραφή κοστουμιών: Φραντσέσκο Ινφάντε. Ειδικές κατασκευές ενδυματολογικού, κατασκευές μασκών:Κωνσταντίνος Χαλδαίος. Ειδική κατασκευή παπουτσιών: D. Andrioti Shoes. Περούκες: Θωμάς Γαλαζούλας.
Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη, Mαίρη Χίναρη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative. Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble. Διεύθυνση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης.