«ΚΙ ΑΝ Η ΔΥΣΗ ΘΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΗΣ, Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ, Η ΑΦΡΙΚΗ, Η ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΕΝΑΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝΑ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΒΙΩΝΟΥΝ. ΗΔΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΗΕ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ 2021 ΘΑ ΑΥΞΗΘΟΥΝ ΑΠΟ 135 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΣΕ 265 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ. ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ».
Κύριε Τριαρίδη, πού και σε ποια διάθεση σας βρίσκει ο εγκλεισμός; Πώς αντιμετωπίζετε αυτήν την κατάσταση και ποιες είναι οι πιο βαθιές σας αγωνίες, με δεδομένο ότι το lockdown δεν αφορά μία κοινότητα, αλλά ολόκληρο τον κόσμο; Σε τελική ανάλυση, τι σημαίνει για εσάς ένας «κλειδωμένος» κόσμος; Θα βρεθούμε σε ένα διαφορετικό τοπίο μετά την κρίση;
Αιφνιδιάστηκα και εγώ από τον κορωνοϊό και από το lockdown, που απλώθηκε διαμιάς σε ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο – σε σχεδόν 3,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων. Και, φυσικά, τρομοκρατήθηκα τόσο από τον ιό όσο και από τις πολιτικές και βιοπολιτικές συνέπειές του.
Προφανώς, δεν έχω τις επιστημονικές γνώσεις, τα δεδομένα και τα μεθοδολογικά εργαλεία, για να συλλάβω την πραγματικότητα του ιού στο σύνολό της. Ωστόσο, τα νούμερα των ανθρώπων που δείχνει να σκοτώνει ο SARS-CoV-2 δεν μπορούν –ούτε ως απόλυτα νούμερα ούτε, πολύ περισσότερο, κατ’ αναλογία– να συγκριθούν με τις μεγάλες πανδημίες τής Ιστορίας. Ο «Μαύρος Θάνατος» του 1348 σκότωσε μόνο στην Ευρώπη 25 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή το 1/3 τού πληθυσμού της, ενώ η ισπανική γρίπη τού 1918-1921 σκότωσε σχεδόν 50 εκατομμύρια ανθρώπους σε συνολικό πληθυσμό 1,3 δισεκατομμυρίου. Ας μην ξεχνάμε πως σήμερα ο πληθυσμός τής Γης πλησιάζει τα 8 δισεκατομμύρια και αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 72 εκατομμύρια.
Έχω την αίσθηση πως ο SARS-CoV-2 θα νικηθεί από την επιστήμη τής Δύσης (οριστικά με το εμβόλιο). Και νομίζω πως θα καταγραφεί στις δέλτους μάλλον της οικονομικής και βιοπολιτικής Ιστορίας παρά της Ιστορίας των μεγάλων πανδημιών τής ανθρωπότητας. Γιατί η οικονομική κρίση που θα προκαλέσει ο κορωνοϊός λόγω του lockdown θα είναι το μείζον γεγονός και θα δημιουργήσει απείρως περισσότερο θάνατο, πόνο και ανισότητες από την ίδια την αρρώστια. Κι αν η Δύση θα ελέγξει με κάποιους τρόπους τον πόνο και την καταστροφή στις επικράτειες των χωρών της, ο Τρίτος Κόσμος με τα δισεκατομμύρια των απελπισμένων, η Αφρική, η Νοτιοανατολική Ασία και η Λατινική Αμερική θα γνωρίσουν έναν ιστορικό Αρμαγεδδώνα πάνω στον ήδη υπάρχοντα βιοπολιτικό Αρμαγεδδώνα, τον οποίο βιώνουν. Ήδη κυκλοφόρησε η έκθεση του ΟΗΕ, που προβλέπει ότι οι νεκροί από την πείνα μέσα στο 2021 θα αυξηθούν από 135 εκατομμύρια σε 265 εκατομμύρια. Νομίζω πως μας χρειάζεται αρκετή ώρα για να αισθητοποιήσουμε τι σημαίνουν αυτά τα νούμερα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο εγκλεισμού και αλλαγών αναθεωρούνται απόψεις και στάσεις απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της ζωής- γιατί σας απασχολούν και έχετε γράψει γι’ αυτά… Ας πούμε: ο κόσμος μας, παρά τις συγκλονιστικές παρεκκλίσεις (π.χ., οι παγκόσμιοι πόλεμοι, το Ολοκαύτωμα ή η φτώχεια τής Αφρικής, για να χρησιμοποιήσω δύο μόνον από τα ζητήματα που βρίσκονται στο κέντρο τού έργου σας), είναι ένας κόσμος που κινείται σε μιαν ουμανιστική παράδοση. Σας βρίσκει σύμφωνο η άποψη αυτή; Και, αν ναι, υπάρχει κίνδυνος να χαθούν και τα τελευταία δείγματα αυτής της παράδοσης ή μήπως τα έχουμε προ πολλού χαμένα;
Η ουμανιστική παράδοση της Δύσης είναι η βασική διαφωτιστική ρητορική τής παιδείας μας. Ωστόσο, η Δύση σχημάτισε αυτήν την ουμανιστική παράδοση μέσα από αιώνες αδιανόητων εγκλημάτων σε βάρος τής ανθρώπινης αξίας που επικαλείται: γενοκτονία ιθαγενών των νέων κόσμων, δουλεμπόριο, αποικιοκρατία… Και είναι πια καθαρό στα μάτια μας από το 1945 και μετά (δηλαδή, από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα) ότι η παράδοση αυτή είναι μια ρητορική των «καλών καιρών» τής ειρήνης και της ευμάρειας – όταν οι καιροί «αγριεύουν», τότε ελευθερώνεται μια αδιανόητη βία στο όνομα μιας «υπέρτατης ανάγκης».
Επιπλέον, είμαστε απίστευτα εγωκεντρικοί οι άνθρωποι της Δύσης: επί δεκαετίες αγνοούμε την πείνα και τη δυστυχία των τεσσάρων δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν κάτω από όριο των 4.000 δολαρίων εισοδήματος ετησίως. Αγνοούμε τις αρρώστιες που θερίζουν κατά εκατομμύρια τα παιδιά τους – αγνοούμε το ποσοστό τού AIDS, που φτάνει στο 35% στην Υποσαχάρια Αφρική. Αγνοούμε την ταπείνωση που συνεπάγεται όλη αυτή η δυστυχία. Μα, όταν ήρθε η Covid-19 την ονομάσαμε «πανδημία» και κλειστήκαμε στα σπίτια μας.
Όλοι φοβόμαστε τον κορωνοϊό (εγώ πρώτος απ’ όλους) και κάθε θάνατος ενός ανθρώπου είναι ένα ανεπανάληπτο και απόλυτα οδυνηρό γεγονός. Ωστόσο, αν σκεφτούμε στο επίπεδο συνολικά της ανθρωπότητας, ακόμη και στα πιο απαισιόδοξα σενάρια οι θάνατοι από την Covid-19 υπολογίζεται ότι είναι ένα μικρό δεκαδικό μπροστά στους θανάτους που προκαλεί κάθε χρόνο η αδυναμία πρόσβασης σε καθαρό νερό. Αυτή η αδυναμία πρόσβασης στο νερό, συνδυασμένη με τη φτώχεια, απολήγει σε ένα νούμερο εφιαλτικό: είναι 12.500.000 (δωδεκάμισι εκατομμύρια) παιδιά που πεθαίνουν κάθε χρόνο (και συγγνώμη που το επαναλαμβάνω με κεφαλαία, αλλά δεν πρέπει να συνηθίσουμε τις λέξεις προσπερνώντας τις: ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ). Άραγε, πώς θα ονομάσουμε την «πανδημία» που προκαλεί όλην αυτήν την απερίγραπτη φρίκη; «Φτώχεια»; «Υπανάπτυξη»; Ή μήπως «αδιαφορία»;
Τα βιβλία σας –είστε πολυγραφότατος– βρίσκονται ελεύθερα στο διαδίκτυο για όποιον θέλει να σας διαβάσει. Κι αυτό δεν συμβαίνει τώρα, με την κρίση τού κορωνοϊού, στο πλαίσιο της οποίας έχουμε μιαν υπερπροσφορά πολιτιστικών προϊόντων μέσω διαδικτύου, αλλά εδώ και 20 χρόνια. Γιατί κάνατε τότε αυτήν την επιλογή; Μπήκατε στον πειρασμό να αναθεωρήσετε ποτέ; Σας έφερε ποτέ αυτή η στάση σας σε αντιπαράθεση με τα εκδοτικά ήθη τής χώρας;
Το 2004 πήρα την απόφαση να διαθέτω όλα μου τα δημοσιευμένα βιβλία (και όλα τα κείμενα) δωρεάν στο διαδίκτυο. Πιθανώς να έπαιξε ρόλο το ότι δεν έβρισκα εκδότη για το βιβλίο μου «τα μελένια λεμόνια» – και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα μπορούσα να αυτολογοκριθώ ή να βάζω την «αγορά» ως κριτήριο επιλογής τού τι θα γράψω…
Την απόφαση αυτή την τήρησα και την τηρώ όλα αυτά τα χρόνια με εμμονική συνέπεια. Τα τελευταία 20 χρόνια έχω δημοσιεύσει στο διαδίκτυο 53 βιβλία: μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, παραμύθια, στιχουργημένες αφηγήσεις («ποιήματα»), δραματουργημένες αφηγήσεις («θεατρικά έργα»), αισθητικά και πολιτικά δοκίμια. Μάλιστα, πολλά απ’ αυτά βγαίνουν και σε τυπωμένο βιβλίο – μα επιμένω να τα διαθέτω ελεύθερα στο διαδίκτυο. Αυτό προκάλεσε κάποιες φορές την (απολύτως δικαιολογημένη) δυσφορία των φίλων εκδοτών μου (σήμερα: Gutenberg, Πατάκης, Ευρασία, Κάππα Εκδοτική). Ωστόσο, ίσως επειδή με αγαπάνε, ίσως επειδή καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει κάποια ιδιοτέλεια στην πράξη μου, με ανέχονται.
Οι παλαιοί αναγνώστες σας επιστρέφουν διαρκώς σε βιβλία σας όπως τα «μελένια λεμόνια» (που, όπως λέτε, γράφονται πάντοτε με μικρά) ή τα «Χλωρά διαμάντια» – βιβλία που δύσκολα μπορεί να τα κατατάξει κάποιος ειδολογικά, ανοιχτά σε ερμηνείες, που δείχνουν να αλλάζουν με τους καιρούς, να αλλάζει διαρκώς η πρόσληψή τους. Δεν ξέρω αν είχατε κατά νου μια τέτοια δημιουργική ανάγνωση όταν τα γράφατε ή αν δέχεστε πως τα κείμενα αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν έναν «τριαριδικό κόσμο».
Πράγματι, εγώ νιώθω πως αυτά τα δύο «βιβλία» (ή όπως αλλιώς μπορεί να τα πει κανείς) βρίσκονται στο κέντρο τής προσπάθειάς μου στο γράψιμο – όλα τα υπόλοιπα γραπτά σχηματίζονται γύρω από αυτά, σαν ομόκεντροι κύκλοι.
Μα, παρότι για εμένα σημαίνουν πολλά πράγματα (και 30 χρόνια συγγραφικής προσπάθειας), θεωρώ πως είναι μάλλον αποτυχημένα βιβλία – ενδεχομένως και προγραμματικά αποτυχημένα.
Επιπλέον, δεν νομίζω πως έχουν τη δραστικότητα που περιγράφετε… Τα «μελένια λεμόνια», ιδίως στη διαδικτυακή εκδοχή τους, διαβάστηκαν από αρκετούς ίσως λόγω της σκανδαλώδους θεματικής τους – ωστόσο, νιώθω πως οι περισσότεροι το έχουν κατανοήσει ως «βιβλίο οργής» και όχι ως αινετικό βιβλίο, που θα ήθελα να είναι. Για τα «Χλωρά Διαμάντια», που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου, δεν υπήρξε καν περιθώριο για παρεξηγήσεις: συναντήθηκαν με μόλις μερικές δεκάδες αναγνώστες. Κι όσα λέτε για κείμενα που μπορούν να έχουν διαφορετικές προσλήψεις μέσα στον χρόνο και να συγκροτούν ένα «τριαριδικό σύμπαν», με τιμούν πολύ και θα ήθελα να έστρεχαν – μα δεν νομίζω ότι ισχύουν.
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΚΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ: ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΡΙΟ ΤΩΝ 4.000 ΔΟΛΑΡΙΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΗΣΙΩΣ. ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΠΟΥ ΘΕΡΙΖΟΥΝ ΚΑΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ – ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ AIDS, ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΟ 35% ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΑΧΑΡΙΑ ΑΦΡΙΚΗ. ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΟΛΗ ΑΥΤΗ Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ. ΜΑ, ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ Η COVID-19 ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΑΜΕ ‘ΠΑΝΔΗΜΙΑ’ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΗΚΑΜΕ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ».
Αν και εξαιρετικά «ατίθασος» ως πεζογράφος και ποιητής, φαίνεται πως ως θεατρικός συγγραφέας ήρθατε σε επαφή με ένα μεγαλύτερο κοινό – ας σημειωθεί ότι έργα σας δεν σταματούν να ανεβαίνουν όχι μόνον από νέους καλλιτέχνες, αλλά και από καταξιωμένους. Επίσης, ανεβαίνουν εκτός από τις ελληνικές πόλεις και στο εξωτερικό – Βερολίνο, Νέα Υόρκη… Πώς ερμηνεύετε αυτήν την απήχηση;
Δεν αισθάνομαι καλά με τους όρους «πεζογράφος», «ποιητής», «θεατρικός συγγραφέας» – δεν βρίσκω μια ταυτότητα μέσα σ’ αυτούς. Στο δικό μου μυαλό, όλες μου οι εκφραστικές προσπάθειες είναι αφηγήσεις – αφηγήσεις πεζόμορφες ή στιχουργημένες ή διαλογικές ή δοκιμιακές, που εκβάλλονται σε διαφορετικούς υποδοχείς.
Είναι αλήθεια πως στον κόσμο τού τυπωμένου βιβλίου υπήρξα (και ακόμη είμαι) μάλλον περιθωριακός – αν κι αυτός είναι ο κόσμος που ονειρεύτηκα από μικρό παιδί και έζησα μέσα του (τα τελευταία 20 χρόνια τύπωσα 37 βιβλία σε 9 εκδοτικούς οίκους). Να φανταστείτε πως στα βιβλιοπωλεία τής Σαλονίκης, όπου ως έφηβος ξεσκόνιζα καθημερινά επί 12ωρα κάθε ράφι και κάθε γωνιά τους, υπάρχουν ελάχιστα τυπωμένα βιβλία μου – ή και κανένα. Και γι’ αυτό δεν φταίνε οι βιβλιοπώλες – φταίνε τα βιβλία μου, που δεν πουλάνε.
Ωστόσο, τα γραπτά μου συναντήθηκαν με πολύ περισσότερους ανθρώπους σε δύο χώρους που δεν το φανταζόμουν: στο διαδίκτυο και στις θεατρικές αίθουσες. Η απήχηση στο διαδίκτυο μου είναι, ώς ένα σημείο, κατανοητή: όλα τα βιβλία μου διατίθενται ελεύθερα εδώ και 15 χρόνια. Αντίθετα, ο κόσμος τού θεάτρου με αγκάλιασε δίχως να καταλάβω το γιατί: δεν ανήκα σ’ αυτόν, δεν τον γνώριζα, δεν είχα οποιαδήποτε διασύνδεση μαζί του – επιπλέον, τα έργα μου δεν σχετίζονται με κρατικές και ημικρατικές σκηνές, θεσμικές επιχορηγήσεις και χορηγίες ιδρυμάτων. Κι όμως, τα τελευταία οκτώ χρόνια έχουν γίνει (κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις) τριάντα μία επαγγελματικές παραγωγές κειμένων μου – από μεγαλύτερούς μου, από συνομηλίκους μου, από νεανικές ομάδες. Και, όποτε ξανανοίξουν τα θέατρα, ετοιμάζονται άλλες εννέα.
Ίσως τα έργα μου να βολεύουν τις κολλεκτιβικές ομάδες, καθώς έχουν λίγα πρόσωπα (συνήθως δύο) και μπορούν να υποστηριχτούν σε μια «εκ των ενόντων» παραγωγή, δίχως λεφτά. Ίσως τα τελευταία χρόνια τα έργα μου να είναι και μια μόδα – που, φυσικά, θα περάσει.
Η κρίση τού κορωνοϊού έπληξε αμείλικτα τον θεατρικό κόσμο. Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η «επόμενη μέρα», με δεδομένο ότι η φυσική παρουσία είναι η βασική συνθήκη τού θεάτρου;
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή περίπου αξιωματική: η θεατρική πράξη υπάρχει αδιάλειπτα επί 2.500 χρόνια και είναι μια αδιανόητα ζωντανή τέχνη, που δείχνει να αντέχει, αλλά και να ενσωματώνει οποιαδήποτε ιστορική εξέλιξη και οποιαδήποτε εκφραστική νεωτερικότητα. Το θέατρο επέζησε της έκρηξης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, το θέατρο θάλλει στον καιρό τής οικονομικής κρίσης (οι παραστάσεις από διακόσιες κάθε χρόνο ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες ετησίως), το θέατρο ακμάζει παγκόσμια στον καιρό τού διαδικτύου.
Η Covid-19 δείχνει να πλήττει στη ρίζα της μια ζωτική συνθήκη τού θεάτρου – τη φυσική παρουσία κοινού και ηθοποιών στον ίδιο χώρο. Αλλά, συχνά, ένα ολέθριο γεγονός που προκαλεί αδιέξοδο κινητοποιεί τα πιο ζωντανά κύτταρα και αναδιατάσσει τις κανονικότητες του κόσμου – για να πω ένα παράδειγμα, η ιατρική έκανε άλματα δεκαετιών μέσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους τού 20ού αιώνα. Το θέατρο, θέλοντας και μη, θα μπει στον κόσμο τού διαδικτύου – και, φυσικά, δεν μιλώ για την προβολή τής μαγνητοσκόπησης των παραστάσεων. Μιλώ για μια καινούργια θεατρική τέχνη, που θα αναδυθεί μέσα στις διαδικτυακές πλατφόρμες επικοινωνίας – για μια νέα δραματουργία, σκηνοθεσία και υποκριτική, που θα ενσωματώσουν τους κώδικες της νέας επικοινωνίας και της νέας πραγματικότητας.
Θα ρωτήσει κάποιος: «Και τι θα γίνει με τη ζωντανή επαφή, που είναι ο πυρήνας τού θεάτρου;». Απαντάω: και ποιος μας είπε πως δεν είναι ζωντανή η επαφή που αναπτύσσεται σε ένα chat; Ποιος, στ’ αλήθεια, ορίζει τι είναι «ζωντανό» και τι «νεκρό»; Αν το θέατρο είναι ζωντανή εκφραστική ανάγκη τού ανθρώπου, δεν μπορεί να βρεθεί «στο ψυγείο» για δύο χρόνια. Θα γεννήσει καινούργιες φόρμες και καινούργιες κανονικότητες και θα συνεχίσει παρακάτω. Και κάτι απ’ αυτό που θα δώσει θα αποτελέσει εκφραστική αλήθεια –άρα, και εκφραστική πρακτική– και μετά τον καιρό τού κορωνοϊού. Είναι προφανές ότι κάποιοι θα συλλάβουν τον νέο καιρό και θα έχουν το ταλέντο να αποδειχτούν αντάξιοι της πρόσκλησης. Μακάρι με κάποιον τρόπο να είμαστε κι εμείς –καθένας από εμάς– μέσα σ’ αυτό.
Εδώ και πολλά χρόνια βιοπορίζεστε μέσα από σεμινάρια, ένα ιδιαίτερο είδος αντιδιδακτικής διδασκαλίας που έχει το δικό του, φανατικό κοινό. Τι σας έχει προσφέρει η εμπειρία αυτή; Πρόκειται, τελικά, μόνο για βιοπορισμό ή είναι ακόμη μία πλευρά τής δημιουργικής σας πορείας;
Προφανώς, προσπαθώ με κάθε τρόπο το δεύτερο – και θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος αν, έστω και στο ελάχιστο, το καταφέρνω. Μέσα στον νου μου, ο κόσμος είναι ένα σάρμα (σ.σ.: όρος τού Ηράκλειτου, που σημαίνει «ακατανόητος σωρός») σπαρακτικών όσο και αιμορραγικών αφηγήσεων, απ’ όπου τραβούμε κλωστές – κι αυτές, με τη σειρά τους, μας τραβάνε προς μιαν έξοδο, όπως ο μίτος τής Αριάδνης. Αυτές τις ιστορίες προσπαθώ να αφηγηθώ με διάφορους τρόπους – είτε μιλώντας είτε γράφοντας, με λόγια και λέξεις σε βιβλία, σε αίθουσες θεάτρου, σε οθόνες υπολογιστή και έξυπνων κινητών, σε αίθουσες σεμιναρίων. Νομίζω πως όλο αυτό το ελαφρώς ανερμάτιστο, ακαταλόγιστο και απολύτως φλύαρο σύνολο ορίζει και συνθέτει την ύπαρξή μου – με άλλα λόγια, όλα αυτά είμαι εγώ.