Κάποιοι
μαζεύονται σε πλατείες για να χορέψουν, είναι όμως σαν να δέρνονται. Ένα ζευγάρι κατασκοπεύει με κυάλια τούς απέναντι. Ένας άνδρας έξω από ένα παρατημένο μπαρ αναρωτιέται πού πάνε τα σκυλιά μέσα στη νύχτα. Ένα αγόρι μαθαίνει να αντέχει τα σβησμένα τσιγάρα πάνω στο χέρι του.
Στα 18 διηγήματα της συλλογής τού πρωτοεμφανιζόμενου Φώτη Μανίκα η ζωή σφυροκοπά τους ήρωές του. Οι ιστορίες του ξεχειλίζουν από πρόσωπα, ονόματα, φωνές, ιστορίες. Ποτέ δεν τους συμβαίνει ένα και μόνο πράγμα. Συμβαίνουν πολλά, δεν ξέρει κανείς από πού να το πιάσει – η ζωή, τα γεγονότα, οι σκέψεις κυλούν σαν ορμητικό νερό στο αστικό τοπίο. Στον θόρυβο και την αγριότητα της μεγαλούπολης.
Ο χώρος
είναι η σύγχρονη Αθήνα. Οι ήρωές του κινούνται σε διαμερίσματα, μπαρ, δρόμους, πλατείες, καφέ και εστιατόρια. Αποκαλύπτουν πολλά για τους εαυτούς τους, τα βιώματά τους, το παρελθόν τους, τις επιθυμίες τους, τις μύχιες σκέψεις τους. Αποκαλύπτουν ακόμη κι εκείνα που με δυσκολία λέγονται, δεν δείχνουν για άνθρωποι που θέλουν να κρύβονται. Εξάλλου, πολλοί από αυτούς πιστεύουν πως το ελέγχουν, πως «το ‘χουν», ενώ ζουν πυρετικά μέσα στη δίνη της σύγχρονης ζωής, όπου το άδοξο της καθημερινότητας συναντά το παράλογο, το κενό, τον ίλιγγο, τον υπαρξιακό στροβιλισμό, τον φόβο, αλλά και την τρυφερότητα.
Ο συγγραφέας
τούς αφήνει να μιλήσουν, χωρίς να το πειράξει. Το αντίθετο: αν κάτι μοιάζει να τον ενδιαφέρει, αυτό είναι η αυθεντική φωνή τους – ένα μείγμα από ένα λεξιλόγιο παλλόμενης προφορικότητας, βρισιές και σλανγκ των δρόμων, αποδίδοντας με πιστότητα την ωμότητα των πραγμάτων. Το ίδιο αυθεντική «ακούγεται» και η πόλη, ανελέητη και εκκωφαντική, όχι σαν φόντο ή σκηνικό, αλλά ως οργανικό στοιχείο της πλοκής, σε μια ατέλειωτη αλληλεπίδραση με τους χαρακτήρες.
Ο Φώτης Μανίκας αποδεικνύεται ένας έξοχος παρατηρητής της σύγχρονης ζωής. Δεν κρίνει, δεν παρεμβαίνει. Αφήνει τα πράγματα να συμβούν. Η κοφτή, λιτή, ασθματική πρόζα, η αιχμηρότητα των διαλόγων, η κόψη του ξυραφιού στην οποία όλα μοιάζουν να κινούνται, το απίστευτο χιούμορ που υπάρχει ακόμη και πίσω από την πιο σκληρή ιστορία, η διαρκής συνομιλία με το παράλογο σε ιστορίες σκληρού, σκληρότατου ρεαλισμού συνθέτουν ένα κόσμο, του οποίου τα όρια διαρκώς πιέζονται.
Ο τόσο
λειτουργικός τίτλος της συλλογής δεν είναι δάνειο από κάποιο από τα διηγήματα του τόμου. Μοιάζει, ωστόσο, να τα χωρά όλα, να τα καλύπτει όλα. Ακούγεται σαν ένα είδος απάντησης σε μια φανταστική ερώτηση, μια απάντηση γεμάτη κατανόηση για τους εγκλωβισμένους.