fbpx

Citymagthess.gr

«Έχουμε ανάγκη να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει»

Μοιραστείτε το

«ΠΗΡΑ ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΛΒΕΝΤΟ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ. ΗΤΑΝ ΠΑΣΧΑ, ΤΕΤΟΙΑ ΕΠΟΧΗ. Ο ΚΑΜΠΟΣ ΓΥΡΩ ΗΤΑΝ ΟΛΑΝΘΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΟΣ. ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ, ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΣΥΝΔΥΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΑΚΛΗΡΗ. ΚΑΙ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΤΟ ‘ΠΑΙΔΙ’».

Σε ποια ψυχική διάθεση σας βρίσκει ο εγκλεισμός; Πώς βιώνετε αυτήν την εμπειρία; Έχετε διατηρήσει τη δημιουργική σας διάθεση ή μήπως όλο αυτό το (κάπως τρομακτικό) πλαίσιο σας έχει ρίξει σε περισυλλογή;

Όπως οι περισσότεροι, λίγο πολύ, πέρασα κι εγώ και περνάω από διάφορα κύματα. Τις πρώτες μέρες, παρά την έκπληξη και το μούδιασμα, το πήρα σχεδόν σαν διακοπές: ξεκίνησα να κατεβάζω ορεξάτος αδιάβαστα βιβλία από τα ράφια, τα πρωινά –δουλεύω αυτόν τον καιρό από το σπίτι– καθόμουν στον υπολογιστή να δουλέψω ντυμένος σαν να επρόκειτο να πάω στο γραφείο και οργάνωνα τον χρόνο μου σαν να μην είχε αλλάξει το παραμικρό. Σταδιακά όμως, καθώς οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση χειροτέρευε, καθώς μεγάλωνε ο φόβος για το πώς θα εξελιχθεί η επιδημία και, κυρίως, για το τι μέλλει γενέσθαι, όταν επιστρέψουμε στην πρότερη ζωή μας, η ψυχολογία μάλλον πήρε την κάτω βόλτα. Ωστόσο, κατά το γνωστό «ο άνθρωπος είναι το ον που συνηθίζει στο καθετί», τελευταία έχω βρει κάπως τα πατήματά μου, ισορροπώ.

Είστε από τους συγγραφείς εκείνους που μιλούν ανοιχτά και με αγάπη για τα διαβάσματά τους, αλλά και για το πώς αυτά επηρεάζουν τα δικά σας γραπτά. Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε συγγραφείς και βιβλία που γεμίζουν τη ζωή σας – ίσως και αυτές τις ημέρες τού εγκλεισμού;

Γιατί να κρύβουμε τις οφειλές μας; Έτσι κι αλλιώς, όποιος έχει μάτια βλέπει. Ορισμένοι συγγραφείς που παραμένουν σταθερές αναφορές για εμένα είναι ο Σέργουντ Άντερσον, η Κάθριν Μάνσφιλντ, ο Ε.Χ. Γονατάς, ο Ντίνο Μπουτζάτι, ο Νίκος Χουλιαράς – είναι πολλοί. Και ορισμένοι τίτλοι: το «Ουάινσμπεργκ, Οχάιο» του Άντερσον, η «Παλατινή Ανθολογία» (μαζί με μια άλλη «ανθολογία», την «Ανθολογία τού Σπουν Ρίβερ» τού Έντγκαρ Λι Μάστερς), η «Κοινή ανθρώπινη μοίρα» τού Σάμιουελ Μπάτλερ, «Ο κάμπος στις φλόγες» τού Χουάν Ρούλφο, «Το Μπακακόκ» τού Νίκου Χουλιαρά, οι «Φανταστικοί βίοι» τού Μαρσέλ Σβομπ… Αλλά αυτήν την περίοδο, με όσα ζούμε, δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ στη λογοτεχνία. Έχω αδιάβαστα τρία-τέσσερα βιβλία που αγόρασα από το χριστουγεννιάτικο παζάρι των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Αυτά έχω στο κομοδίνο.

Στις ιστορίες σας, οι ήρωές σας, που μας φαίνονται οικείοι και αναγνωρίσιμοι, βιώνουν συχνά μιαν εμπειρία που παίζει με τα όρια της πραγματικότητας, της φαντασίας, της λογικής – και, ξαφνικά, τίποτε δεν είναι συνηθισμένο. Γιατί το επιλέγετε;

Από τη μια, υποθέτω επειδή νιώθω πως οι περισσότεροι έχουμε ανάγκη να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας και από το σώμα μας, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Έχουμε συχνά –εξαιτίας, ίσως, μιας επίμονης ήπιας λύπης– την επιθυμία να αποδράσουμε. Κι από την άλλη, δεν ζούμε μόνο μία ζωή: πολλοί πορευόμαστε αμφίθυμοι και διχασμένοι και κάτω από την επιφάνεια σιγοβράζει –ενίοτε κοχλάζει– μια πραγματικότητα παράλληλη. Όταν οι ήρωες αυτών των διηγημάτων διασταυρώνονται με κάτι που ανατρέπει ό,τι αντιλαμβάνονται ως οικείο και αναγνωρίσιμο, στην ουσία αναδύεται στην επιφάνεια αυτή η λανθάνουσα ζωή. Αυτή είναι η λογική αρκετών διηγημάτων, ιδίως στο «Αστείο».

Με εξαίρεση την πρώτη συλλογή, τόσο το «Αστείο» όσο και «Το παιδί» –και, βέβαια, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους– αντλούν από την ίδια δεξαμενή. Πείτε μας λίγα λόγια για τις εμπνεύσεις σας…

Θα έλεγα πως μάλλον αντλώ από τη δεξαμενή από την οποία αντλεί οποιοσδήποτε καταπιάνεται με μια «δημιουργική», ας πούμε, εργασία: εμμονές, καθηλώσεις, ματαιώσεις, ελπίδες, φόβοι, ήττες, χαρές, ορισμένα βιώματα που τον σφράγισαν –κυρίως κατά την παιδική και εφηβική ηλικία–, από τη σχέση με τους γονείς και την οικογένεια, τους έρωτες, τον θαυμασμό προς τα καλλιτεχνικά έργα που πασχίζει ρητά ή άρρητα να μιμηθεί και, οπωσδήποτε, απ’ ό,τι του γεννά η επίγνωση της «κοινής ανθρώπινης μοίρας», για να θυμηθούμε τον Μπάτλερ. Αυτά είναι, ας πούμε, η «υποδομή» ενός έργου, η λάβα τού ηφαιστείου του. Κατά περίπτωση, το υλικό αυτό εκφαίνεται διά ποικίλων «ασυλλήπτων μεθόδων», τρόπων και αναφορών –όσον αφορά εμένα, είναι το Βελβεντό, η φύση, τα ζώα, τα παιδιά, μια κάποια αίσθηση βίας κτλ. Όμως, εκείνο που πραγματικά μετράει κρύβεται –καραδοκεί, ίσως;– στο «μέσα δωμάτιο», όπως λέει κι ένας δημιουργός που θαυμάζω, ο Μιχάλης Σιγανίδης.

Το Βελβεντό μοιάζει να βρίσκεται σχεδόν πίσω από κάθε ιστορία σας. Επηρέασε το γράψιμό σας το ότι μεγαλώσατε στη φύση, μακριά από τη πόλη;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Βελβεντό Κοζάνης, ένα κεφαλοχώρι τριών χιλιάδων κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους –ανάμεσά τους και η οικογένειά μου– είναι αγρότες. Το χωριό απλώνεται σ’ έναν μικρό, μακρόστενο κάμπο με οπωροφόρα, ανάμεσα στην όχθη τής λίμνης Πολυφύτου και στους πρόποδες των Πιερίων.

Οι εικόνες στο «Αστείο» και, κυρίως, στο «Παιδί» είναι αντλημένες από εκεί, διότι αυτές γνωρίζω και πάνω σ’ αυτές νιώθω ότι μπορώ, με σχετική σιγουριά, να χτίσω αφηγήσεις δυνάμει στέρεες. Το τοπίο με τις εναλλαγές του –λίμνη, κάμπος, βουνά, δάση, ζώα– προσφέρει πλούσιο υλικό. Δεν είναι ο πλούτος μας που με γοητεύει και γι’ αυτό χρησιμοποιώ ως υλικό τη φύση· είναι, κυρίως, ότι η φύση είναι ταυτόχρονα αθώα και άγρια, τροφός και τιμωρός, παρθένα και βίαιη, καταφύγιο και διώκτης. Πάνω απ’ όλα, είναι αδιάφορη, ένας καθρέφτης όπου αντικατοπτρίζεται ανεστραμμένη η κωμωδία μας. Αυτό με τραβάει.

Πού ζείτε σήμερα; Πώς σας επηρεάζει η πόλη – γιατί έχει κι αυτή τη θέση της στα γραπτά σας…

Ζω στην Αθήνα από το 2004. Κατέβηκα μετά τον στρατό, για να κάνω το μεταπτυχιακό μου στο Πάντειο. Κατόπιν έπιασα δουλειά και έκτοτε ζω εδώ. Θυμάμαι μια συνέντευξη του Ευθύμη Φιλίππου, που έλεγε ότι η Αθήνα δεν τον επηρεάζει ιδιαίτερα, διότι τη ζει σαν μια κωμόπολη – έχει τη γειτονιά του, τα στέκια του, τον μικρό του κύκλο.

Κάτι τέτοιο θα απαντούσα κι εγώ: παρά το μέγεθος της πόλης, στην ουσία οι διαδρομές μου είναι γεωγραφικά και συναισθηματικά συγκεκριμένες και περιορισμένες. Παίρνω ενίοτε τους δρόμους και η ελευθερία και η ανωνυμία μού αρέσουν – αλλά η Αθήνα για εμένα είναι το ιδιωτικό μου μικροσύμπαν, ο θύλακας από ανθρώπους και τόπους που με τα χρόνια έχω φτιάξει και εντός των ορίων του ζω. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι με επηρεάζει ιδιαίτερα, ούτε έχει προς το παρόν σημαντική θέση στα γραπτά μου. Άλλωστε, οι μικροί τόποι είναι συνήθως πιο ενδιαφέροντες για τη λογοτεχνία.

Όλες σας οι ιστορίες διακρίνονται από έναν λόγο λιτό και είναι εξαιρετικά πυκνές. Πώς φτάσατε σε αυτό το συγγραφικό ύφος;

Υποθέτω ότι, απλώς, αυτή είναι η ιδιοσυχνότητά μου, η οποία με οδήγησε στην αναγνωστική συνάντηση με πεζογράφους που γράφουν έτσι. Η συνάντηση αυτή όξυνε περαιτέρω το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν τον τρόπο, ώσπου, όταν δοκίμασα να γράψω, ανεπίγνωστα έγραψα έτσι. Συνεχίζοντας την προσπάθεια, διορθώνοντας και πασχίζοντας να εμβαθύνω, να γράψω πυκνότερα και ακριβέστερα –όχι απαραίτητα πετυχαίνοντας τον στόχο μου– κατέληξα στον λιτό λόγο του «Παιδιού»· λέω του «Παιδιού», γιατί το «Αστείο» διαφέρει ελαφρώς στους τρόπους του. Όπως και να ‘χει, δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Υπάρχει καλά ριζωμένη τέτοια παράδοση στην ελληνική διηγηματογραφία, όπως επίσης και στην αμερικανική, που αγαπώ εξίσου.

Κι έπειτα είναι οι ποιητές… Ο επίδοξος διηγηματογράφος έχει να ωφεληθεί από την ποίηση. Η ποίηση είναι εργαστήριο γλώσσας. Διδάσκει πύκνωση, οικονομία, αιφνιδιασμό, έκκεντρο και φιλοπαίγμον πνεύμα, αποκαλύπτει τη δυνατότητα του λόγου να γεννήσει θάμβος, καλλιεργεί το θάρρος για καταβύθιση και συνάντηση με τον εαυτό. Είναι μια δωρεά.

Σ’ αυτό που λέμε «μικρή φόρμα» φαίνεται να κινείστε με άνεση. Κάποιος ίσως σκεφτόταν ότι μερικές από τις ιστορίες σας έχουν από πίσω μια ιδέα τόσο δυνατή, που θα μπορούσε να απλωθεί σε περισσότερες σελίδες. Εσείς όμως όχι, δεν το επιλέγετε. Δεν σας ενδιαφέρει το μυθιστόρημα…

Δεν ξέρω αν έχω στόφα διηγηματογράφου, πάντως σίγουρα δεν έχω στόφα μυθιστοριογράφου. Δεν έχω την υπομονή, κυρίως όμως δεν έχω την ιδιοσυγκρασία, τον τύπο τής πνευματικής φτιαξιάς που απαιτείται για κείμενα τέτοιας έκτασης, αλλά και τέτοιας κοπής. Διότι το μυθιστόρημα συνήθως το απασχολεί η έκταση, ενώ το διήγημα η ένταση· και συχνά –όχι πάντοτε, βέβαια– το μυθιστόρημα νοησιαρχείται, ενώ το διήγημα (τουλάχιστον το διήγημα που προτιμώ ως αναγνώστης) καμαρώνει για την εξ αγχιστείας, έστω, συγγένειά του με το ποίημα. Για να το πω αλλιώς: ιδανικά, το διήγημα είναι ο προνομιακός χώρος όπου διασταυρώνονται οι αρετές τής πεζογραφίας και της ποίησης. Δύσκολος συνδυασμός, όταν όμως πετυχαίνει, τι άλλο να ζητήσει κάποιος; Συνεπώς, μέχρι νεωτέρας, παραμένω στην οικεία μου αναγνωστική και συγγραφική περιοχή.

Πρέπει να πω ότι ένα διήγημα όπως το «Παιδί», που ίσως όχι τυχαία βαφτίζει και το βιβλίο, κινείται σε τόσο λεπτές γραμμές ρεαλισμού, φαντασίας, θεολογίας, μεταφυσικής και απλού ανόθευτου ανθρώπινου πόνου, που ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο συγκλονισμένος, χαμένος σε σκέψεις. Πώς κάνατε μια τέτοια σύλληψη;

Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Πράγματι, το διήγημα «Το παιδί» δεν δίνει τυχαία τον τίτλο του στη συλλογή. Το διήγημα αυτό συγκεφαλαιώνει –τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου– τη θεματική τού βιβλίου, συνεπώς έχει σημαντική θέση στο οικοδόμημά του. Επίσης, ήθελα να είναι το κείμενο με το οποίο κλείνει η συλλογή, διότι επιτρέπει μια κάποιαν ανάσα γλυκόπικρης ανάτασης – το ελπίζω, τουλάχιστον… Ήθελα, μετά από έντεκα σκοτεινές ιστορίες, το βιβλίο να τελειώνει με μια νύξη ελπίδας και παραμυθίας.

Πώς γράφτηκε το διήγημα αυτό; Πήρα ένα απόγευμα το ποδήλατό μου και κατέβηκα στο εξωκλήσι τού Αγίου Χριστοφόρου, έξω από το Βελβεντό, κοντά στη λίμνη. Ήταν Πάσχα, τέτοια εποχή. Ο κάμπος γύρω ήταν ολάνθιστος και φωτεινός. Ύστερα από κάποιες ημέρες, το δοξαστικό, εορταστικό αίσθημα που μου γέννησε το τοπίο γύρω από το εκκλησάκι συνδυάστηκε με την ιστορία μιας ηλικιωμένης κυρίας από το χωριό, που έμεινε άκληρη. Και προέκυψε το «Παιδί».

Θα έλεγε κάποιος ότι τα βιβλία σας βρίσκουν το κοινό σας. Τι σας μεταφέρουν οι αναγνώστες σας, όταν έχουν την ευκαιρία να σας συναντήσουν; Αισθάνεστε άνετα με αυτό;

Είναι μεγάλη χαρά να σε πλησιάζουν, για να σου πουν δυο καλά λόγια. Ενίοτε, το έχει κάποιος πολλή ανάγκη – ψυχοσυναισθηματικά εννοώ. Είναι συγκινητικό, επειδή αυτά τα κείμενα είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Βέβαια, καμιά φορά μού έρχεται στον νου το σαββοπουλικό «Νιώθω σαν κάτι κοριτσάκια που ‘χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια», κυρίως γιατί –όχι σπάνια– στις ερωτήσεις που καλοπροαίρετα μου τίθενται δεν ξέρω τι να απαντήσω «και προσπαθώ ν’ αποκριθώ με κάτι φθόγγους που δεν βγαίνουν».

Απουσιάζετε εντελώς από τα κοινωνικά δίκτυα, το πρώτο σημείο που θα ψάξει κάποιος όταν βρει έναν συγγραφέα που τον αφορά. Μπήκατε στον πειρασμό ή νομίζετε ότι είναι απλώς χάσιμο χρόνου;

Θα έλεγα πως το πρώτο σημείο όπου θα αναζητούσε κάποιος έναν συγγραφέα που τον ενδιαφέρει είναι το βιβλιοπωλείο ή η βιβλιοθήκη. Είναι χαρακτηριστικό τής εποχής να φιλτράρονται όλα από τα κοινωνικά δίκτυα. Είμαι επιφυλακτικός τόσο απέναντι στην ανέξοδη οικειότητα όσο και στην καφενειακή νοοτροπία που συχνά βλέπει κάποιος εκεί. Υπάρχουν και θετικές πτυχές, ασφαλώς… Αλλά τα ίδια οφέλη μπορεί κάποιος να τα αποκομίσει και από αλλού, δίχως να πολυανακατεύεται με τα πίτουρα.

Σας ευχαριστώ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ.


Μοιραστείτε το

Κύλιση στην κορυφή

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες