fbpx

Citymagthess.gr

«Έχουμε ανάγκη την απόσταση από τα τρέχοντα»

Μοιραστείτε το

Πώς βρεθήκατε στον κόσμο τής γραφής; Μια πιεστική ανάγκη από μέσα, μια επιθυμία που σχηματίστηκε μέσα από την αναγνωστική σας διαδρομή ή, τελικά, μια απόφαση ότι θα θέλατε να ζήσετε και έτσι τη ζωή σας, έχοντας δηλαδή γράψει μερικά βιβλία;

Ας αρχίσω με το εξής… Δεν έγραφα από μικρός. Διάβαζα όμως. Ακόμη διαβάζω – περισσότερο απ’ όσο γράφω. Πολύ διστακτικά, το 2005 (ή, ίσως, το 2006, περάσανε τα χρόνια…), έστειλα μιαν αίτηση για τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής τού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Διδάσκων ήταν ο Μισέλ Φάις. Μέσω αυτών των συναντήσεων προέκυψαν τρία τινά: πρώτον, η χαρά τού να μοιράζεσαι τα κείμενά σου με άλλους κι εκείνοι τα δικά τους – όλοι τους έγραφαν καλύτερα από εμένα. Δεύτερον, η διαπίστωση ότι αφετηρία τής γραφής είναι η ανάγνωση. Τρίτον, η φιλία μου με τόσους ανθρώπους, όπως ο Μισέλ, ο Χρίστος Κυθρεώτης, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης, ο Γιάννης Τσίρμπας, η Ιωάννα Ντούμπρου ή ο Νίκος Βουδούρης, που βλέπουν και περιγράφουν τον κόσμο στα γραπτά τους με τρόπο διαφορετικό, μα παραπληρωματικό τού δικού μου.

Και, για να έρθω στο τώρα: όταν τελείωσα τη μεταδιδακτορική μου έρευνα στην Οξφόρδη και ετοίμαζα τη δική μου ερευνητική ομάδα στην Κολωνία, ένας καθηγητής τού τμήματός μου με συμβούλευσε να αφήσω στην άκρη τη λογοτεχνία και να αφιερωθώ στη βιολογία. Ίσως, αν το είχα κάνει, να ήμουν τώρα πιο επιτυχημένος ερευνητικά – μου είναι όμως σαφές ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι αυτό απαντά στο ερώτημά σας.

Στο πρώτο βιβλίο («Καρυότυπος»), ο κεντρικός χαρακτήρας είναι –αν δεν κάνω λάθος– ό,τι κι εσείς: ερευνητής μοριακός βιολόγος. Η επιστήμη σας μοιάζει σαν να ακολουθεί την απόφασή σας να είστε παράλληλα και συγγραφέας, να μη θέλετε μέσω της γραφής να κρατήσετε ένα είδος απόστασης από αυτήν. Ίσως κι επειδή η βιολογία μοιάζει να είναι ο χώρος μέσα από τον οποίο προκύπτουν τα μεγάλα ηθικά ζητήματα της εποχής μας. Εξάλλου, αυτά ποτέ δεν σταμάτησαν να τροφοδοτούν τη μυθοπλασία…

Στον «Καρυότυπο», η Μοριακή Βιολογία επέτρεπε έναν γόνιμο παραλληλισμό. Αλλά –δεν έχετε άδικο– δεν μπορώ να διαχωρίσω τον θετικό επιστήμονα από τον συγγραφέα εντός μου. Έτσι, η λογοτεχνία παρεισφρέει συχνά στα επιστημονικά μου άρθρα ή η μοριακή βιολογία στην πρόζα μου. Αυτό δεν είναι πάντοτε καλό, αλλά, όπως συμβαίνει και με τα γονίδιά μας, πώς να αρνηθούμε αυτό που είμαστε;

Τέλος, σε ό,τι αφορά τα ηθικά ζητήματα που εγείρει η επιστήμη, η γνώμη μου είναι ίσως λίγο αιρετική. Βλέπω μια συνάφεια λογοτεχνίας και βιολογίας σ’ αυτό: και οι δύο είναι εκεί πρωτίστως για να θέτουν ερωτήματα, άσχετα με το εάν αυτά μπορούν να απαντηθούν (ή αν είμαστε έτοιμοι να συμφιλιωθούμε με την απάντηση). Αν το δεχτούμε αυτό, η περιπέτεια της γραφής, της ανάγνωσης, της επιστημονικής προόδου μετασχηματίζεται.

«ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ ΕΝ ΘΕΡΜΩ, ΕΙΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΙΤΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ – ΚΑΙ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΑ ΠΕΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΥΤΟΥ. ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΟΣΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΚΥΨΕΙ (ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ), ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΑ ΠΛΗΡΕΙΣ ‘Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΙΜΕΣ».

Η εποχή μας, ο 21ος αιώνας –για πολλούς κάπως ακατανόητος και διαφορετικός από τον 20ο–, φέρνει στο προσκήνιο με έναν διαφορετικό τρόπο το μέγα θέμα τής μνήμης, θέμα που βρίσκεται τόσο στον «Καρυότυπο» όσο και στο δεύτερο βιβλίο σας, «Ρηχό νερό, σκιές». Μάλιστα, στο ίδιο βιβλίο η φράση «η μνήμη είναι ένα αστείρευτο πηγάδι από ψέματα» είναι αποκαλυπτική για το πώς τοποθετείστε απέναντί της. Θα διατύπωνα την άποψη πως όσο πιο κοντινή τόσο πιο παραπλανητική μπορεί να γίνει. Συμφωνείτε με μια τέτοια εκτίμηση;

Συμφωνώ και επαυξάνω. Είμαι της γνώμης πως, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουμε ανάγκη την απόσταση από τα τρέχοντα. Δύσκολα προκύπτουν σπουδαία πράγματα από γεννήματα εν θερμώ, είτε λογοτεχνικά είτε επιστημονικά – και η πανδημία μάς δίνει ένα πειστικό παράδειγμα αυτού. Από τις τόσες επιστημονικές δημοσιεύσεις που έχουν προκύψει (με την αίσθηση του κατεπείγοντος), ελάχιστες είναι εκείνες που είναι ικανά πλήρεις ή ουσιαστικά αξιοποιήσιμες. Η επιστημονική κοινότητα, παρά την αξιοζήλευτη κινητοποίηση, το επισημαίνει διαρκώς αυτό – το τώρα είναι μια διαρκής μαθητεία.

Πιστεύω ότι ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία. Μόνον όταν χωνέψουμε αυτό που περάσαμε –και αυτό είναι μια διαδικασία λίγο πιο αργή για κάποιους σαν εμένα, λίγο ταχύτερη για άλλους, αλλά σίγουρα όχι στιγμιαία– θα προκύψουν σπουδαία γραπτά. Άλλωστε, δεν είναι κάθε αφήγηση μια αφήγηση από δεύτερο ή τρίτο χέρι;

Και κάτι ακόμη περί μνήμης… Μπορεί να γίνει αφάνταστα συναισθηματική – κι αυτό, αν το συμμερίζεστε, αφορά το ίδιο την προσωπική και τη συλλογική μνήμη;

Μια και η μνήμη δεν είναι ποτέ αντικειμενική ή κρυστάλλινα διαυγής, δεν μπορεί παρά να είναι συναισθηματική. Αυτό δεν αλλάζει το ότι μνήμη είναι ό,τι θυμόμαστε και όχι ό,τι συνέβη – άλλωστε, αυτό την καθιστά τόσο πειστική.

Στο δεύτερο βιβλίο πηγαίνετε μέχρι το Πρίπιατ. Η Αλεξίεβιτς χαρακτηρίζει το Τσερνόμπιλ «έγκλημα κατά τής ανθρωπότητας». Είναι μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές τού 20ου αιώνα, που ρίχνει μια εξίσου σκοτεινή κληρονομιά στον 21ο. Γιατί ασχοληθήκατε; 

Έχω τρεις απαντήσεις σ’ αυτό – ελπίζω ότι η μία συμπληρώνει την άλλη. Αφενός, δεν βλέπω τον λόγο γιατί η ελληνική λογοτεχνία να περιορίζεται σε θέματα «ελληνικά», ειδικά σήμερα, που ο κόσμος είναι πιο κοντά μας από ποτέ. Αφετέρου, όλη η Ευρώπη έζησε την καταστροφή – έχω έντονες μνήμες (πιθανότατα ψευδείς) από τις ημέρες τού πανικού στην Ελλάδα και η ένταση είναι προπομπός τής γραφής.

Τέλος, πρέπει να πω ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι – και στο παιχνίδι αυτό, όπως εκτυλίσσεται στο «Ρηχό νερό, σκιές», η καταστροφή στο Τσερνόμπιλ δεν είναι ούτε ο κύριος άξονας ούτε το σημείο εστίασης. Είναι το σκιασμένο φόντο, από το οποίο ο αναγνώστης (ελπίζω…) αντλεί κομμάτι τής έντασης και της σκοτεινιάς που καλύπτουν τις σπονδυλωτές ιστορίες τού βιβλίου. Δεν έγραψα για την καταστροφή στον αντιδραστήρα νούμερο 4 του Τσερνόμπιλ: έγραψα για το κληροδότημα της μνήμης και της μοναξιάς. Βέβαια, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ταυτίζεται πάντοτε με την πρόσληψη του αναγνώστη, ας μην το ξεχνάμε αυτό.

Επανέρχομαι σε ζητήματα που θέτει το πρώτο σας βιβλίο – ανάμεσα σ’ αυτά και αυτό της ταυτότητας, ακόμη ένα θέμα που ο 21ος αιώνας το φέρνει εμφατικά στο κάδρο. Ένα ορφανό τού Τσαουσέσκου μεγαλώνει στην Αθήνα, αργότερα βρίσκεται με την ιδιότητα του ερευνητή στην Οξφόρδη. Αρκετά μπερδεμένο στην προσπάθειά του να κατανοήσει κάποιος ποιος είναι και σε ποιον κόσμο βρίσκεται, με το ρουμανικό τραύμα να δεσπόζει. Μήπως τελικά τα μεγάλα τραύματα του 20ου αιώνα διασαλεύουν τις ταυτότητες του 21ου;

«Ό,τι είναι παρελθόν είναι πρόλογος», γράφει ο Σαίξπηρ – και αντιγράφω εγώ στην προμετωπίδα τού δεύτερου βιβλίου μου. Τα τραύματα του 20ου αιώνα καθορίζουν –ακόμη κι αυτά που έφτασαν ώς εμάς, ως διηγήσεις των παππούδων μας– το φορτίο τού 21ου. Το θέμα με τα τραύματα είναι ότι οφείλουμε να μην τα διαχειριζόμαστε με όρους τού τότε, αλλά του σήμερα. Και κάτι ακόμη: η γενιά η δική μου, μια γενιά που μεγάλωνε με τόσες βεβαιότητες, που συχνά κάλυπταν (προσχηματικά, έστω) κάποια από αυτά τα τραύματα, βρίσκεται τώρα αποστερημένη από σχεδόν κάθε βεβαιότητα και με το βάρος τού αύριο στους ώμους. Μια παράξενη, συλλογική αναμέτρηση με τα τραύματα που φέρνει ο χρόνος – ευρεσιτεχνία των καιρών μας.

Ζείτε στο εξωτερικό – στη Γερμανία, αν δεν κάνω λάθος. Αυτή η απόσταση σε σχέση με τις ελληνικές περιπέτειες των τελευταίων ετών σάς βοηθάει, ίσως, να δείτε πιο καθαρά; Ή μήπως η απόσπαση και η απουσία τού καθημερινού βιώματος μειώνει τη σύνδεση και την ενσυναίσθηση;

Ζω στο εξωτερικό από το 2008 – οι γονείς μου, όμως, η αδελφή μου, τα ανίψια μου, οι φίλοι μου, όλοι τους ζουν στην Ελλάδα. Το ότι δεν βίωσα την κρίση ή τις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα δεν σημαίνει ότι δεν τα ένιωσα όπως διαγράφονταν στα βλέμματα και στα πρόσωπα των δικών μου, ότι δεν ανησυχούσα ή δεν στενοχωριόμουν. Και τώρα ανησυχώ και στενοχωριέμαι. Πάντως, αν κάτι μου έμαθαν αυτά τα 12 χρόνια στο εξωτερικό, αυτό είναι η ανεκτικότητα. Υπάρχουν πράγματα που γίνονται με πολύ καλύτερο τρόπο στη Γερμανία ή στη Βρετανία, υπάρχουν και πράγματα αδιανόητα. Το ίδιο ισχύει και για πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Συμβιώνοντας με το διαφορετικό, μαθαίνεις πρωτίστως πράγματα για εσένα τον ίδιο – και έτσι γίνεσαι λιγότερο απόλυτος, «ανοίγει» ο ορίζοντας, αν θέλετε.

Σας αρέσει, ωστόσο, που ζείτε έξω; Τα κοινωνικά δίκτυα βοηθούν στο να διατηρηθεί μια επαφή ζωντανή σαν να ήταν πράγματι ζωντανή; Και κάτι ακόμη: ίσως να μπορούσε κάποιος να σχηματίσει την εντύπωση ότι ποτέ στο παρελθόν δεν κατακλυζόμασταν από τόσες ερωτήσεις, μέιλ, messenger – είναι σαν να μιλούν διαρκώς φωνές. Και, την ίδια ώρα, να υποφέρουμε από μια παγερή μοναξιά. Κλισέ ίσως, αλλά μπορεί μέσα στο κλισέ να υπάρχει μια δόση αλήθειας…

Δεν εκδιώχθηκα από την Ελλάδα, επέλεξα να φύγω. Δυσκολεύτηκα, φυσικά… Ακόμη δυσκολεύομαι – οι γιοι μου όμως, για παράδειγμα, γεννήθηκαν στην Οξφόρδη και μεγαλώνουν στη Γερμανία· νιώθουν τη χώρα και τη γλώσσα σπίτι τους. Και, φυσικά, τρελαίνονται για την Ελλάδα.

Όσον αφορά στα κοινωνικά δίκτυα: η δική μου γενιά είναι μεταιχμιακή… Μεγαλώσαμε με τρία κανάλια στην τηλεόραση και ένα σταθερό τηλέφωνο για δύο σπίτια. Ύστερα, στο τέλος τής εφηβείας μας, εμφανίστηκαν τα κινητά, οι πρώτες συνδέσεις στο διαδίκτυο κοκ. Όταν το 2008 έφυγα για τη Βρετανία, ένας φίλος μού άνοιξε λογαριασμό στο Facebook. Μέσω αυτού και μέσω Skype (πράγματα που εμφανίζονται διαρκώς στο πρώτο μου βιβλίο) κράτησα ζωντανή την επαφή με την οικογένεια και τους φίλους μου. Τώρα πια έχω απ’ όλα – Facebook, Instagram, για χρόνια διατηρούσα ένα μπλογκ με φωτογραφίες και κείμενα, χώρια το Τwitter και τα λοιπά διαδικτυακά μέσα, που σχετίζονται με τα ακαδημαϊκά.

Δεν τα βρίσκω τόσο παγερά, τίποτα όμως δεν υποκαθιστά την προσωπική επαφή. Αν κάτι, πάντως, με έχει δυσκολέψει, αυτό είναι η διαδικτυακή διδασκαλία εν μέσω πανδημίας. Σεμινάρια, διαλέξεις, αλλά και επιστημονικά συνέδρια γίνονται πλέον 100% online και διαπιστώνω πόσο δύσκολο είναι να είσαι καλός δάσκαλος, καλός συνομιλητής ή καλός κοινωνός των επιστημονικών σου αποτελεσμάτων μέσω βιντεοκλήσεων.

Για το τέλος, θα ήθελα να σας ζητήσω να μοιραστείτε μαζί μας την εμπειρία σας από τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον οποίο αγαπάμε κυρίως ως διηγηματογράφο, αλλά που τώρα έρχεται –με τη δική σας διαμεσολάβηση– και ως ποιητής. Έχει ενδιαφέρον ότι τα ποιήματα αυτά τα ανθολογήσατε, δεν τα μεταφράσατε μόνο. Ποιος Κάρβερ αναδύεται μέσα απ’ αυτά;

Ομολογώ ότι γνώριζα τον Κάρβερ μόνονως διηγηματογράφο. Όταν λοιπόν βρέθηκε στα χέρια μου η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, τα διάβαζα και τα ξαναδιάβαζα και έπιανα τον εαυτό μου να τα μεταφράζει διαβάζοντας. Αυτό αρκούσε, ώστε να τα προτείνω στην εκδότριά μου, τη Γιώτα Κριτσέλη τής «Κίχλης». Η τελική επιλογή των ποιημάτων δεν είναι παρά το κορφολόγημα ενός συνεπαρμένου αναγνώστη. Με άλλα λόγια, 57 ποιήματα, τα οποία, ένα προς ένα, με συγκινούν και με συνταράσσουν – και τα οποία, στην πλειονότητά τους, μιλούν για τη μνήμη, τη μοναξιά, τις ανθρώπινες σχέσεις.


Μοιραστείτε το

Scroll to Top

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες