Πορτρέτα: Σάκης Γιούμπασης
Πώς βρίσκεστε στον κόσμο της ποίησης; Κάποιος ίσως έκανε τη σκέψη πως, λόγω της πορείας σας ως επιμελητή, η πεζογραφία είναι ο «χώρος» σας. Έχετε, εξάλλου, μιλήσει κι εσείς για τη συνομιλία «με το λεξιλόγιο των άλλων».
Ο κόσμος της πεζογραφίας, της μυθιστοριογραφίας, πέρα από την αναγνωστική εμπειρία, μου είναι πράγματι πολύ οικείος με έναν τεχνικό, θα έλεγα, τρόπο. Έχοντας φροντίσει τη γλώσσα, αλλά πολλές φορές και τη δομή, το περιεχόμενο πολλών μυθιστορημάτων, μπορώ πια να βαδίσω σε αυτόν τον κόσμο με το προνόμιο να κρατώ τον χάρτη και να επαληθεύω ή να βελτιώνω τις διαδρομές του. Δίχως χάρτη, όμως, δεν έχω προς τα πού να βαδίσω. Οι επιμέλειες είναι πράγματι μια διαρκής συνομιλία με τη γλώσσα των άλλων, για την οποία, μάλιστα, πρέπει να εγκαταλείψεις το δικό σου αλφάβητο. Η ποίηση, από την πρώτη στιγμή που πίστεψα ότι μπορώ να παραγάγω ένα πρωτογενές λογοτεχνικό κείμενο, ήταν η μόνη περιοχή του λόγου όπου μπορούσα να διεκδικήσω το δικαίωμα στη χρήση ενός αλφάβητου προσωπικού και να μάθω να βαδίζω δίχως χάρτη. Βέβαια, προς όλα, μα όλα αυτά η αφετηρία και το τέλος είναι πάντοτε η ανάγνωση.
Από την άλλη, σκέφτομαι –και πάρα το γεγονός ότι μας αρέσει να σκεφτόμαστε την Ελλάδα ως τη χώρα των ποιητών– πως η ποίηση μας ξεβολεύει, απαιτεί, είναι πυκνή, είναι αινιγματική. Έχουμε, ίσως, απομακρυνθεί από αυτήν; Αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι ήμασταν και ποτέ τόσο κοντά της…
Νομίζω ότι απαιτεί μεγαλύτερη άσκηση στην ανάγνωση… Αλλά, πρώτα απ’ όλα, πολλή επιμονή, για να απομακρυνθεί κάποιος από την κατά κανόνα τραυματική εμπειρία της σχολικής προσέγγισης, που μπορεί να την απομαγεύσει για πάντα στα μάτια των μελλοντικών αναγνωστών ή να την περιβάλλει με μια ρητορική που τη μυθοποιεί ως γραφή κρυπτική, σκοτεινή, ακατανόητη και άλλα παρόμοια, και βέβαια, εντέλει, τη γραφικοποιεί. Νομίζω ότι το πρώτο εμπόδιο υψώνεται εκεί, στην εκπαιδευτική πράξη – με εξαιρέσεις, βέβαια. Ύστερα είναι ο καθένας μόνος του… Κι έχεις να διανύσεις όλον τον δρόμο προς τα πίσω.
Για να πάρω ένα παράδειγμα της δικής μου νεότητας: όλοι θεωρούσαν λογικό να έχεις, ας πούμε, στην παραλία το «Εκκρεμές του Φουκώ» του Ουμπέρτο Έκο, αλλά, αν κρατούσες τα ποιήματα του Σεφέρη, κάποιος θα βρισκόταν να σε ειρωνευτεί. Αυτή η «νομιμοποίηση» της ανάγνωσης ποίησης είναι ένα διαχρονικό στοίχημα. Ακόμη και σήμερα, με τον εκδημοκρατισμό της γραφής και με όλη την ορατότητα που μπορεί να έχει η ποίηση στον κόσμο της ψηφιακής επικοινωνίας, είναι μεγάλη η αμηχανία για το πώς εντάσσεσαι στην κοινότητα των αναγνωστών της. Η ταυτότητα του αναγνώστη πεζογραφίας περνάει παντού, το διαβατήριο του αναγνώστη ποίησης το ελέγχουν με μεγεθυντικό φακό πολλοί: δημιουργοί, κριτικοί, άλλοι αναγνώστες…
Πολλοί έχουν εντοπίσει «αφηγηματικότητα» στην ποίησή σας, κυρίως στο «Μυθιστόρημα του δείπνου». Τα ποιήματα εμφανίζονται με επιλεγμένη σειρά και μοιάζει πράγματι να αφηγούνται μια ιστορία. Πρόσωπα κατονομάζονται, τα ονόματά τους προφανώς έχουν σημασία. Κάνει κάποιος τη σκέψη ότι μοιάζουν με χαρακτήρες κάποιου διηγήματος ή ακόμη και μυθιστορήματος;
Έμαθα πρόσφατα από τον Νίκο Δαβέττα πως ο Μίλτος Σαχτούρης επέμενε ότι τα ποιήματα πρέπει να έχουν πάντοτε ένα «στόρι». Χάρηκα πολύ, είναι πεποίθησή μου αυτό και σταθερή επιδίωξή μου. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως ένα αποτελεσματικό φράγμα στην πλημμύρα της κενολογικής ρητορείας και της, τάχα, λυρικής αισθηματολογίας, που παρουσιάζεται τόσο συχνά πια ως ποιητική γραφή.
Τα ποιήματα στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» δουλεύτηκαν και με όρους προετοιμασίας ενός μυθιστορήματος. Τα πρόσωπα έχουν το βιογραφικό τους, κάποια έρχονται από παλαιότερα ποιήματα και έχουν πια γεράσει, υπάρχει μια συνομιλία των κειμένων μεταξύ τους, που σε πεζογραφικό επίπεδο θα αντιστοιχούσε σε σχήμα πλοκής – και, βέβαια, όλα τους έχουν έναν αφηγηματικό πυρήνα, περιέχουν, μικρογραφικά έστω, μια ιστορία. Ελπίζω πως χάρη σ’ αυτήν λένε και περισσότερα απ’ όσα αφηγούνται.
Έχετε την αντίληψη πως, μετά από μια –ψευδεπίγραφη, ίσως– κυριαρχία της εικόνας η γραφή έχει επιστρέψει; Ποιος μπορεί να είναι ο χαρακτήρας αυτής της επιστροφής;
Η γραφή είναι το πολυτιμότερο κοινόχρηστο υλικό μας. Και στον ψηφιακό κόσμο, που ολοένα και περισσότερο γίνεται ο «τόπος» μας, παράγουμε πολύ περισσότερη γραφή απ’ όσο νομίζουμε. Εννοώ πέρα από τα επαγγέλματά μας, για λόγους προσωπικούς, πρακτικούς βέβαια τις πιο πολλές φορές, αλλά όχι σπάνια και από ανάγκη που μοιάζει με λογοτεχνική και με φροντίδα που μοιάζει λογοτεχνική επίσης. Διαλέγουμε ένα emoticon όπως θα διαλέγαμε ένα επίρρημα, και όσο πιο πολύ επικοινωνούμε έτσι τόσο περισσότερο, ανεπαισθήτως έστω, καταλαβαίνουμε την ανάγκη της λέξης. Γράφουμε όμως – γράφουμε πολύ, τακτικά, επίμονα, όταν μας πιέζει η ανάγκη.
Η πρόσκαιρη οικειότητα του ανοίκειου τόπου μοιάζει να σας αφορά. Θυμάμαι ότι είχα σκεφτεί κάποιους από τους στίχους σας, όταν είδα και πάλι τη σκηνή όπου η ηρωίδα της ταινίας «Χαμένοι στη μετάφραση» κάθεται μπροστά σε ένα παράθυρο ξενοδοχείου, κοιτώντας έξω…
Αν ποιήματά μου παραπέμπουν σε κινηματογραφικά πλάνα –και μάλιστα μιας εμβληματικής ταινίας– χαίρομαι ιδιαιτέρως… Με απασχολεί πολύ η συνθήκη της δημόσιας μοναχικότητας. Να είσαι παρών, αλλά με τους δικούς σου όρους, να είσαι παρών και ίσως να λείπεις, επειδή οι δεσμοί σου με το περιβάλλον είναι συγκυριακοί, εύθραυστοι και τους καθορίζεις, μάλιστα, ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό. Αλλάζεις δρόμο, ας πούμε, ή τραβάς την κουρτίνα στο παράθυρο του ξενοδοχείου. Όλοι οι τόποι που γίνονται προσώρας τόποι σου, αλλά δίχως διεκδικήσεις, είναι μια ιδανική ιδιωτική περιοχή για να αναζητήσεις με εντιμότητα αυτό που σε συγκινεί και τα λόγια για να το διατυπώσεις.
Μήπως αυτό το «έξω» είναι τελικά και μια ενατένιση, μια διερεύνηση του «μέσα»;
Ακριβώς, ακριβώς αυτό! Είναι μια ιδανική συνθήκη, που δεν τη στήνεις όμως εργαστηριακά, υφίσταται, είναι πραγματική και σε υποδέχεται. Είναι στο χέρι σου πώς θα την αξιοποιήσεις. Οι «ήρωες» των ποιημάτων μου είναι όλοι αντιμέτωποι με παραλλαγές αυτής της συνθήκης. Άλλοι κάπως την αξιοποιούν, άλλοι μένουν αμήχανοι εντός της.
Πόλεις, τοπόσημα, λεωφόροι, σταθμοί εξυπηρέτησης, ξενοδοχεία, εστιατόρια… Συνθέτουν την επικράτεια αυτής της εφήμερης οικειότητας. Μεταδίδουν όμως και μια αίσθηση ελευθερίας. Μήπως σε αυτές τις ετεροτοπίες η ελευθερία είναι εφικτή;
Κάπως απαισιόδοξα, θα έλεγα ότι μόνο σ’ αυτές είναι εφικτή μια γνήσια, έστω προσωρινή, ελευθερία. Από την άλλη, η λογοτεχνία είναι ο τόσο γενναιόδωρα διαθέσιμος τρόπος για να αναζητήσεις τέτοιες επικράτειες – και μάλιστα όσο συστηματικότερα το κάνεις τόσο πιο πολύ σε ανταμείβει. Αυτό νομίζω ότι ακούγεται πιο αισιόδοξο. Και μάλλον είναι κιόλας…
Τελικά, ποιο είναι το μυθιστόρημα στο «Μυθιστόρημα του δείπνου»; Και ποιοι το γράφουν;
Είναι ένα κείμενο εν προόδω, ένας ωκεανός αεικίνητης γραφής με υποδοχή το αδηφάγο ψηφιακό νέφος και συγγραφέα καθέναν από εμάς, που στέλνει ακόμη ένα απόσπασμα λόγου, που μπορεί να είναι αδιάφορο ή σπαρακτικό. Κανένας μας δεν θα διαβάσει οποιαδήποτε εκδοχή αυτού του αόρατου μυθιστορήματος, που δεν ολοκληρώνεται ποτέ και δεν μένει ούτε δευτερόλεπτο το ίδιο, έτσι όπως προσθέτουμε εν αγνοία μας μια μικρή ή μεγάλη στροφή στην πλοκή του ή στέλνουμε τους ήρωές του μακριά μας από τη μία στιγμή στην άλλη. Ή, βέβαια, το εγκαταλείπουμε ξαφνικά εμείς, όταν γινόμαστε «οι απόντες απ’ το δείπνο». Τα ποιήματα στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» είναι νεύματα έκπληξης μπροστά σ’ αυτήν την πολυπλοκότητα, η παραδοχή του διαρκούς αιφνιδιασμού ότι είμαστε μέρος της, αλλά και η παρηγοριά που μπορεί να προσφέρει αυτή η επίγνωση.