Διαβάζοντας τόσο τον «Αλλόκοτο Ελληνισμό» όσο και τις «Μαύρες Διαθήκες», μοιάζει να σας ενδιαφέρει πολύ η έννοια του ορίου στη σκέψη και στη γραφή – σαν, στις εσχατιές μιας συνθήκης, να μπορεί να ρίξει κάποιος μια νέα ματιά στα πράγματα και να δοκιμάσει την αντοχή τους στον χρόνο, όπως όταν πρόκειται για τις θεωρήσεις Σμιτ και Χάιντεγκερ. Ή, αν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα (όπως συμβαίνει στον «Αλλόκοτο Ελληνισμό»), μέσα στην εσχατιά να δημιουργείται μια νέα ευκαιρία για σύνδεση μαζί τους ή για έναν αναστοχασμό για την πορεία τους μέσα στον κόσμο και την ιστορία…
Οι ψυχολόγοι μιλούν συνεχώς για την ανάγκη «να βάζουμε όρια» στον έναν και στον άλλον. Και, είτε πρόκειται για τα παραδοσιακά αφηγήματα που προωθεί η «εθνική» εκπαίδευση είτε για την επέλαση της πολιτικής ορθότητας και του #me_too κινήματος, διαπιστώνει κάποιος τον μόνιμο φόβο απέναντι στην υπέρβαση ορίων κάθε λογής. Παραδοσιακές και δυνητικές μορφές εξουσίας χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να οριοθετήσουν τις επικράτειες που διεκδικούν. Φαίνεται πως, πάντοτε, κατανοούμε τον εαυτό γύρω από ένα κέντρο, ακόμη και φτιάχνοντας ή αναζητώντας χαμένα κέντρα – πάντως, μεγαλώνουμε συναρτώντας την ταυτότητά μας (συλλογική και προσωπική) σε σχέση με παλαιές ή νέες ορθοδοξίες και μεσότητες.
Μόνο που στην τέχνη και στον στοχασμό τα πράγματα είναι πιο σύνθετα – η δημιουργική ματιά αντιστρέφει τα υπάρχοντα σχήματα και τις κυρίαρχες ή βολικές εκδοχές τού λόγου, ώστε, αντί πια να βλέπουμε από το κέντρο τη μεθόριο, να μπορούμε από τη μεθόριο να δούμε το όποιο κέντρο. Μια τέτοια αντιστροφή τής προοπτικής πρότεινε ο «Αλλόκοτος Ελληνισμός» – κι αν αγαπήθηκε από τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους είναι επειδή οι άβολες, ριζοσπαστικές, ακόμη και γκροτέσκες εκδοχές τού εαυτού ασκούν μια διαρκή γοητεία, την ίδια στιγμή που, κατά τα άλλα, νομίζουμε ότι αναζητούμε το «κέντρο» μας.
Από τις διαβατήριες εμπειρίες που μελετούν οι ανθρωπολόγοι ώς την καθημερινή έλξη που ασκεί η εξερεύνηση των ορίων μιας πόλης, ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με εκδοχές τού εαυτού που τείνουν φυσικότατα στην ετεροδοξία και στην παρέγκλιση. Οπωσδήποτε, όλο αυτό συμβαίνει κάποτε, εντέλει, προς όφελος ενός συμβατικού ή αναδυόμενου «κέντρου». Κάθε «κέντρο» πολιτικό ή προσωπικό στρογγυλεύει τις ακμές και απονευρώνει δυνάμεις, προκειμένου να τις αφομοιώσει καλύτερα, επιβεβαιώνοντας τη ρήση τού Νίτσε: «Αδύνατον να εξημερώσεις το θηρίο χωρίς να το πληγώσεις».
Η έννοια του ορίου είναι παρούσα και στο βιβλίο σας «Λεωφόρος ΝΑΤΟ», όπου η περιπλάνηση στον αστικό χώρο επεκτείνεται εκεί όπου ο χαρακτήρας τού χώρου γίνεται πιο θολός και σχεδόν διαλύεται. Τι ψάχνει ο στοχαστικός περιηγητής μέσα σ’ αυτό; Σε μια τέτοια καταγραφή υπάρχουν ίχνη από αλλοτινούς περιηγητές, που επιχειρούσαν να ακούσουν τη φωνή νεκρών ανθρώπων και πολιτισμών, ή έχει να κάνει με ένα βίωμα της δικής μας, σύγχρονης και σύνθετης ζωής;
Ο τίτλος «Λεωφόρος ΝΑΤΟ» προέκυψε από τη μεγάλη οδό ταχείας κυκλοφορίας τής Δυτικής Αττικής, που διασχίζει το Θριάσιο πεδίο και οδηγεί στο παλιό νατοϊκό στρατόπεδο του Ασπρόπυργου. Η λεωφόρος αυτή είναι μια εσχατιά τής Αθήνας από άποψη γεωγραφική και ιστορική, κοινωνική και πολιτική. Στον νου έρχονται πρώτα η Ελευσίνα και τα αρχαία μυστήρια – τις προάλλες, ωστόσο, διάβαζα ότι στην περιοχή μεταφέρονται οι υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις των φυλακών, ο λεγόμενος «νέος Κορυδαλλός».
Η δική μου περιπλάνηση στη λεωφόρο ήταν απροσχεδίαστη – περπατούσα και κρατούσα σημειώσεις. Δεν ήξερα καν την ονομασία τού δρόμου. Περιπλανιόμουν μέσα σε μιαν αχανή λειψανοθήκη από σπασμένα κράσπεδα, κενούς χώρους, μισοδιαλυμένες μάντρες. Το βιβλίο είναι ένα πείραμα ψυχογεωγραφίας, κοιτάζει δηλαδή το ψυχικό αποτύπωμα της περιπλάνησης στη λεωφόρο ΝΑΤΟ, τον τρόπο που ο αποσαθρωμένος δημόσιος χώρος διαπλέκεται με τα εσωτερικά τοπία τής ψυχής. Κυρίως με απασχολεί η συνάντηση του έξω με το μέσα, του ιδιωτικού με το δημόσιο – καθώς περιπλανιόμαστε, προκύπτει μια υβριδική σφαίρα, ένα «ενδιαμέσως», το οποίο σπάνια αντιλαμβανόμαστε και ακόμη σπανιότερα καταγράφουμε. Όσοι ασχολούνται με την αστική περιπλάνηση γνωρίζουν τεχνικές να αφουγκράζεσαι το πνεύμα τού τόπου και να συνομιλείς με ό,τι λανθάνει κάτω από τα ερείπια της ιστορίας. Με έλκει μάλλον η περιαστική περιπλάνηση, τα προάστια και τα σημεία όπου η πόλη ξεθωριάζει σε σημεία αμυθολόγητα μέσα στα σύγχρονα ερείπιά της.
Ίσως να διακρίνω και μια βαθύτερη σύνδεση με τον Κυριακό Αγκωνίτη, ο οποίος στο βιβλίο σας ενσαρκώνει την έννοια της περιήγησης – κάτι που αφορά κι εσάς τόσο βαθιά. Μπορεί όμως να πέφτω και έξω…
Καθόλου! Στον «Αλλόκοτο Ελληνισμό» είδα τον Κυριακό Αγκωνίτη, τον ιταλό πλάνητα του 15ουαιώνα, ως τον εισηγητή τής περιπλάνησης εν μέσω ερειπίων. Ο Κυριακός είναι εντελώς μεθοριακός τύπος – ζει στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, Βυζαντίου και Αναγέννησης, Χριστιανισμού και ενός ιδιότυπου παγανισμού. Ταξιδεύει ασταμάτητα, επιδιώκοντας την επαφή με το genius loci, το πνεύμα τού τόπου.
Για να τον προσεγγίσω, χρησιμοποίησα έναν στίχο τού Καβάφη που αγαπώ πολύ και μιλά για την αισθηματοποίηση του αλλοτινού περιβάλλοντος μιας οικίας ή συνοικίας, μέσω της αυτοψίας. Κάτι τέτοιο αποπειράθηκε ο Κυριακός – να ξυπνήσει τους νεκρούς, όπως έλεγε, προκαλώντας μια συγκοπή τού χρόνου. Μήπως αυτή δεν είναι μία από τις αρχαιότερες ιδιότητες που αποδίδουμε στην ύλη; Της ενθύμησης και του εγκλωβισμού ενός ιερού φορτίου; Οι καταγραφές τού Αγκωνίτη είναι εκπληκτικές από την άποψη της ψυχογεωγραφίας. Θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους πρώτους που, ανεπίγνωστα, έκαναν πειράματα μαζί της. Και νιώθω μιαν ασυνήθιστη οικειότητα με τις αναζητήσεις του, ιδίως όταν παρατηρεί πως όπου η ομορφιά και η έμπνευση άνθισαν περισσότερο εκεί ακριβώς η απουσία τους γίνεται πιο έντονη τώρα. Βέβαια, αυτός ήταν πλάνης των αρχαίων ερειπίων, τα οποία κάποιος διαχειρίζεται πιο εύκολα από τα σύγχρονα.
Στο βιβλίο σας «Αλλόκοτος Ελληνισμός», μια εντελώς πρωτότυπη σύλληψη για τα δικά μας εκδοτικά χρονικά, γίνεται σαφές τι ενώνει τα πρόσωπα του βιβλίου. Το όλο υλικό οργανώνεται γύρω από δύο οριακές –και πάλι ιστορικές– περιόδους: το πρώτο μέρος στην εποχή κοντά στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, το δεύτερο κοντά στην ελληνική επανάσταση. Ήταν οι περίοδοι που σας οδήγησαν στα πρόσωπα με τα οποία ασχοληθήκατε ή το αντίστροφο; Πώς, μέσα απ’ αυτά, αναδύεται και ο δικός σας στοχασμός για έναν ανέφικτο Ελληνισμό; Πώς θα μας τον περιγράφατε συνοπτικά;
Ο «Αλλόκοτος Ελληνισμός» είναι κατά βάθος μια συγκαλυμμένη εξομολόγηση, θραύσμα ενός αυτοβιογραφικού εγχειρήματος, όπως και οι «Μαύρες Διαθήκες» και η «Λεωφόρος ΝΑΤΟ». Ασυναίσθητα κινήθηκα από εσχατιές προσωπικές προς εκείνες άλλων προσώπων ή τόπων.
Εκ πρώτης, οι ιστορικές περίοδοι στις οποίες έζησαν ο Κυριακός Αγκωνίτης και οι άλλοι «αλλόκοτοι» Έλληνες δεν με απασχολούσαν παρά μόνον ως αμυδρό φόντο. Είμαι ιστορικός τής φιλοσοφίας και περισσότερη σημασία μού φαινόταν πως έχει μια οπτική γωνία ιστορικοφιλοσοφική και δοκιμιακή.
Παρατήρησα πάντως ότι τα πρόσωπα που με γοήτευαν στροβιλίζονταν γύρω από συγκυρίες διάλυσης (1453) ή ριζικής επανόρθωσης και σχεδόν ουτοπικής δυναμικής (1830). Επίσης, πρόσεξα ότι επρόκειτο για πρόσωπα που είτε αυτοπροσδιορίζονταν ως αλλόκοτα (και απέδιδαν θετική σημασία στην απόκλιση, όπως ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, ο εισηγητής τού ουτοπικού σοσιαλισμού στην Ελλάδα) είτε τους αποκάλεσαν «αλλόκοτους» και «παράξενους» οι γύρω τους. Έτσι, αναζήτησα έναν προσδιορισμό τής έννοιας του αλλόκοτου στον χώρο τής ιστορίας των ιδεών.
Παρατηρείτε στον «Αλλόκοτο Ελληνισμό» μια διαχρονική δυσπιστία απέναντι στα πρόσωπα με τα οποία ασχολείστε;
Ναι. Πρόκειται για πρόσωπα περιθωριακά, που προκαλούν αμηχανία και αντιδράσεις. Οι περισσότεροι συγκρούστηκαν με το πολιτικό, εκκλησιαστικό και επιστημονικό κατεστημένο μέχρις εσχάτων και όλοι κινήθηκαν σε ένα φάσμα απροσδιοριστίας και αποκοτιάς: περιπλάνηση (Κυριακός), ουτοπία (Πλήθων), εκτοπισμός (Μάρουλλος Ταρχανιώτης), βλασφημία (Χριστόδουλος Παμπλέκης), αίρεση (Θεόφιλος Καΐρης), αλλόκοτο (Παναγιώτης Σοφιανόπουλος), ψευδολογία (Κωνσταντίνος Σιμωνίδης).
Η δυσπιστία των άλλων είναι συχνά δικαιολογημένη. Ωστόσο, αυτή μας εμποδίζει να αντιληφθούμε τη σημασία μιας διανοητικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας που ωθεί ορισμένα άτομα να προηγούνται του κανόνα. Οι επτά τύποι στον «Αλλόκοτο Ελληνισμό» είναι μια εμπροσθοφυλακή των ιδεών – κάλλιστα μπορεί κάποιος να τους δει ως «αλλόκοτους αγγελιαφόρους» με τη σημασία που έδινε στην έκφραση αυτή ο Γκυ Ντεμπόρ: των προσώπων εκείνων που συνειδησιακά και δημιουργικά αναγγέλλουν καταστάσεις που ακόμη είναι άγνωστες στη βάση.
Είμαι της άποψης ότι είναι σφάλμα επιστημονικό –και όχι μόνο– να ανιχνεύουμε τις ιδέες με μόνο κριτήριο τη μαζικότητα της απήχησής τους. Η ιστορία τής φιλοσοφίας δείχνει ότι πολύ προσωπικές και λίαν πειραματικές αναζητήσεις προαναγγέλλουν τις μετριοπαθέστερες που, εντέλει, διαχέονται παραλλαγμένες στη βάση. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα: όταν ο Μάρουλλος Ταρχανιώτης αυτοπροσδιορίζεται ως «Graecus», κάνει κάτι καινούργιο, όπως και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, όταν καθιερώνει τον χαρακτηρισμό «νεοελληνικός». Μήπως καταγόμαστε από τα όριά μας;
Η ΑΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗΣ. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ. ΕΚΕΙ ΕΓΡΑΨΑ ΤΟΝ «ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ» ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. ΒΛΕΠΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΨΑΞΕΙΣ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΣΥΡΕΙΣ. Η ΑΘΗΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ – ΚΥΡΙΩΣ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ‘Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΡΕΙΠΙΑ. ΕΠΙΠΛΕΟΝ, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΧΕΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΖΩΗ ΠΛΗΡΩΣ ΕΝΤΑΓΜΕΝΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ. ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΔΙΝΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΥΡΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΟΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΝΟΣ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟΥ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΚΟΠΩΣΗΣ.
Στις «Μαύρες Διαθήκες» επανέρχεται και το μόνιμα ανοιχτό θέμα για το πώς είναι δυνατόν τόσο δυνατά μυαλά, όπως ο Σμιτ ή ο Χάιντεγκερ, να ασπάστηκαν και να συνδέθηκαν με δολοφονικές ιδεολογίες που διαλύουν κάθε έννοια ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας. Μπορούν να αποσυνδεθούν και να διαβαστούν ανεξάρτητα από αυτές; Υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο ή πρέπει να εισχωρήσει κάποιος μαζί τους σε μια σκοτεινή επικράτεια, αν θέλει να καταλάβει το γιατί;
Υποτίθεται ότι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Καρλ Σμιτ υπήρξαν τόσο σπουδαίοι και ριψοκίνδυνοι στοχαστές, που και τα «λάθη» τους δεν θα μπορούσαν παρά να είναι εξίσου μεγάλα. Το ερώτημα είναι αν το έργο τους είναι άσχετο με τα λάθη αυτά ή αν, αντιθέτως, οι ιδέες που διέπουν το έργο τους υπηρετούν τα λάθη τους, συντείνουν σε αυτά και τα γεννούν.
Συντάσσομαι με τους μελετητές που ισχυρίζονται πως στις δύο αυτές περιπτώσεις υφίσταται μια ουσιαστική διασύνδεση έργου και φασιστικής κοσμοαντίληψης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Πάουντ, για παράδειγμα, του Σελίν ή του νεαρού Εμίλ Σιοράν. Ο μόνος τρόπος να είναι κάποιος έντιμος απέναντι στον Χάιντεγκερ είναι να τον διαβάσει ως έναν ναζί στοχαστή – δηλαδή, ως αυτό που ήταν. Αυτό θα επιθυμούσε ο ίδιος, καθώς –όπως ωραία τού έγραψε κάποτε σε μιαν επιστολή ο Μαρκούζε– υποτίθεται ότι δίδασκε την ενότητα βίου και στοχασμού. Θα μου πείτε: δεν μπορεί κάποιος να «πάρει» τις γωνίες και να βάλει λίγο νερό στο κρασί, ώστε από τον ναζί στοχαστή να προκύψει ακόμη μία ιερή αγελάδα; Ασφαλώς.
Και έτσι ερχόμαστε στην προηγούμενη θεματική μας περί κέντρου και περιφέρειας: το κέντρο έχει ανάγκη να οικειοποιείται και να απαλύνει ό,τι δεν μπορεί να χωνέψει σε μιαν ωμή εκδοχή. Κατά τα άλλα, μου προκαλούσε πάντοτε εντύπωση ότι στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει μια ιδιαίτερη ανάγκη για στοχαστές που εναντιώνονται στη Δύση και στον Διαφωτισμό, πιθανόν λόγω ενός αισθήματος μειονεξίας που μασκαρεύεται σε πλεονέκτημα. Έτσι, ο Χάιντεγκερ, αυτός ο μεγάλος επικριτής τής νεωτερικότητας, περιβάλλεται αφελώς από μιαν ασυλία που, διεθνώς, έχει χάσει προ πολλού. Άλλοι πάλι έδωσαν «συγχωροχάρτι» στον Χάιντεγκερ, επειδή εναντιώθηκε στον αγγλοσαξονικό ορθολογισμό και στον καπιταλισμό. Είναι το γνωστό φαινόμενο «ο εχθρός τού εχθρού μου είναι φίλος μου».
Αξίζει πάντως να θυμίσουμε πως ο αμετανόητος Χάιντεγκερ ήταν θαυμαστής τής δικτατορίας των συνταγματαρχών («Τώρα υπάρχει τάξις στην Ελλάδα!») και είχε αποδεχθεί την πρόσκλησή τους να επισκεφθεί και επισήμως τη χώρα μας. Φαίνεται πως τον απέτρεψε, εντέλει, ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Το περιστατικό αναφέρει ο Στέλιος Ράμφος στο καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο για τον Χάιντεγκερ στα Ελληνικά («Υπάρχεις σαν μοίρα», Αθήνα «Αρμός», 2011).
Πώς βιώσατε τη συνύπαρξή σας μαζί τους; Στο βιβλίο εξομολογείστε ότι ήταν μια επώδυνη αναγνωστική εμπειρία για εσάς…
Η μελέτη τού Χάιντεγκερ –και ακόμη περισσότερο του Σμιτ– είναι επώδυνη και συνάμα γόνιμη. Ο στοχασμός έχει τη σκοτεινή πλευρά του. Πρέπει να είναι πολύ ανόητος κάποιος, για να νομίζει ότι ο στοχασμός ταυτίζεται με την αυθαιρεσία τής σκέψης, λες και ό,τι σκεφτόμαστε νομιμοποιείται επειδή το σκεφτόμαστε – κάτι τέτοιο καταλήγει στον σολιψισμό και σε έναν λόγο εξόχως ναρκισσιστικό, σαν του Χάιντεγκερ. Το ζήτημα είναι κατά πόσο και πώς η φιλοσοφία βρίσκει τρόπους να διαχειρίζεται η ίδια το σκοτάδι της, ώστε να μη χρειάζεται να επεμβαίνουν άλλοι – οπότε πράγματι θα έχανε την ελευθερία της.
Πώς ήταν για εσάς να πάρετε μαζί σας τον Χάιντεγκερ στη Σιγκαπούρη, σε έναν σχεδόν ανιστορικό χώρο; Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί κάποιος να τον δει διαφορετικά;
Συνεχώς μεταβάλλεται ο τρόπος που βλέπουμε το παρελθόν, τις εμπειρίες και τα διαβάσματά μας – εντέλει, εμάς τους ίδιους. Στη Σιγκαπούρη έδωσα μια διάλεξη για τον Χάιντεγκερ, γνωρίζοντας ότι μιλώ γι’ αυτόν σ’ έναν τόπο που βρισκόταν στο άλλο άκρο από τη δική του φαντασίωση περί εντοπιότητας. Κράτησα λοιπόν ένα ημερολόγιο, όπου κατέγραφα τις διακυμάνσεις τής σχέσης μου μαζί του, σε πραγματικό χρόνο, φλανάροντας στους δρόμους μιας πόλης όπου καθένας μπορεί να βιώσει τη ρευστοποίηση των παραδομένων αντιλήψεων περί Ανατολής και Δύσης – επιπλέον, να συμμετάσχει σε μια γλωσσική Βαβέλ και να παρατηρήσει τους ταχύτατους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Υπήρξαν στιγμές που κατάλαβα καλύτερα την κριτική τού Χάιντεγκερ στον σύγχρονο καπιταλισμό και στον εργαλειακό ορθολογισμό, που όντως καταργούν τη διάκριση εγγύτητας και απόστασης, καθώς πλέον γινόμαστε όλο και πιο ανέστιοι και πλάνητες – επομένως, ζούσα στο πετσί μου ό,τι εκείνος φοβόταν. Συχνότερα όμως αντιλαμβανόμουν τη μικροαστική εσωστρέφεια και τον επαρχιωτισμό τού Χάιντεγκερ: η διπολική αντίληψη του κόσμου (Ανατολή/Δύση, ταυτότητα/ετερότητα, δικό μας/ξένο) έχει μόνο γενικευτικό και προσωρινό χαρακτήρα, στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα εργαλείο κατανόησης. Στη ζωή δεν στέκουν για πολύ τέτοιες κατασκευές – κάθε τι έχει τη μοναδικότητα που του αξίζει. Αν επιμένω σ’ αυτό είναι επειδή στην Ελλάδα ακόμη έχουμε ολίγους νοσταλγούς μιας φανταστικής σχέσης με τον τόπο και μιας μυθικής Ανατολής που βρίσκεται στο μυαλό τους μόνον, ακριβώς όπως μια χαμένη Γερμανία βρισκόταν στο μυαλό τού Χάιντεγκερ.
Η Αθήνα –με διαδρομές όπως αυτή της λεωφόρου ΝΑΤΟ, αλλά και άλλες– είναι μια πόλη που σε ωθεί σε περιπλάνηση σε τόσο άδειες από ανθρώπους συνθήκες; Είναι διαφορετική η Θεσσαλονίκη; Υπάρχουν πόλεις που μοιάζει να ακυρώνουν την επιθυμία τού περιηγητή; Υπάρχει μία πόλη ή κάποιες πόλεις που να ενσαρκώνουν το ιδανικό σας;
Χθες βρήκα ένα σημείο τής Αθήνας, όπου ένα ινστιτούτο κυνολογίας γειτνιάζει με ένα εγκαταλειμμένο πεδίο βολών τού στρατού κaι ένα εργαστήριο κατασκευής συλλεκτήρων μπάζων με ένα κτήμα από αυτά όπου γίνονται γάμοι (ξέρετε, από αυτά με ονομασίες που αποπνέουν μια σχεδόν αφόρητη γαλήνη…). Ενδιαμέσως υπήρχαν ακαθόριστοι χώροι με ερείπια μεταβιομηχανικά και αταυτοποίητα. Τέτοιοι χώροι με εμπνέουν – η ασχήμια τους συνιστά μια μορφή ζωής. Δημιουργούν απορία, έκπληξη και η αποκωδικοποίησή τους είναι ένας γρίφος. Όσο αντιστέκονται και ακυρώνουν την επιθυμία τού πλάνητα να τους καταλάβει τόσο ζωηρεύουν – κι ας μην υπάρχει ψυχή ολόγυρα. Η περιβόητη αρχαιότητα μοιάζει αφανισμένη.
Η Αθήνα είναι εκπληκτική πόλη από την άποψη αυτή – η Αθήνα είναι η αδιάκοπη επιφάνεια μιας σύγχρονης λειψανοθήκης. Η Θεσσαλονίκη είναι αλλιώτικη. Εκεί έγραψα τον «Αλλόκοτο Ελληνισμό» και την αγαπώ πάρα πολύ. Βλέπει κάποιος ολοζώντανα τεκμήρια ενδιάμεσων ιστορικών περιόδων, μαρτυρίες των μέσων αιώνων που στην Αθήνα πρέπει να ψάξεις πολύ για να ανασύρεις. Η Αθήνα είναι μάλλον των άκρων – κυρίως βλέπεις σύγχρονα ερείπια ή αρχαία ερείπια. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη έχει το πανεπιστήμιο και τη φοιτητική ζωή πλήρως ενταγμένα στο σώμα της. Κι αυτό της δίνει μια διαφορετική αύρα σε σχέση με την Αθήνα, όπου κάποιος έχει πολύ συχνά την αίσθηση ενός ανεξήγητου γήρατος και μιας χρόνιας κόπωσης.
Πόλεις ιδανικές δεν έχω στον νου μου. Εκτός από το Παρίσι τού Βάλτερ Μπένγιαμιν. Άραγε κι αυτό υπήρξε ποτέ;