Κείμενο: Μάνος Χαντζόπουλος.
ΟΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΣ ημέρες του μήνα για εμάς που δουλεύουμε στα περιοδικά είναι η τελευταία εβδομάδα πριν στείλουμε το τεύχος προς εκτύπωση. Οι προθεσμίες πιέζουν, το πιεστήριο πιέζει, οι διαφημιζόμενοι πιέζουν, κείμενα χρειάζεται να αλλάξουν την τελευταία στιγμή… Κάπως έτσι, οι ημέρες ξεκινούν στις 11 το πρωί, τελειώνουν στις 2 το άλλο πρωί κι εμείς περνάμε ώρες ατελείωτες πάνω από έναν υπολογιστή, γράφοντας και μασουλώντας. Συνέχεια.
ΗΤΑΝ στο ξεκίνημα άλλης μίας τέτοιας ημέρας που το είδα, οδηγώντας μετά από ένα πρωινό ραντεβού, επί της Μεγάλου Αλεξάνδρου (λίγο μετά το Λαογραφικό Μουσείο). Με ιντρίγκαρε το όνομά του: «Taperaki». «Ίσως έχει έρθει η ώρα να σταματήσουμε να τρώμε junk food στο γραφείο», σκέφτηκα. «Και αφού δεν μπορούμε να έχουμε ταπεράκι από τη μαμά, γιατί να μην το δοκιμάσω;». Δεν χρειάστηκαν πολλά για να πείσω τον εαυτό μου. Άναψα αλάρμ, πάρκαρα και μπήκα στον (ομολογουμένως όμορφο) χώρο.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ που σε υποδέχεται είναι οι απίστευτες μοσχοβολιές – θα πεινάσεις, ακόμη κι αν έχεις μόλις φάει! Το δεύτερο είναι τα πλατιά χαμόγελα του προσωπικού – δεν ξέρω για εσάς, προσωπικά πάντως προτιμώ να επισκέπτομαι κάθε φορά τα μαγαζιά εκείνα στα οποία νιώθω καλοδεχούμενος. Το τρίτο είναι ότι ο γνωστός σεφ Βασίλης Μουρατίδης είναι ένας από τους δημιουργούς του νέου καταστήματος, που άνοιξε τις πόρτες του σε Θεσσαλονικείς και επισκέπτες εδώ και ελάχιστες ημέρες. Ακόμη μια εγγύηση ότι κάτι πολύ νόστιμο μαγειρεύεται στην κουζίνα τού «Taperaki»…

ΗΤΑΝ ΩΡΑ να παραγγείλω. Λαχταρούσα κάτι μαμαδίστικο, με βαθιά γεύση και νοστιμιά – αυτό που οι Αγγλοσάξωνες περιγράφουν πολύ σωστά ως «comfort food». Πρώτη μου επιλογή, ένα μπουτάκι κοτόπουλου ελευθέρας βοσκής, μαγειρεμένο στον φούρνο με μουστάρδα, θυμάρι και λεμόνι (ειλικρινά, μου θύμισε κυριακάτικο φαγάκι της μαμάς μου). Το συνόδευσα με έναν πουρέ πατάτας αρωματισμένο με κουρκουμά, βελούδινο και πλούσιο, που γέμισε άρωμα και γεύση το στόμα μου.


Κι επειδή δεν θα ήμουν μόνος στο γραφείο, επέλεξα ακόμη μία νοστιμιά από τις μνήμες της παιδικής μου ηλικίας: κολοκυθάκια γεμιστά, με γέμιση πλούσια και χορταστική, τέλεια μαγειρεμένα ώστε να κρατάνε «τόσο όσο», με το ξινούτσικο του αυγολέμονου και τη μοσχοβολιά των αρωματικών να ολοκληρώνουν την ευωχία. Για τη μέση προτίμησα ένα σπετζοφάι πικάντικο, με υπέροχη σαλτσούλα για βούτες – νόστιμο σαν να το απολάμβανες στο Πήλιο!
ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ έμαθα κι άλλα πράγματα που με έκαναν να εκτιμήσω το «Taperaki» (και) πέρα από την κουζίνα του. Πρώτον: το φαγητό μαγειρεύεται καθημερινά. Ό,τι περισσεύει στο τέλος της ημέρας διανέμεται σε ανθρώπους και οργανισμούς που το έχουν ανάγκη. Δεύτερον: οι περισσότερες πρώτες ύλες προέρχονται από ντόπιους παραγωγούς και προμηθευτές, ενώ χρησιμοποιείται παντού ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο.
(Όχι ότι χρειαζόμουν επιπλέον λόγους για να το επιλέξω ως το «next best thing» μετά την κουζίνα τής μανούλας μου…).