Κείμενο, φωτογραφίες πιάτων: Αλέξανδρος Καραμανλής.
Είναι από τα αγαπημένα μου στέκια για φαγητό στο κέντρο της Θεσσαλονίκης – παρά ταύτα, ομολογώ ότι είχα πολύ καιρό να το επισκεφθώ. Μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, οι εντυπώσεις μου (και όχι μόνον οι δικές μου) ήταν οι καλύτερες. Θα ίσχυε, άραγε, ακόμη το ίδιο;
Η εμπειρία μας
Για όσους δεν έχουν επισκεφθεί το Κιτς και σ’ έφαγα (στα «ορεινά» του ιστορικού κέντρου, στην οδό Ολύμπου), οφείλω να επισημάνω ότι o χώρος φλερτάρει με το επιτηδευμένο κιτς (εξ ου και το όνομα), διακοσμημένος με εκκεντρική, αλλά και χιουμοριστική διάθεση, χρησιμοποιώντας ετερόκλητα διακοσμητικά στοιχεία που ισορροπούν ανάμεσα στο ρετρό και το υπερβολικό.
Πάμε όμως στο κυρίως μενού… Τι δοκιμάσαμε; Για αρχή, λάχανο καμένο με χειροποίητη Σίζαρ σος, μίγμα καβουρδισμένων ξηρών καρπών και γραβιέρα Άρτας: ένα πιάτο που εντυπωσιάζει με την απλότητά του, αλλά και την ένταση των γεύσεων. Το καπνιστό άρωμα του καμένου λάχανου συνδυάζεται άψογα με την κρεμώδη, ελαφρώς όξινη Σίζαρ σος, ενώ οι ξηροί καρποί και η γραβιέρα προσθέτουν τραγανότητα και βάθος. Συνεχίσαμε με ποικιλία μανιταριών με απάκι κοτόπουλου και κρέμα μετσοβόνε – ένα παρηγορητικό πιάτο με πλούσια, γήινη γεύση: τα μανιτάρια προσδίδουν αρωματική ένταση, το απάκι κοτόπουλου προσθέτει καπνιστές νότες και η κρέμα μετσοβόνε δένει υπέροχα τα υλικά. Μια εξαιρετική επιλογή για τους λάτρεις των ουμάμι γεύσεων.
Περνώντας στα κυρίως, επιλέξαμε τον κρασάτο κόκορα ελευθέρας βοσκής με χυλωμένη μανέστρα και ξηρό ανθότυρο Ιωαννίνων – ένα από τα πιο δυνατά πιάτα του μενού. Ο κόκορας ήταν μαγειρεμένος στην εντέλεια, ζουμερός και με πλούσια γεύση, ενώ η χυλωμένη μανέστρα απορροφούσε όλη τη νοστιμιά του κρασιού και των μπαχαρικών. Ο ξηρός ανθότυρος, από την πλευρά του, έδινε την απαραίτητη αλμυρή ένταση.
Παραγγείλαμε, ακόμη, χειροποίητα, παραδοσιακά ζυμαρικά, γεμιστά με κρέμα τυριών, πρόβειο βούτυρο και σάλτσα κεφίρ – ένα παιχνιδιάρικο πιάτο που ισορροπεί ανάμεσα στο παραδοσιακό και το σύγχρονο: η γέμιση από τυριά ήταν κρεμώδης και πλούσια, το πρόβειο βούτυρο πρόσθετε ένταση και η σάλτσα κεφίρ έφερνε μια ευχάριστη οξύτητα που έσπαγε τη λιπαρότητα. Και επειδή το μάτι αργεί να χορτάσει, ζητήσαμε και τα μπιφτέκια μόσχου με ροζ βιολογική πατάτα, χειροποίητη ρώσικη σαλάτα και αρωματικά βότανα, ένα πιάτο που ξεχώρισε για την ποιότητα των υλικών του: τα μπιφτέκια ήταν ζουμερά, με έντονη κρεατένια γεύση, η ροζ πατάτα πρόσφερε μιαν ενδιαφέρουσα γλυκύτητα και η χειροποίητη ρώσικη σαλάτα έδινε την απαραίτητη δροσιά.
Η άποψή μας
Στην επίσκεψή μας, το Κιτς και σ’ έφαγα κατάφερε για ακόμη μία φορά να τιμήσει την ελληνική κουζίνα με έναν τρόπο τολμηρό, χωρίς να χάνει την ουσία της. Οι γεύσεις είναι προσεγμένες, τα υλικά ποιοτικά και οι συνδυασμοί απρόβλεπτοι, αλλά επιτυχημένοι. Αν αγαπάτε τη μοντέρνα προσέγγιση στο παραδοσιακό φαγητό, αξίζει να το επισκεφθείτε.






Ξέρατε ότι…
Η Ελένη Τόδουλου, με καταγωγή από τα Τζουμέρκα, είναι σεφ και συνιδιοκτήτρια του Κιτς και σ’ έφαγα.
Η φιλοσοφία του εστιατορίου βασίζεται στις αρχές της εντοπιότητας και της εποχικότητας των υλικών, με ένα μενού σχετικά μικρό, αλλά εξαιρετικά προσεγμένο.
Εξίσου προσεκτικά επιλεγμένη είναι η κάβα του εστιατορίου, με φυσικά και βιολογικά κρασιά, επιμελημένη από τους εξπέρ του είδους.
Προτείνω να κάνετε οπωσδήποτε κράτηση, ιδίως αν πρόκειται να το επισκεφθείτε Σαββατοκύριακο.
Μου άρεσε:
Το ενδιαφέρον, ανανεωμένο μενού.
∆εν μου άρεσε:
Που περιμέναμε παραπάνω από το κανονικό ώσπου να έρθει ο λογαριασμός.
Check, please!
Με τις τιμές των κυρίως πιάτων να ξεκινούν από τα 10,5 ευρώ, το εστιατόριο απευθύνεται σε όλα τα βαλάντια..