Κείμενο, φωτογραφίες πιάτων: Αλέξανδρος Καραμανλής.
Το συγκεκριμένο εστιατόριο το έχω επισκεφθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, μια και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τη μαγειρική διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ορισμένων πιάτων με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό κι εγώ, μετά από πολύν καιρό, αποφάσισα να το επισκεφθώ ξανά, με δεδομένο ότι οι προηγούμενες εμπειρίες μου ήταν αρκούντως ικανοποιητικές.
Η εμπειρία μας
Είναι μεσημέρι Κυριακής και ο καιρός είναι ακόμη αρκετά καλός, για να καθίσει κάποιος έξω. Παρατηρώντας το (όπως πάντοτε –και καλώς–, σχετικά μικρό) μενού του εστιατορίου, μπορώ να πω ότι βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις, αλλά και αρκετές άγνωστες λέξεις.
Ορισμένες από αυτές, στις περιγραφές των πιάτων: άγρια μανιτάρια με κρέμα μαύρης τρούφας, γλάσο ταμάρι* και πίκλα καρύδι. Μπόλια αρνίσια με καραβίδα, γαρίδα, αρμπαρόριζα, φρέσκο κρεμμυδάκι, κρέμα ροδάκινο και λάδι τσορίθο. Κεφτεδάκι ελάφι με πουρέ πατάτας, Refosco**, εσαλότ, καρότο και κολοκυθάκι. Αρνί γιακιτόρι με γλυκό τσίλι, αχλάδι, tare sauce*** και pulled noodles****. Χταπόδι με mbongo sauce*****, καραμελωμένο λεμόνι, σταφυλέλαιο και μπέιμπι καρότα. Πικάνια με χειροποίητο πρόβειο βούτυρο, ροζ πιπέρι και αγριοράπανο.
Η άποψή μας
Ομολογώ ότι τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα πιάτα ήταν εύγευστα, ευπαρουσίαστα και φτιαγμένα με υλικά που σίγουρα δεν υπάρχουν στα ντουλάπια και στα ψυγεία του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Αυτός είναι όμως και ο λόγος για τον οποίο επισκέπτομαι ανά διαστήματα τη Maestranza: επειδή με βοηθάει να επεκτείνω τις γευστικές μου εμπειρίες.
Αν, λοιπόν, έχετε βαρεθεί να τρώτε τα ίδια και τα ίδια, ήρθε η ώρα να επισκεφθείτε τη Maestranza. Συμβάλλει στην ανάδειξη νέων γαστριμαργικών αντιλήψεων και ιδεών…
* Ταμάρι σος: μια γιαπωνέζικη σόγια σος.
** Refosco: μια πολύ παλιά οικογένεια σκουρόχρωμων ποικιλιών σταφυλιού, εγγενής της ενετικής ζώνης.
*** Tare sauce: παρασκευάζεται παραδοσιακά με ανάμειξη σάλτσας σόγιας, σάκε και/ή μίριν και ζάχαρης και/ή μελιού.
**** Pulled noodles: χειροποίητα ζυμαρικά.
***** Mbongo sauce: δημοφιλής σος της αφρικανικής ηπείρου, η οποία φτιάχνεται παραδοσιακά με ψάρια, αλλά μπορεί να γίνει και με κρέας – συγκεκριμένα, κυνήγι.
Ξέρατε ότι…
Το στήσιμο του μενού βασίζεται σε άριστες πρώτες ύλες, πολλές από τις οποίες είναι εποχικές και προέρχονται από τη μονάδα microfarming της Maestranza, σε συνεργασία με το τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ.
Το ψωμί παρασκευάζεται καθημερινά με δωδεκαετές προζύμι, ενώ ακόμη και τα τυριά φτιάχνονται από γάλα φάρμας.
Η wine list, επιμελημένη από τον σομελιέ Μιχάλη Λιάκο, περιλαμβάνει εκλεκτά κρασιά από τον ελληνικό αμπελώνα.
Το ψήσιμο του κρέατος γίνεται σε φωτιά από ξύλα (όχι σε κάρβουνα), αποκτώντας έτσι μια πιο «καπνιστή» τελική αίσθηση, παραμένοντας ζουμερό και διατηρώντας, παράλληλα, την οσμή και τη «γεύση» του ξύλου στην τελική γαστριμαργική εμπειρία.
Μου άρεσε:
Tο ευγενικό και πρόθυμο προσωπικό.
∆εν μου άρεσε:
H απουσία μουσική υπόκρουσης.
Check, please!
Με τις τιμές των πιάτων να ξεκινούν από τα 9 ευρώ, το συγκεκριμένο εστιατόριο απευθύνεται σε όλα τα βαλάντια.