Τα μενού «surf’n’turf» είναι μία από τις καινούργιες γαστρονομικές τάσεις, που συνδυάζει τα θαλασσινά με το κόκκινο κρέας. Αυτήν ακριβώς την τάση αποφάσισε να αναδείξει ο Γιώργος Κώστογλου (του πολύ ιδιαίτερου και δημιουργικού «Brizola», στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης), με την πολύτιμη συνεισφορά τού χαρισματικού σεφ Παναγιώτη Δεληθανάση (από το εστιατόριο «Ρίζες», στη Νικήτη), σε ένα συναρπαστικό μενού degustation στην κατάμεστη (πάντοτε στο πλαίσιο που ορίζει ο νομοθέτης, στον απόηχο της κρίσης τού κορωνοϊού) open air ταράτσα τού θεσσαλονικιώτικου resto.
Τη «συμφωνία» αυτού τού πολύ ιδιαίτερου δείπνου στο «Brizola» άνοιξε ένα φίνο και αεράτο καρπάτσιο από ολόφρεσκο λαβράκι, με τσίλι, αφρό λεμόνι και πούδρα αβγοτάραχο – μια γεύση βελούδινη, που άφηνε τη γευστική «ηχώ» της θάλασσας στον ουρανίσκο, ισορροπώντας αριστοτεχνικά την απόλαυση του ιωδίου με την ηχηρή οξύτητα του αφρού λεμονιού, με την πούδρα τού αβγοτάραχου να αφήνει μια βελούδινη επίγευση (ιδανική ολοκλήρωση μιας απόλυτα ισορροπημένης παλέτας). Ιδανικός συνοδός τού πιάτου, ένα «τραγανό» και δροσιστικό Ασύρτικο της «Δύο Φίλοι».
Τη σκυτάλη παρέλαβε ένα καταΐφι γαλλικών τυριών με φιστίκι Αιγίνης και σάλτσα από κόκκινη πιπεριά και φράουλα. Το φιστίκι Αιγίνης και η φράουλα, εξαιρετικά μετριοπαθή και σεμνά, παραχώρησαν το «προσκήνιο» σε μια φλογέρα από καταΐφι (ένα καταΐφι λευκό και φίνο, χωρίς το ρόδινο χρώμα τού φούρνου, το οποίο ωστόσο επ’ ουδενί άφηνε στο στόμα αίσθηση ωμού – το αντίθετο), γεμισμένη με μια βελούδινη, πικάντικη «τόσο όσο» κρέμα τυριών – ένα πλούσιο «μετάξι» στη γλώσσα, σίγουρα όχι γλυκό, όχι όμως και υπερβολικά πικάντικο, που λειτούργησε ως ιδανική «γέφυρα» από το «surf» στο «turf». Η αποκάλυψη; Η ξεροψημένη κόκκινη πιπεριά – ένα delicacy που, αν το είχαμε σε ικανή ποσότητα, θα μπορούσε άνετα να συνοδεύει –εν είδει σνακ– τη μπίρα ή το κρασί μας.
Και ήρθε η ώρα τού πρωταγωνιστή… Στο τραπέζι μας έφτασε μια tagliata bavette steak black Angus USA, με κρέμα καλαμπόκι και φρέσκια τρούφα. Η κρέμα καλαμπόκι ήταν πραγματικά ελαφριά και βελούδινη – φανταστείτε ούτε μια πολέντα ούτε έναν πουρέ καλαμποκιού, παρά μόνο μια φίνα παρασκευή, απίστευτα γευστική, ιδιαίτερα καθώς «παντρευόταν» με τις φλοίδες τής φρέσκιας τρούφας που της έδιναν το πικάντικο «kick» που την απογείωνε. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής, η ταλιάτα: βελούδινη, πλούσια, υπέροχα αρτυμένη και αριστοτεχνικά ψημένη, ήταν ζουμερή και σενιάν «τόσο όσο» (ακόμη και μέλος τής συντροφιάς μας που δεν εκτιμά το ροζ χρώμα στην καρδιά τού κρέατος που απολαμβάνει στο πιάτο του «αλλαξοπίστησε» μετά από αυτήν τη λαχταριστή, καλοψημένη κοπή). Η μερίδα ήταν πλούσια, μεταξύ μας ωστόσο δεν θα λέγαμε «όχι», αν άφηναν στο τραπέζι μας μια ολόκληρη πιατέλα από τη συγκεκριμένη «τροφή των θεών»… Για το wine pairing οι οικοδεσπότες μας επέλεξαν ένα Pinot Noir από τη «Δύο Φίλοι» – ένα ξηρό, ήπιο ερυθρό κρασί, πληθωρικό, «γεμάτο», τανικό και με υψηλό αλκοολικό δείκτη, που ανταλλάσσει ορισμένα από τα μορφολογικά στοιχεία τού κλασικού Pinot Noir, για να αποκτήσει (με τη βοήθεια και ορισμένων ετών παλαίωσης) έναν πιο «ζόρικο» χαρακτήρα. Ειλικρινά, δεν θα σκεφτόμασταν κάτι καλύτερο για το συγκεκριμένο πιάτο.
Υπό κανονικές συνθήκες, το δείπνο θα ολοκλήρωνε ένα μιλφέιγ ροδάκινο (και το ολοκλήρωσε, θα σας μιλήσω όμως σε λίγο γι’ αυτό). Επειδή όμως ο Γιώργος Κώστογλου μας διέγνωσε (και ορθώς) ως μάλλον πεινασμένους και φιλοπερίεργους για νέες γεύσεις, μας έφερε να δοκιμάσουμε (κατά παρέκκλιση του μενού) ένα πιάτο με γαρδουμπάκια συνοδευόμενα από έναν υπέροχο πουρέ από κολοκυθάκι. Τα γαρδουμπάκια ήταν ονειρικά – τραγανοψημένα και κριτσανάτα απέξω, βελούδινα και κρεατωμένα από μέσα, με την ιδανική αναλογία μπαχαρικών που αναδείκνυε τις ιδιαίτερες αρετές τού εδέσματος. Όσο για τον πουρέ από κολοκυθάκι, ξεπέρασε τις προσδοκίες μας: ουδείς από την παρέα μπόρεσε να καταλάβει τι είναι – ποντάραμε στον μαϊντανό, το σκόρδο και τα μυρωδικά (που υπήρχαν μεν, απέκρυπταν ωστόσο την πραγματική αρετή τού πιάτου: το εξαίσιο κολοκυθάκι).
Το επιδόρπιο –το μιλφέιγ ροδάκινο– ολοκλήρωσε μιαν εμπειρία που, χάρη και στην εξαιρετική παρέα, κράτησε σχεδόν τρεις ώρες. Ήταν όσο νόστιμο και μυρωδάτο φαντάζεστε – και όσο αεράτο και ελαφρύ δεν φαντάζεστε. Το Μοσχάτο Πατρών τού Παρπαρούση απλώς τελειοποίησε την ήδη δεξιοτεχνική εκτέλεση μιας ευφάνταστης ιδέας. Εύγε!
Κάτι μας λέει ότι η «Brizola» θα συνεχίσει αυτές τις βραδιές degustation στη αρτιστίκ ταράτσα της (διά χειρός Λάζαρου Πάντου) στο σουρεάλ σκηνικό τής δυτικής εισόδου τής πόλης, με θέα την πίσω πλευρά τού «Μύλου» και τη θεσσαλονικιώτικη «άγρια Δύση». Θα φροντίσουμε να σας ενημερώσουμε εγκαίρως – τέτοιες εμπειρίες δεν πρέπει να χάνονται…