Έτοιμη να κατακτήσει για ακόμη μία χρονιά τους έλληνες καταναλωτές είναι η βασίλισσα του εορταστικού τραπεζιού, η γαλοπούλα, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν πάτησε… πόδι στην χώρα μας μέσω της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής (ΑΓΣ), κερδίζει ολοένα και περισσότερους οπαδούς.
Μάλιστα, για να αντεπεξέλθει στην αυξημένη ζήτηση των καταναλωτών και παρότι αρχικά εισήγαγε κάθε χρόνο για εκτροφή, περί το τέλος Σεπτεμβρίου, ορισμένο αριθμό (κάποιες δεκάδες) νεοσσών γαλοπούλας ηλικίας μόλις μίας ημέρας, η ΑΓΣ αύξησε τον αριθμό τους σε εκατοντάδες και σήμερα ξεπερνούν ακόμη και τις 20.000.
Η πρώτη «γνωριμία»
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η άσπρη γαλοπούλα ήταν άγνωστη στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Η Αμερικανική Γεωργική Σχολή τη σύστησε στους Θεσσαλονικείς στο πλαίσιο ειδικής εκδήλωσης που είχε διοργανωθεί στην ιστορική ταβέρνα του Κρικέλα, όπου είχε προσκληθεί η υψηλή κοινωνία της πόλης για να τη γευτεί.
Περιστατικό ενδεικτικό της αποδοχής της οποίας τυγχάνει (ολοένα και πιο έντονα) η γαλοπούλα της ΑΓΣ είναι αυτό που είχε περιγράψει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής του εκπαιδευτικού αγροκτήματος για τη ζωϊκή παραγωγή της ΑΓΣ, δρ. Θεόδωρος Καλλίτσης. Τα Χριστούγεννα του 1998 εκλάπη στον Πειραιά ένα φορτηγό με 1.306 γαλοπούλες που θα ήταν το δώρο της εταιρείας Παπαστράτος στους εργαζόμενούς της. Τρεις ημέρες αργότερα, το κλεμμένο φορτηγό εντοπίστηκε εγκαταλελειμμένο, με όλες τις γαλοπούλες, στον Ασπρόπυργο: «Οι κλέφτες ήθελαν μεν τις γαλοπούλες, αλλά δεν κατάφεραν να τις πουλήσουν, διότι ήταν ήδη συσκευασμένες με τοΝ λογότυπο της ΑΓΣ», είχε αναφέρει ο κ. Καλλίτσης, διευκρινίζοντας ότι στόχος του εκπαιδευτικού αγροτικού ιδρύματος είναι η προώθηση της εκτροφής της γαλοπούλας ακόμη περισσότερο, ώστε οι έλληνες κτηνοτρόφοι να έχουν τη δυνατότητα της εναλλακτικής εκτροφής και οι καταναλωτές της εναλλακτικής επιλογής.
Όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της ΑΓΣ, η πιο νόστιμη «ατραξιόν» του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού έλκει την καταγωγή της από την αμερικανική ήπειρο. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που την αντίκρισαν ήταν οι ισπανοί κατακτητές, το 1500, οι οποίοι την ονόμασαν «πουλί των Ινδιών», καθώς είχαν την ψευδαίσθηση ότι εκεί βρίσκονταν. Η κατανάλωσή της στο ευρωπαϊκό χριστουγεννιάτικο τραπέζι καθιερώθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αντικατέστησε τη χήνα, την πάπια, αλλά και τον κύκνο, που αποτελούσαν αγαπημένες γαστριμαργικές επιλογές των Ισπανών, των Άγγλων και των Γάλλων για την ημέρα των Χριστουγέννων. Σήμερα, σχεδόν εννέα στους δέκα Κεντροευρωπαίους θεωρούν ότι τα Χριστούγεννα δεν θα ήταν τα ίδια χωρίς την παραδοσιακή, ψητή γαλοπούλα.
Σε ό,τι αφορά την εισαγωγή τους στην Ελλάδα, η ΑΓΣ σημειώνει ότι η μεταφορά των καλύτερων υβριδίων λευκής γαλοπούλας γίνεται με ειδικά οχήματα που διαθέτουν αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου του αερισμού, της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Τρέφονται με σιτηρέσια που περιέχουν λιναρόσπορο, με αποτέλεσμα το κρέας τους να είναι πλούσιο σε Ω-3 λιπαρά οξέα, που έχει αποδειχθεί ότι είναι ευεργετικά για καλή καρδιαγγειακή υγεία. Εκτρέφονται σε υποδειγματικούς πτηνοθαλάμους με άριστες συνθήκες υγιεινής, ενώ το τελικό στάδιο διαχείρισης και επεξεργασίας γίνεται παρουσία του κρεοσκόπου-κτηνιάτρουτων αρμόδιων ελληνικών αρχών.
Η διάθεση της γαλοπούλας έχει να κάνει με την απόδοση υποτροφιών από την ΑΓΣ. Κάθε χρόνο, ανάλογα με το ποσό που συγκεντρώνεται από τις πωλήσεις, δίνονται από 15 έως και 50 υποτροφίες.
Διατροφικά, το κρέας της γαλοπούλας είναι χαμηλό σε θερμίδες και λιπαρά, ενώ έχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης. Περιέχει σημαντικές ποσότητες ασβεστίου, φωσφόρου, καλίου, νατρίουκαι ψευδάργυρου. Σε σύγκριση με το κοτόπουλο, η γαλοπούλα έχει περισσότερο νάτριο, λιγότερες θερμίδες, λιγότερη πρωτεΐνη, λιγότερη χοληστερόλη και περισσότερο κάλιο ανά ίση ποσότητα προϊόντος σε σχέση με το κοτόπουλο.