Αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή ψάρια στο τραπέζι των καταναλωτών, που υπάρχει μάλιστα σε αφθονία στη χώρα μας: ωστόσο, μόλις ένας βαθμός αύξησης της θερμοκρασίας τού νερού τής θάλασσας είναι αρκετός, ώστε να εκλείψει από την αγορά. Ο λόγος για τον γαύρο, που δεν αποκλείεται να χάσει την (αριθμητική) υπεροχή του έναντι της σαρδέλας τα επόμενα χρόνια.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα στο Βόρειο Αιγαίο, ο πληθυσμός τού γαύρου υπερέχει σε σχέση με τον πληθυσμό τής σαρδέλας. Ωστόσο, με βάση προβλέψεις που έγιναν σε σχέση με μια ενδεχόμενη νέα αύξηση της θερμοκρασίας στα θαλάσσια νερά, «διαπιστώθηκε ότι ο ανταγωνισμός των ψαριών γαύρου και σαρδέλας θα αλλάξει, όπως και τα αποθέματα», εξηγεί ο καθηγητής τού εργαστηρίου Άγριας Πανίδας και Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων στο τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Αντώνιος Κοκκινάκης. «Έστω και με έναν βαθμό αύξησης των θαλάσσιων νερών, η σαρδέλα θα είναι εκείνη που θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις νέες, δυσμενείς συνθήκες, σε αντίθεση με τον γαύρο, που δεν θα τα καταφέρει…», αναφέρει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι οι προβλέψεις αυτές για τον γαύρο και τη σαρδέλα στην Ελλάδα πρέπει να ληφθούν υπόψη πολύ σοβαρά, με δεδομένο ότι αυτά τα είδη αποτελούν τις «αγελάδες» τού θαλάσσιου οικοσυστήματος και τη βάση τής τροφικής πυραμίδας.
Πάντως, παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις τής κλιματικής αλλαγής έχουν ήδη εκδηλωθεί στις ελληνικές θάλασσες, όπως και παγκοσμίως, επηρεάζοντας τα οικοσυστήματα και τους πληθυσμούς των αλιευμάτων, ο κ. Κοκκινάκης σημειώνει ότι το Αιγαίο χαρακτηρίζεται ως μια περιοχή με χαμηλό κίνδυνο «τρωτότητας», τουλάχιστον προς το παρόν και συγκριτικά με άλλες περιοχές πάνω στον πλανήτη. Βέβαια, όπως επισημαίνει, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, «αφού υπάρχουν σημαντικά προβλήματα, που όμως ακόμη, προς το παρόν, είναι μικρότερης έντασης έναντι αυτών σε άλλες χώρες».
Σύμφωνα με τον κ. Κοκκινάκη, για τα δυσμενή που συμβαίνουν στα θαλάσσια ύδατα ευθύνεται πρώτιστα η ανθρωπογενής δραστηριότητα, με την κλιματική αλλαγή να επιτείνει σημαντικά τα προβλήματα που έχουν ήδη εκδηλωθεί.
«Απίθανο» στα επόμενα χρόνια να μας φτάνουν τα ψάρια
Δεν είναι, όμως, μόνον ο γαύρος που κινδυνεύει από την αύξηση της θερμοκρασίας στα νερά των θαλασσών, αφού, σύμφωνα με τον καθηγητή τού ΑΠΘ, «για κάθε έναν βαθμό που θα αυξάνεται η θερμοκρασία των θαλασσών, έχει υπολογιστεί ότι θα εξαφανίζονται πάνω από 3 εκατ. τόνοι ψαριών παγκοσμίως».
Μάλιστα, μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι απίθανο η ανθρώπινη κοινωνία να μπορέσει να βασιστεί στα ψάρια για τη διατροφή της, όπως σήμερα, λόγω της κατακόρυφης κατά κεφαλήν αύξησης στην ετήσια κατανάλωση, αλλά και συνεπεία των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που, μεταξύ άλλων, οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων, διαταράσσοντας έτσι τη θαλάσσια ζωή.
«Σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες, που είναι εγκατεστημένες σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη, η γρηγορότερη θέρμανση των νερών των θαλασσών λόγω της κλιματικής αλλαγής σημαίνει ότι από τον παγκόσμιο μέσο όρο κινδυνεύουμε να χάσουμε έως και σχεδόν το 50% των ετήσιων αλιευμάτων τους», αναφέρει ο κ. Κοκκινάκης, υπογραμμίζοντας ότι ήδη ο θαλάσσιος πληθυσμός είναι σήμερα μειωμένος σε ποσοστό 50% σε σχέση με το 1970, με τη φθίνουσα τάση να συνεχίζεται, μάλιστα, με αμείωτη ένταση.
Ο καθηγητής υπενθυμίζει ότι τα υδάτινα οικοσυστήματα συντηρούν μια μεγάλη βιοποικιλότητα, ρυθμίζουν το κλίμα, παράγουν οξυγόνο και απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το 70% της επιφάνειας του πλανήτη καταλαμβάνεται από νερό, καθίσταται άμεσα σαφές ότι «η επιβίωση όλων μας εξαρτάται από την υγεία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων».
Η υψηλή ζήτηση και η ανάγκη για αναθεώρηση των διαχειριστικών στόχων
Από το 1960 και μετά, η ετήσια κατανάλωση ψαριών είναι διπλάσια σε σχέση με την αύξηση του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο, με την κατά κεφαλή ετήσια κατανάλωση να υπερβαίνει τα 20 κιλά. Αντίστοιχα ανοδική πορεία ακολουθεί και η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση αλιευμάτων στην Ελλάδα, που σήμερα διαμορφώνεται στα 22-23 κιλά, από 5 κιλά προ εικοσαετίας. Μάλιστα, στην αλιευτική προσπάθεια για να καλυφθούν οι υψηλές ανάγκες των καταναλωτών, τριπλασιάστηκαν οι αλιευτικοί στόλοι, «με τους ψαράδες να ψαρεύουν πολύ περισσότερα ψάρια από αυτά που οι θάλασσες μπορούν να αντέξουν να απολέσουν».
Επομένως, κατά τον καθηγητή τού ΑΠΘ, η αλλαγή τού κλίματος σε σχέση με την αλιευτική διαχείριση αποτελεί μια τεράστια πρόκληση και –λόγω της μετατόπισης των ιχθυοαποθεμάτων, της αλλαγής των οικοτόπων και της επικράτησης μικρότερων ειδών ψαριών– «οι τρέχοντες διαχειριστικοί στόχοι πρέπει ενδεχομένως να αναθεωρηθούν».
Η αειφορική διαχείριση των ιχθυοαποθεμάτων, η μείωση των απορρίψεων, η αύξηση της κατανάλωσης των ειδών από τα χαμηλότερα είδη τής τροφικής αλυσίδας και η μετάβαση σε πιο υπεύθυνες μεθόδους υδατοκαλλιέργειας θα μπορούσαν, κατά τον ίδιο, «να βοηθήσουν προς την κατεύθυνση του μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής». Μάλιστα, όπως υποστηρίζει, με την εφαρμογή μιας προσαρμοστικής, αειφορικής διαχείρισης σε παγκόσμια κλίμακα, «ίσως επιτευχθεί και αύξηση ώς και 60% στη βιομάζα των ψαριών, 34% στα αλιεύματα και 154% στα κέρδη».
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Κοκκινάκη, οικονομικά δεν μπορεί να πει κάποιος ότι θα ωφεληθεί από τις θερμότερες θάλασσες, αφού, ακόμη κι αν επιτευχθεί πάγωμα στην αύξηση της θερμοκρασίας των νερών, «τα παγκόσμια έσοδα από την αλιεία κινδυνεύουν να μειωθούν ώς και πάνω από 35% ώς το 2050, με την απώλεια αλιευμάτων να αναμένεται σε υψηλότερο επίπεδο».
Οι επιπτώσεις τής κλιματικής αλλαγής στην αλιεία
Το 2000 είχαν καταγραφεί παγκοσμίως τα μεγαλύτερα ποσοστά αλιείας πάνω στον πλανήτη, αλλά «από εκεί και πέρα, έχουμε συνεχώς μειώσεις αλιευμάτων», γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στην υπεραλίευση, στη ρύπανση των θαλασσών και στην καταστροφή των οικοτόπων. «Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την αρνητική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί», επισημαίνει ο καθηγητής τού ΑΠΘ.
Το διοξείδιο του άνθρακα και τα αυξημένα επίπεδά του στην ατμόσφαιρα επιτείνουν τις επιπτώσεις τής κλιματικής αλλαγής στα θαλάσσια οικοσυστήματα και, ως αποτέλεσμα, «αυτές οι φυσικοχημικές παράμετροι αλλάζουν τη θερμοκρασία και οι θάλασσες γίνονται πιο θερμές και πιο όξινες. Επιπλέον, με την αύξηση της θερμοκρασίας τα τελευταία 140 χρόνια λιώνουν οι πάγοι και ήδη η στάθμη τής θάλασσας έχει αυξηθεί κατά 25 εκατοστά».
Η αύξηση της θερμοκρασίας, σύμφωνα με τον κ. Κοκκινάκη, αλλάζει τα φυσικά χαρακτηριστικά τού θαλάσσιου περιβάλλοντος. «Τα θερμότερα νερά στην επιφάνεια της θάλασσας επηρεάζουν την κυκλοφορία τού νερού και σε μεγαλύτερα βάθη και, με αυτόν τον τρόπο, διαταράσσονται τα τροφικά πλέγματα, ενώ οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες που προκαλούν καταιγίδες, συχνότερης και μεγαλύτερης έντασης, πλήττουν παράκτιους οικοτόπους», τονίζει. Η αύξηση της θερμοκρασίας αλλάζει επίσης την αλατότητα και την κατανομή τής αλατότητας κατά βάθος, γεγονός που δυσχεραίνει πάρα πολύ την κατανομή των ζωικών πληθυσμών των αλιευμάτων, ενώ τα θερμότερα νερά συγκρατούν λιγότερους θαλάσσιους οργανισμούς, περιορίζοντας τη βιοποικιλότητά τους.
«Όταν το νερό είναι πιο θερμό και πιο όξινο, έχει αποδειχτεί ότι διαταράσσει την ικανότητα των ψαριών να βρουν τροφή και τρόπους διαβίωσης», επισημαίνει ο κ. Κοκκινάκης, προσθέτοντας ότι παρεμποδίζονται οι συμβιωτικές σχέσεις με άλλα είδη στο υδάτινο περιβάλλον, γεγονός που επηρεάζει την αλιεία: «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη δυναμική των πληθυσμών σε ολόκληρα τα οικοσυστήματα», υπογραμμίζει.
Η τοποθέτηση του καθηγητή τού ΑΠΘ έγινε στη διημερίδα με τίτλο «Κλιματική αλλαγή: επιπτώσεις στην πρωτογενή παραγωγή και στο φυσικό περιβάλλον (φυσικές καταστροφές, φυτική και ζωική παραγωγή, ενιαία υγεία)», που διοργάνωσαν το Διεπιστημονικό Κέντρο Αγροδιατροφής τού ΑΠΘ, σε συνεργασία με το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας τού Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤΕΕ), υπό την αιγίδα τού ΑΠΘ και της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.