Μία από τις μεγαλύτερες τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ο γαστρονομικός τουρισμός, με τους επισκέπτες αυτής της κατηγορίας να επιθυμούν να γνωρίσουν από κοντά –πέρα από τα αξιοθέατα που προσφέρει κάθε προορισμός– την κουλτούρα κάθε περιοχής, που γεννάται μέσα από τις γεύσεις της. Χαρακτηριστικά τα οποία η Ελλάδα διαθέτει σε υπερθετικό βαθμό, καθώς, πέρα από τις καταγάλανες παραλίες, το ιδιαίτερο ανάγλυφο, αλλά και την εντυπωσιακή πολιτιστική της κληρονομιά, προσφέρει έναν «θησαυρό» γεύσεων, που περιμένει τον επισκέπτη να τον ανακαλύψει. Για τον τουρίστα αυτού του είδους, καλύτερη διαφήμιση από τη διεθνώς αναγνωρισμένη ελληνική κουζίνα, αλλά και τη μεσογειακή διατροφή δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Η ομάδα εργασίας
Με απώτερο σκοπό την άμεση σχεδίαση ενός γαστρονομικού οδηγού για τη χώρα μας, τα υπουργεία Τουρισμού, Πολιτισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων προχώρησαν στη σύσταση ομάδας εργασίας. Οι πρώτες διαβουλεύσεις έγιναν ήδη, με στόχο καθένας από τους 52 νομούς τής Ελλάδας να καταστεί ξεχωριστός γαστρονομικός προορισμός, με τη δική του γαστρονομική σφραγίδα – και αυτό να επιτευχθεί μέσω της διασύνδεσης του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό.
Στο πλαίσιο των εργασιών τής ομάδας περιλαμβάνεται η ανάπτυξη ενός περιφερειακού σχεδίου προώθησης γαστρονομικού χάρτη, όπου θα προβάλλονται οι τοπικές κουζίνες, με την απαραίτητη συνδρομή των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.ά.). Επικεφαλής είναι η Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου, πρόεδρος της Ένωσης Οινοποιών Αμπελουργών Νήσων Αιγαίου και μέλος τού δ.σ. τού Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ). Σε αυτήν συμμετέχουν, επίσης, ξενοδοχειακοί φορείς, επαγγελματίες τής εστίασης και σεφ (όπως ο Κωνσταντίνος Μουζάκης, πρόεδρος της λέσχης Αρχιμαγείρων «Ακρόπολις», και η Ντίνα Νικολάου), στελέχη των υπουργείων Τουρισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης, ενώ με την ομάδα συνεργάζονται στενά οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος (ΕΔΟΚ) που εκπροσωπείται από τον πρόεδρο της, Λευτέρη Γίτσα.
Ελκυστικό προϊόν
«Αντικείμενό μας είναι να δημιουργήσουμε τις βάσεις για ένα ελκυστικό γαστρονομικό προϊόν, με σκοπό την προσέλκυση ξένων επισκεπτών στη χώρα μας» σημειώνει η επικεφαλής τής ομάδας, εξηγώντας: «Αυτό που λείπει σήμερα είναι ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο θα αξιοποιήσει όλες τις εξαιρετικές, αλλά αποσπασματικές πρωτοβουλίες που έχουν αναπτυχθεί σε όλη τη χώρα με την πρωτοβουλία τοπικών κοινωνιών και τη στήριξη επαγγελματικών φορέων και ιδιωτών, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης 1ου και 2ου βαθμού».
Σύμφωνα με τη συντονίστρια της ομάδας, «είναι απαραίτητο να καταρτιστεί εθνικό γαστρονομικό χαρτοφυλάκιο, στο οποίο θα βασιστεί η διαμόρφωση του γαστρονομικού τουρισμού ως προϊόντος. Έχουν γίνει εξαιρετικές μελέτες από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη γαστρονομία και από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων για τη σύνδεση της γαστρονομίας με τον τουρισμό, όπως επίσης και από άλλους φορείς, τα αποτελέσματα των οποίων είναι εξαιρετικά εργαλεία για την αποτελεσματικότερη προσέγγιση των παραγόντων που θα μας οδηγήσουν στην τελική διαμόρφωση».
Η ομάδα εργασίας θα αποτυπώσει την σημερινή κατάσταση, θα αξιοποιήσει την υπάρχουσα εμπειρία και τεχνογνωσία των υφισταμένων προτάσεων, θα προτείνει δράσεις για τον συντονισμό φορέων που αφορούν τη γαστρονομία, τον τουρισμό και την οριζόντια σύνδεση διαφορετικών κλάδων, θα επεξεργαστεί όλα τα στοιχεία και θα υποβάλει τις προτάσεις της: «Ο τουρισμός αποτελεί έναν σταθερό μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα» σημειώνει η κυρία Τριανταφυλλοπούλου, εκτιμώντας ότι «μπορεί να στηρίξει άλλους τομείς παραγωγής με τις κατάλληλες δράσεις διασύνδεσης. Η γαστρονομία και, μέσα απ’ αυτήν, ο πρωτογενής τομέας και τα τοπικά προϊόντα είναι ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην ποιοτική αναβάθμισή του».
Σε αυτό το σημείο, ο ρόλος των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που εκπροσωπούν όλο το φάσμα των επαγγελματικών κλάδων τού αγροδιατροφικού τομέα, είναι πολύ σημαντικός, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος, Λευτέρης Γίτσας, συμπληρώνοντας ότι «θα πρέπει να κινητοποιήσουμε όλες τις τοπικές δυνάμεις, για να μη μείνει το εγχείρημα αυτό στα χαρτιά. Να αποτυπωθούν οι παθογένειες και να βρεθούν οι λύσεις, ώστε να ξεπεραστούν όλα εκείνα τα εμπόδια που λειτουργούν ως τροχοπέδη όλα αυτά τα χρόνια στην ενίσχυση του γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΚ, τα προϊόντα που διαθέτει η χώρα μας είναι πολύ υψηλής διατροφικής αξίας, μπορούν και πρέπει να αναδειχθούν και αναπτυχθούν: «Μέχρι τώρα», υπογραμμίζει ο κ. Γίτσας, «στις προθέσεις μας ήταν να δώσουμε ταυτότητα στα ιδιαίτερα τοπικά προϊόντα, για να καταστούν αναγνωρίσιμα και ασφαλή, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν για το εγχείρημα αυτό».
Πολλές προσπάθειες μέχρι σήμερα
«Οι προσπάθειες που έχουν γίνει έως σήμερα είναι πολλές, όπως π.χ. τα ΠΟΠ προϊόντα» σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ – και συνεχίζει: «Δημιουργήθηκε το απαιτούμενο πλαίσιο, αναδείχθηκαν διάφορα τοπικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα το αρνάκι Ελασσόνας, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται ότι απουσιάζει ο φορέας που θα συντονίσει και θα οργανώσει την παραγωγή, την εμπορία και την προβολή τους».
Σύμφωνα με τον ίδιο, πάγια θέση τής Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος είναι ότι τα ελληνικά προϊόντα (μεταξύ των οποίων τα κρέατα και τα προϊόντα κρέατος) αποτελούν θαυμάσιους πρεσβευτές τής παράδοσής μας, που αξίζει να γνωρίσουν οι ξένοι επισκέπτες. Πρέπει όμως να διασφαλίσουμε την ποιότητα και την απαιτούμενη ποσότητα σε όλη την αλυσίδα – από την παραγωγή στην εστίαση και τα ξενοδοχεία. «Κάθε προϊόν έχει τον δικό του μύθο, τη δική του ιστορία διατροφικής αξίας. Κάθε τόπος χρειάζεται να αναδείξει τα δικά του, επώνυμα, ποιοτικά προϊόντα, κάθε περιοχή να ταυτιστεί με τα ιδιαίτερα προϊόντα της, ώστε να δημιουργηθεί ο τουριστικός προσανατολισμός για κάθε τοπικό προϊόν» προσθέτει.
Ο νόμος για τον γαστρονομικό τουρισμό
Σύμφωνα με τον σχετικό νόμο 4582/2018, «ο τουρισμός γαστρονομίας περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η μελέτη και η γευσιγνωσία των τοπικών προϊόντων, η εκμάθηση της τοπικής κουζίνας, η αγορά αγροτικών προϊόντων απευθείας από τον τόπο παραγωγής, η συμμετοχή σε εκδηλώσεις-φεστιβάλ και παρουσιάσεις γευσιγνωσίας ποιοτικών προϊόντων διατροφής, η ανάδειξη της ελληνικής και μεσογειακής κουζίνας, καθώς και η διεθνοποίηση των τοπικών προϊόντων».
Προς την κατεύθυνση αυτή, θα ενδυναμωθεί και το σήμα για την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, το «Ειδικό Σήμα Ποιότητας για την Ελληνική Κουζίνα» που ορίζεται στον σχετικό νόμο, και θα θεσμοθετηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εν λόγω τουριστικού προϊόντος και την προώθηση πιστοποίησής του. Όπως αναφέρει το νομοθέτημα, το Ειδικό Σήμα Ποιότητας για την Ελληνική Κουζίνα (ΕΣΠΕΚ) πιστοποιεί ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση:
- προσφέρει ένα ικανοποιητικό επίπεδο εδεσμάτων που ακολουθούν ή βασίζονται στην ελληνική γαστρονομική παράδοση, με έμφαση κατά περίπτωση σε τοπικές κουζίνες,
- χρησιμοποιεί σε σημαντικό βαθμό ελληνικά προϊόντα, με έμφαση σε τοπικά προϊόντα και προϊόντα ΠΟΠ,
- προωθεί συνολικά την ελληνική γαστρονομική και οινική παράδοση και παραγωγή,
- προσφέρει ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνολικής παροχής υπηρεσιών.