fbpx

Citymagthess.gr

Το «who is who» τού ελληνικού αμπελώνα

Μοιραστείτε το

Κάθε κρασότοπος της χώρας μας, με το δικό του μικροκλίμα και τις επιμέρους γηγενείς ποικιλίες, έχει αρχίσει να δίνει αξιόλογα κρασιά, με μεγάλο ενδιαφέρον και πολύ ελπιδοφόρο μέλλον. Τα κρασιά τής Νάουσας (από Ξινόμαυρο) μεγαλουργούν στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό έχει ήδη αρχίσει η αναγνώρισή τους. Το ίδιο συμβαίνει με τα Αγιωργίτικα της Νεμέας, το Ασύρτικο και τα Vinsanto τής Σαντορίνης. Η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου, της Κεντρικής Ελλάδας, των νησιών τού Αιγαίου, της Κρήτης και της Θεσσαλίας, όπως και μεγάλο τμήμα των Ιονίων Νήσων, των Δωδεκανήσων, των νησιών τού Βόρειου Αιγαίου και της Θράκης διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, παράγοντας υψηλής ποιότητας κρασιά. Ας τα γνωρίσουμε.

C

Cabernet Franc

Ερυθρή ποικιλία τής Νοτιοδυτικής Γαλλίας, η οποία πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Ελλάδα στην περιοχή τής Σιθωνίας. Σήμερα καλλιεργείται και σε αρκετές περιοχές τής Πελοποννήσου, της Αττικοβοιωτίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, σε μικρή όμως έκταση. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου.

Στον σωστό βαθμό ωριμότητας των σταφυλιών, το κρασί τής ποικιλίας αυτής παρουσιάζει καλή ισορροπία αλκοόλης οξύτητας και καλό αρωματικό δυναμικό, που εξελίσσεται κατά την παλαίωση. Το χρώμα του είναι λιγότερο έντονο από αυτό τού Cabernet Sauvignon και το τανικό του δυναμικό είναι χαμηλότερο, γεγονός που του επιτρέπει να χρειάζεται πιο βραχύχρονη παλαίωση και να καταναλώνεται σε πιο νεαρή ηλικία.

Cabernet Sauvignon

Διεθνής ερυθρή ποικιλία καταγόμενη από το Μπορντό τής Γαλλίας, της οποίας η καλλιέργεια θεωρήθηκε απαραίτητη για τη βελτίωση των ερυθρών οίνων που παράγονταν από ορισμένες ελληνικές ποικιλίες.

Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε στο Μέτσοβο, ενώ γρήγορα η καλλιέργειά της επεκτάθηκε σε αρκετές περιοχές σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (από την Κρήτη ώς τη Θράκη, είναι επιτρεπόμενη ή συνιστώμενη σε 23 νομούς), χωρίς όμως να καταλαμβάνει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση, λόγω της μικρότερης παραγωγικότητάς της έναντι των ελληνικών ποικιλιών. Ωριμάζει στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου.

Στον σωστό βαθμό ωριμότητας των σταφυλιών, το κρασί τής ποικιλίας αυτής παρουσιάζει καλή ισορροπία αλκοόλης οξύτητας. Η υπερωρίμανση των σταφυλιών έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οξύτητα και στο αρωματικό δυναμικό. Στα κατάλληλα εδάφη (και πάντοτε σε σχέση με το επίπεδο της παραγωγής), δίνει κρασιά με έντονο χρώμα, υψηλό αρωματικό δυναμικό (το οποίο εξελίσσεται σε πολύπλοκο μπουκέτο κατά την παλαίωση), σώμα και τανίνες που απαιτούν παραμονή πολλών μηνών σε δρύινα βαρέλια, ώστε το κρασί να γίνει μαλακό, στρογγυλό και ισορροπημένο.

Το Cabernet Sauvignon χρησιμοποιείται σε αναμείξεις με κρασιά άλλων ποικιλιών, ενώ η παρουσία του (ακόμη και σε μικρό ποσοστό, που συνήθως κυμαίνεται από 5%-20%) ενισχύει και στηρίζει το χρώμα, το άρωμα, το σώμα, τη γευστική ισορροπία και την πληρότητα, δίνοντας τον δικό του χαρακτήρα στο τελικό προϊόν.

Chardonnay

Κοσμοπολίτικη, λευκή ποικιλία γαλλικής προέλευσης (Βουργουνδία). Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε 24 νομούς, κατανεμημένους σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Ωριμάζει στο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου.

Η ποικιλία Chardonnay μπορεί να δώσει λευκούς οίνους, φρέσκους ή που έχουν ζυμωθεί και ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια, με μια ευρεία παλέτα αρωμάτων, των οποίων η πολυπλοκότητα και η ποιότητα είναι συνάρτηση της στρεμματικής απόδοσης. Η γεύση τους είναι λιπαρή, δροσερή ώς ζωηρή, ισορροπημένη, με σώμα και διάρκεια. Στα κατάλληλα εδάφη μπορεί να φτάσει το βέλτιστο της ποιότητας ενός λευκού κρασιού.

G

Grenache Rouge

Ερυθρή μεσογειακή ποικιλία ισπανικής καταγωγής, καλλιεργούμενη σε αρκετές ξηροθερμικές περιοχές στον κόσμο.

Στην Ελλάδα είναι συνιστώμενη ως βελτιωτική σε 18 νομούς στα Δωδεκάνησα, τη Θράκη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Ωριμάζει στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Στα κατάλληλα εδάφη και με μέτρια παραγωγή, το κρασί τής ποικιλίας αυτής έχει καλό χρώμα, μέτριο σώμα, υψηλό αλκοολικό τίτλο και μέτρια οξύτητα. Έχει την τάση, όμως, να γερνάει γρήγορα και να οξειδώνεται εύκολα.

M

Merlot

Ερυθρή ποικιλία γαλλικής προέλευσης, καλλιεργούμενη στην περιοχή τού Μπορντό, η οποία κατέλαβε τα τελευταία χρόνια σημαντικές εκτάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε 23 νομούς στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου.

Το κρασί τής ποικιλίας αυτής είναι υψηλόβαθμο, καλής οξύτητας, με χαρακτηριστικό άρωμα, σώμα, μαλακή και ισορροπημένη γεύση, επιδεκτικό παλαίωσης. Στις αναμείξεις με άλλα κρασιά βελτιώνει το χρώμα και το άρωμά τους και επιταχύνει τον απαιτούμενο χρόνο παλαίωσης, ώστε να είναι πιο σύντομα έτοιμα προς κατανάλωση.

S

Sauvignon Blanc

Λευκή, αρωματική ποικιλία γαλλικής προέλευσης, η οποία καλλιεργείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της ξεκίνησε στις αρχές τής δεκαετίας του 1990, για να φθάσει σήμερα να καλλιεργείται σε 21 νομούς τής χώρας, γεωγραφικά κατανεμημένους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου.

Το Sauvignon Blanc, όταν καλλιεργηθεί στις κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες, με μικρές αποδόσεις, και τρυγηθεί στο κατάλληλο στάδιο ωριμότητας (ώστε να υπάρχει ισορροπία οξύτητας-σακχάρων και διατήρηση του ιδιαίτερου αρωματικού δυναμικού του), μπορεί να δώσει ξηρά κρασιά με πλούσιο άρωμα (κυρίως εξωτικών φρούτων), ζωηρή, ισορροπημένη και πληθωρική γεύση. Το Sauvignon Blanc μπορεί να ζυμωθεί και να ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια.

Syrah

Ερυθρή ποικιλία (έγινε γνωστή χάρη στα θαυμάσια κρασιά που δίνει στην κοιλάδα τού Ροδανού), η οποία καλλιεργείται σήμερα σε πολλές περιοχές στον κόσμο. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της ξεκίνησε από τη Σιθωνία, ενώ τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται ως συνιστώμενη σε 16 νομούς τής χώρας, σε Πελοπόννησο, Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μακεδονία, Θράκη, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.

Ανάλογα με τον κλώνο, το κλάδεμα, το έδαφος και την περιοχή, η ποικιλία αυτή μπορεί να δώσει λιγότερο ή περισσότερο δυνατά κρασιά, μέτριας οξύτητας, με έντονο χρώμα, έντονα αρώματα, που γίνονται πολυπλοκότερα κατά την παλαίωση.

U

Ugni Blanc

Λευκή ποικιλία ιταλικής προέλευσης, καλλιεργούμενη σε μεγάλη έκταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα εισήχθη ως βελτιωτική τής οξύτητας των παραγόμενων οίνων από αμπελώνες πεδινών περιοχών. Ωριμάζει στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Το κρασί από την ποικιλία Ugni Blanc είναι ουδέτερο αρωματικά, σχετικά χαμηλού αλκοολικού τίτλου και καλής οξύτητας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε αναμείξεις με κρασιά χαμηλής οξύτητας.

Α

Αγιωργίτικο

Μια από τις εκλεκτότερες ερυθρές ελληνικές ποικιλίες. Καλλιεργείται στον νομό Κορινθίας (κυρίως στη ζώνη τής Νεμέας) και σποραδικά στους νομούς Αργολίδας, Αρκαδίας και Αττικής, καταλαμβάνοντας συνολικά έκταση που ξεπερνά τα 20.000 στρέμματα. Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου.

Το Αγιωργίτικο αποτελεί μια πολυδυναμική ποικιλία που χαρακτηρίζεται από βαθύ ερυθρό χρώμα και μαλακές τανίνες, η οποία μπορεί να δώσει διαφορετικούς τύπους προϊόντων, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο καλλιεργείται. Αξιόλογα ερυθρά γλυκά κρασιά. Φρουτώδη ερυθρά κρασιά πρώιμης κατανάλωσης (τύπου Nouveau). Βαθύχρωμα ερυθρά ξηρά κρασιά, είτε νεαρά, φρουτώδη και ευκολόπιοτα, με μαλακή και «στρογγυλή» γεύση, είτε παλαιωμένα, με χαρακτηριστικά σύνθετο μπουκέτο κόκκινων φρούτων, αποξηραμένων δαμάσκηνων και μπαχαρικών και πλούσια, ισορροπημένη γεύση με βελούδινες τανίνες και μακρά επίγευση. Ακόμη, ζωηρόχρωμα ροζέ κρασιά με φρουτώδη αρώματα, γεμάτη και δροσερή γεύση.

Από την ποικιλία αυτή παράγονται τα ξηρά, αλλά και τα ημίγλυκα και γλυκά ερυθρά κρασιά ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Νεμέα».

Αηδάνι Λευκό

Λευκή ποικιλία που καλλιεργείται στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στη Νάξο, τη Σαντορίνη και την Πάρο. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου. Το κρασί τής ποικιλίας Αηδάνι έχει μέτριο αλκοολικό τίτλο και οξύτητα, αλλά πλούσιο, ανθώδες άρωμα.

Αθήρι

Παλιά λευκή ποικιλία τού Κεντρικού και Νότιου Αιγαίου, που καλλιεργείται σήμερα σε αρκετές περιοχές τής χώρας, όπως η Χαλκιδική. Ωριμάζει στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Το Αθήρι δίνει κρασιά με φρουτώδη αρώματα, μέτριο αλκοολικό τίτλο και οξύτητα, με ευχάριστη, απαλή και γεμάτη γεύση.

Ασύρτικο

Εξαιρετική, πολυδύναμη, λευκή ελληνική ποικιλία. Αρχικά καλλιεργούταν στα νησιά των Κυκλάδων και κυρίως στη Σαντορίνη, που είναι ο τόπος καταγωγής της. Από εκεί μετανάστευσε με επιτυχία στη Χαλκιδική, την Επανομή, τη Δράμα, το Παγγαίο, την Αττική και την Πελοπόννησο και έφτασε να καλλιεργείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε μια έκταση που ξεπερνά τα 11.500 στρέμματα.

Λόγω της υψηλής οξύτητας, του αρώματος και της ευκολίας προσαρμογής της σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα, διατηρώντας τον χαρακτήρα της, η ποικιλία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη δημιουργία νέων αμπελώνων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Το Ασύρτικο δίνει οίνους υψηλόβαθμους με υψηλή οξύτητα – συνδυασμός σπάνιος για λευκή μεσογειακή ποικιλία. Οι οίνοι από Ασύρτικο χαρακτηρίζονται από τη ζωηρή και γεμάτη γεύση και την ιδιαίτερη μύτη – πιο «μεταλλική» και γήινη στη Σαντορίνη, έντονα φρουτώδη και ανθώδη στην ηπειρωτική και δη στη Βόρεια Ελλάδα. Παρουσιάζουν όμως τάση οξείδωσης και γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή κατά την οινοποίηση.

Συμμετέχει στην παραγωγή των οίνων oνομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Σαντορίνη» (του ξηρού, φρέσκου ή παλαιωμένου σε δρύινα βαρέλια και του γλυκού παλαιωμένου Vinsanto) και «Πλαγιές Μελίτωνα», αλλά και αρκετών τοπικών (Επανομής, Δράμας, Αγιορείτικος, Μακεδονικός, Πλαγιές Βερτίσκου, Αττικός κ.ά.) και επιτραπέζιων οίνων.

Β

Βερτζαμί

Μία από τις πλουσιότερες σε χρώμα ελληνικές ερυθρές ποικιλίες, που κυριαρχεί στη Λευκάδα και απαντά σποραδικά στην Πρέβεζα, το Αγρίνιο και την Πάτρα. Ωριμάζει στα μέσα Σεπτεμβρίου.

Βηλάνα

Λευκή ποικιλία τής Κρήτης, η οποία απαντά στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου και σποραδικά στους νομούς Ρεθύμνης και Χανίων, καταλαμβάνοντας συνολικά έκταση περίπου 3.500 στρεμμάτων. Ωριμάζει μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Όταν η Βηλάνα καλλιεργείται στα κατάλληλα εδάφη, με μικρό φορτίο ανά πρέμνο, δίνει κρασιά μέτριου ώς υψηλού αλκοολικού τίτλου, υψηλής οξύτητας και μέτριου αρωματικού πλούτου. Πρόκειται για μια ευοξείδωτη ποικιλία, η οποία απαιτεί πάντοτε προσοχή στην οινοποίηση.

Ζ

Ζουμιάτικο

Λευκή ποικιλία των Βαλκανίων (Βουλγαρία, Σερβία, Τουρκία), καλλιεργούμενη σε ολόκληρο τον μακεδονικό και θρακικό χώρο. Ωριμάζει στα μέσα Σεπτεμβρίου.

Το Ζουμιάτικο, εφόσον καλλιεργείται με μικρή απόδοση ανά πρέμνο, δίνει κρασιά μέτριου αλκοολικού τίτλου, μέτριας ώς χαμηλής οξύτητας, ελαφρά αρωματικά. Συμμετέχει στην παραγωγή ορισμένων τοπικών (Μεσημβριώτικος, Αβδήρων, Σερρών, Ισμαρικός) και επιτραπέζιων οίνων.

Κ

Κοτσιφάλι

Μία από τις πιο αξιόλογες ερυθρές ποικιλίες τής Κρήτης, καλλιεργούμενη σε μεγαλύτερη έκταση στον νομό Ηρακλείου. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.

Το Κοτσιφάλι δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, αρωματικά, χαμηλής οξύτητας και με ασταθές χρώμα. Για τον λόγο αυτό συνοινοποιείται με την ποικιλία Μανδηλαριά, που χαρακτηρίζεται από έντονο χρώμα και υψηλό φανολικό δυναμικό, για την παραγωγή των ξηρών ερυθρών οίνων ονομασίας προελεύσεως «Πεζά» και «Αρχάνες».

Κρασάτο

Ερυθρή ποικιλία τής Θεσσαλίας, που καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή τής Ραψάνης. Ωριμάζει στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Το Κρασάτο δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας και χρωματικής έντασης και πλούσια σε τανίνες, τα οποία γερνάνε γρήγορα. Συνοινοποιείται με τις ποικιλίες Σταυρωτό και Ξινόμαυρο για την παραγωγή τού ερυθρού, ξηρού οίνου ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Ραψάνη».

Λ

Λημνιό

Πολύ παλιά, γηγενής ερυθρή ποικιλία (που αναφέρεται ως «Λημνία Σταφυλή» στο «Ονομαστικόν» τού Πολυδεύκη), κέντρο καλλιέργειας της οποίας υπήρξε η Λήμνος. Σήμερα καλλιεργείται στη Λήμνο, τη Χαλκιδική, τον Έβρο, τη Ροδόπη, την Ξάνθη, την Καβάλα, τις Σέρρες, τη Λάρισα και την Καρδίτσα.

Το Λημνιό δίνει κρασιά σχετικά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με ελαφρύ, ιδιαίτερο άρωμα (θυμίζει φασκομηλιά και δάφνη), μέτριο χρώμα και σώμα. Συμμετέχει στην ποικιλιακή σύνθεση των ερυθρών ξηρών οίνων ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Πλαγιές Μελίτωνα» μαζί με τα Cabernet Sauvignon και Cabernet Franc, καθώς και ορισμένων τοπικών (Αγιορείτικος, Μακεδονικός, Ισμαρικός, Θρακικός) και επιτραπέζιων οίνων.

Λιάτικο

Ερυθρή ποικιλία καλλιεργούμενη στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύμνης και Χανίων και σποραδικά στις νότιες Κυκλάδες και την Κεφαλονιά. Ωριμάζει πρώιμα (εξ ου και η ονομασία της), μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου.

Το Λιάτικο δίνει ερυθρά, ξηρά κρασιά, υψηλόβαθμα, αρωματικά, μέτριας οξύτητας (που υστερούν ωστόσο σε χρώμα), καθώς και θαυμάσιους γλυκούς οίνους.

Μ

Μαλαγουζιά

Λευκή ποικιλία καταγόμενη από την Αιτωλοακαρνανία, η οποία καλλιεργείται στη Μακεδονία (Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη) και διάσπαρτα στη Στερεά Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα, Αττική) και την Πελοπόννησο. Ωριμάζει στα τέλη Αυγούστου.

Η Μαλαγουζιά δίνει κρασιά, τα οποία μπορεί να έχουν ζυμωθεί ή ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια, είναι υψηλόβαθμα, με ιδιαίτερο πλούσιο άρωμα, μέτρια οξύτητα, γεμάτη και «στρογγυλή» γεύση.

Μανδηλαριά

Από τις πιο πλούσιες σε χρώμα ποικιλίες αμπέλου, γηγενής τού αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Καλλιεργούταν αρχικά στις Κυκλάδες, τη Ρόδο και την Κρήτη, ενώ κατόπιν η καλλιέργειά της επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο, την Αττική, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας συνολικά έκταση που ξεπερνά τα 15.000 στρέμματα. Ωριμάζει όψιμα (τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου) και δίνει κρασιά με έντονο χρώμα, μέσου ώς χαμηλού αλκοολικού τίτλου, μέτριας οξύτητας, πλούσια σε τανίνες.

Αποκλειστικά από Μανδηλαριά παράγεται ο ερυθρός ξηρός οίνος ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Ρόδος». Η Μανδηλαριά συμμετέχει στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών οίνων ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Πεζά» και «Αρχάνες» (μαζί με την ποικιλία Κοτσιφάλι) και «Πάρος», μαζί με την ποικιλία Μονεμβασιά (συνοινοποίηση), καθώς και κάποιων τοπικών οίνων (Δωδεκανησιακός, Ηρακλειώτικος, Θραψανών κ.ά.).

Μαυροδάφνη

Ερυθρή ποικιλία που καλλιεργείται στους νομούς Αχαΐας, Ηλείας, Κεφαλληνίας, Λευκάδας και σποραδικά στους νομούς Κέρκυρας, Αρκαδίας, Χαλκιδικής και Μαγνησίας, καταλαμβάνοντας συνολικά έκταση περίπου 6.500 στρεμμάτων.

Ωριμάζει στις αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου και, όταν καλλιεργείται σωστά και στο κατάλληλο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, μπορεί να δώσει ερυθρά κρασιά ξηρά, με καλό χρώμα και χαρακτηριστικό άρωμα, τα οποία επιδέχονται παλαίωση και συνήθως αναμειγνύονται με κρασιά ποικιλιών, όπως Cabernet Sauvignon, Αγιωργίτικο και Refosco.

Η Μαυροδάφνη παράγει εξαιρετικούς υψηλόβαθμους, γλυκούς οίνους λικέρ, οι οποίοι παλαιώνουν σε δρύινα βαρέλια (ορισμένοι υφίστανται μακρόχρονη παλαίωση με το σύστημα Solera) και χαρακτηρίζονται από πολύπλοκο μπουκέτο αποξηραμένων φρούτων και πλούσια γεύση με μακρά διάρκεια. Η Μαυροδάφνη (μόνη της ή μαζί με την ποικιλία Μαύρη Κορινθιακή, ώς 49%) παράγει τους γλυκούς οίνους ονομασίας προελεύσεως ελεγχομένη «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλληνίας», ενώ συμμετέχει στην παραγωγή ορισμένων τοπικών οίνων (Λετρίνων, Πλαγιές Αίνου, Πλαγιές Πετρωτού, Μεταξάτων).

Μονεμβασιά

Λευκή ποικιλία, καλλιεργούμενη στις Κυκλάδες (ιδιαίτερα στην Πάρο) και σποραδικά σε αρκετά νησιά τού Αιγαίου και την Εύβοια. Αν και κατάγεται από την ομώνυμη περιοχή, η καλλιέργειά της στη Μονεμβασιά είχε εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, για να επανέλθει πρόσφατα, σε περιορισμένη έκταση. Ωριμάζει στα μέσα με τέλη Σεπτεμβρίου.

Το κρασί τής Μονεμβασιάς, όταν αυτή καλλιεργείται στο κατάλληλο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, είναι υψηλόβαθμο, μέτριας οξύτητας, με χαρακτηριστικό άρωμα, αλλά και έντονη τάση οξείδωσης (οπότε χρειάζεται προσοχή στην οινοποίηση). Από τη συγκεκριμένη ποικιλία παράγεται ο λευκός ξηρός οίνος ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Πάρος» και, σε συνοινοποίηση με την ερυθρή ποικιλία Μανδηλαριά, ο ερυθρός ξηρός οίνος τής ίδιας ονομασίας, καθώς και ορισμένοι τοπικοί οίνοι (Θραψάνων).

Μοσχάτο Αλεξανδρείας

Λευκή ποικιλία, η οποία καλλιεργείται ευρύτατα σε ολόκληρο τον κόσμο για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών, κρασιού και σταφίδας. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Λήμνο, αλλά και σε ορισμένα νησιά τού Ιονίου, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη) και τελευταία στη Ρόδο, καταλαμβάνοντας έκταση περίπου 7.000 στρεμμάτων. Ωριμάζει στα τέλη Σεπτεμβρίου, είναι ευοξείδωτο και απαιτεί προσοχή κατά την οινοποίηση.

Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας δίνει ξηρά κρασιά υψηλόβαθμα, με λεπτό, τυπικό μοσχάτο άρωμα, μέτρια ώς καλή οξύτητα και ευχάριστη γεύση, καθώς και θαυμάσια γλυκά κρασιά με πλούσιο άρωμα και γεμάτη γεύση.

Από το Μοσχάτο Αλεξανδρείας παράγονται οι γλυκείς οίνοι ονομασίας προελεύσεως ελεγχόμενη «Μοσχάτος Λήμνου» και οι ξηροί, ημίξηροι και ημίγλυκοι οίνοι ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Λήμνος».

Μοσχάτο Λευκό

Πρόκειται για ποικιλία καλλιεργούμενη σε μεγάλη έκταση σε αρκετές χώρες τού κόσμου (Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία, Γερμανία, Τουρκία, Αυστραλία, Αμερική κ.α.). Στην Ελλάδα καλλιεργείται στη Σάμο, τη Βορειοδυτική Πελοπόννησο (Ρίο, Πάτρα), την Κεφαλλονιά, τη Ρόδο και σποραδικά στις Κυκλάδες, τα νησιά τού Ιονίου, τη Θεσσαλία, την Κρήτη και τελευταία στη Μακεδονία. Ωριμάζει στις αρχές Σεπτεμβρίου, είναι ευοξείδωτο και απαιτεί προσοχή κατά την οινοποίηση.

Το Μοσχάτο μπορεί να δώσει ξηρά κρασιά με πλούσιο, τυπικό άρωμα, υψηλόβαθμα, με μέτρια οξύτητα, αλλά κυρίως εξαιρετικά γλυκά κρασιά, είτε λιαστά είτε οίνους λικέρ, με πληθωρική μύτη και γεμάτη γεύση.

Μοσχόμαυρο

Ερυθρή ποικιλία, καλλιεργούμενη σε μικρή έκταση στη Δυτική Μακεδονία (Γρεβενά, Κοζάνη) και σποραδικά στη Θεσσαλία (Καρδίτσα, Τρίκαλα). Είναι ζωηρή, εύρωστη, γόνιμη, παραγωγική, ευαίσθητη στον βοτρύτη και την όξινη σήψη και σχετικά ανθεκτική στην ξηρασία. Ωριμάζει μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Μοσχοφίλερο

Γκρι ποικιλία, καλλιεργούμενη στην Πελοπόννησο (στους νομούς Αρκαδίας, Μεσσηνίας και Λακωνίας) και σποραδικά στη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Πρέβεζα, τη Μαγνησία και τελευταία στη Φλώρινα.

Πρόκειται για ποικιλία που παρουσιάζει έντονη παραλλακτικότητα τόσο στα μορφολογικά όσο και στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά (χρώμα ραγών, εποχή ωρίμανσης, περιεκτικότητα σε σάκχαρα, οξέα, αρωματικές ενώσεις). Ωριμάζει στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.

Το Μοσχοφίλερο μπορεί να δώσει λευκούς, ξηρούς, υψηλόβαθμους οίνους, νεαρούς ή ζυμωμένους σε δρύινα βαρέλια, με πλούσιο αρωματικό δυναμικό, καλή ώς υψηλή οξύτητα, λεπτή, ζωηρή γεύση, αλλά και ροζέ και φυσικώς αφρώδεις οίνους. Το Μοσχοφίλερο συμμετέχει στην παραγωγή τού λευκού ξηρού οίνου ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Μαντινεία» και ορισμένων τοπικών οίνων (Πελοποννησιακός).

Μπεκάρι

Ερυθρή ποικιλία, καλλιεργούμενη σε περιορισμένη έκταση στην Ήπειρο (κυρίως στον νομό Ιωαννίνων). Είναι ζωηρή, εύρωστη και παραγωγική, ευαίσθητη στην ξηρασία. Ωριμάζει στις αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου. Το κρασί τής ποικιλίας Μπεκάρι χαρακτηρίζεται από υψηλό αλκοολικό τίτλο, μέτρια οξύτητα και μέτριο χρώμα. Συμμετέχει στην παραγωγή τού τοπικού οίνου Ιωαννίνων.

Ν

Νεγκόσκα

Ερυθρή ποικιλία τού ευρύτερου μακεδονικού χώρου (γνωστή και ως «Ποπόλκα Ναούσης» ή «Νεγκόσκα Ποπόλκα»), η οποία καλλιεργείται σήμερα κυρίως στην περιοχή τής Γουμένισσας, σε έκταση που πλησιάζει τα 700 στρέμματα, μεταφερόμενη εκεί από τη Νάουσα.

Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου και δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, με καλό ερυθρό χρώμα, μέτρια οξύτητα και μαλακή γεύση. Με αυτά της τα χαρακτηριστικά αμβλύνει την οξύτητα και την τανικότητα του Ξινόμαυρου, αυξάνοντας τον αλκοολικό τίτλο, τα φρουτώδη αρώματα και τη χρωματική ένταση στην παραγωγή τού ερυθρού ξηρού παλαιωμένου οίνου ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Γουμένισσα».

Ντεμπίνα

Λευκή, αξιόλογη ποικιλία τής Ηπείρου, που καλλιεργείται κυρίως στη Ζίτσα και σποραδικά σε άλλες περιοχές (Αρκαδία, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Λάρισα, Τρίκαλα), καταλαμβάνοντας συνολικά έκταση που φθάνει τα 7.500 στρέμματα. Ωριμάζει μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου και δίνει κρασιά ξηρά, μέτριου αλκοολικού τίτλου, με ιδιαίτερο, φρουτώδες άρωμα και δροσερή γεύση, αλλά και αξιόλογα ημιαφρώδη κρασιά.

Από τη Ντεμπίνα παράγονται οι ξηροί, ήρεμοι οίνοι και οι ξηροί και ημίγλυκοι ημιαφρώδεις οίνοι ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Ζίτσα», καθώς και ο τοπικός οίνος Ιωαννίνων.

Ξ

Ξινόμαυρο

Η ευγενέστερη ερυθρή ποικιλία τού βορειοελλαδικού χώρου, που καλλιεργείται κυρίως στη Νάουσα, τη Γουμένισσα, το Αμύνταιο, τη Ραψάνη, το Τρίκωμο, τη Σιάτιστα, το Βελβεντό, την Πέλλα και, σε μικρότερο βαθμό, στο Άγιο Όρος, την Όσσα, τα Ιωάννινα, τη Μαγνησία, την Καστοριά και τα Τρίκαλα, καταλαμβάνοντας έκταση μεγαλύτερη από 18.000 στρέμματα.

Το Ξινόμαυρο εμφανίζει σημαντική παραλλακτικότητα, κυρίως όσον αφορά τα οινολογικά χαρακτηριστικά (σάκχαρα, χρώμα, αρωματικό δυναμικό), που εντείνεται από τις διαφορετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες καλλιεργείται. Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου.

Το Ξινόμαυρο είναι πολυδύναμη ποικιλία και μπορεί να δώσει διαφορετικούς τύπους προϊόντων. Σε περιοχές με κάποιο υψόμετρο, όπου μπορεί να ωριμάσει, στα κατάλληλα εδάφη και με μικρές αποδόσεις ανά πρέμνο, έχει τη δυνατότητα να δώσει θαυμάσια ερυθρά, ξηρά κρασιά, με καλό χρώμα, τυπικά αρώματα, καλή οξύτητα, υψηλόβαθμα, πλούσια σε τανίνες και επιδεκτικά παλαίωσης. Σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου έχει τη δυνατότητα να δώσει αξιόλογα ροζέ, ήρεμα, αλλά και αφρώδη κρασιά, με χαρακτηριστικά αρώματα κόκκινων φρούτων και ιδίως φράουλας. Μπορεί ακόμη να δώσει και λευκούς οίνους (blanc de noirs), με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα και ζωηρή γεύση.

Από σταφύλια τής ποικιλίας Ξινόμαυρο παράγονται οι οίνοι ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Νάουσα» (ερυθρός ξηρός, ημίξηρος και ημίγλυκος), «Αμύνταιο» (ερυθρός και ροζέ, ξηρός, ημίξηρος και ημίγλυκος) και «Αμύνταιο» (ροζέ φυσικώς αφρώδης, ξηρός και ημίγλυκος).

Το Ξινόμαυρο συμμετέχει στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών οίνων ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Γουμένισσα» (μαζί με την ποικιλία Νεγκόσκα), «Ραψάνη» (μαζί με τις ποικιλίες Κρασάτο και Σταυρωτό) και ορισμένων τοπικών (Μακεδονικός, Ημαθίας, Γρεβενών, Πλαγιές Βερτίσκου, Χαλκιδικής κ.ά.) και επιτραπέζιων οίνων.

Π

Παμίδι

Ερυθρωπή ποικιλία, η οποία καλλιεργείται σε ολόκληρο τον μακεδονικό και θρακικό χώρο, προερχόμενη από την Ανατολική Θράκη. Ωριμάζει στις αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου.

Το Παμίδι δίνει ερυθρά κρασιά υψηλόβαθμα, μικρής οξύτητας, φτωχά σε χρώμα. Χρησιμοποιείται σε αναμείξεις για την παραγωγή ορισμένων ερυθρών και ροζέ τοπικών οίνων (Αβδήρων, Θρακικός κ.α.) και επιτραπέζιων οίνων.

Πρικνάδι

Λευκή ποικιλία, καλλιεργούμενη διάσπαρτα στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Ωριμάζει στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Το Πρεκνιάρικο δίνει κρασιά υψηλού αλκοολικού τίτλου, μέτριας ώς μικρής οξύτητας, ελαφρώς αρωματικά. Πρόκειται για ποικιλία που οξειδώνεται γρήγορα και χρειάζεται προσοχή στην οινοποίηση.

Ρ

Ροδίτης

Πολύ παλιά, γηγενής, ερυθρωπή ποικιλία, καλλιεργούμενη σε 32 νομούς τής χώρας – στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Εμφανίζει έντονη παραλλακτικότητα, που εντείνεται από τα διαφορετικά μικροκλίματα στα οποία καλλιεργείται. Προτιμά εδάφη ελαφρά, ασβεστώδη και μέσης γονιμότητας και περιοχές με υψόμετρο, όπου η ποικιλία παρουσιάζει τον καλύτερο χαρακτήρα της. Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου.

Ρομπόλα

Λευκή ποικιλία των Ιονίων Νήσων, καλλιεργούμενη κυρίως στην Κεφαλονιά και σποραδικά στη Ζάκυνθο, τη Λευκάδα, την Πρέβεζα και τα τελευταία χρόνια στην Αρκαδία, σε έκταση που δεν ξεπερνά τα 5.000 στρέμματα. Ωριμάζει στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Σ

Σαββατιανό

Λευκή ποικιλία, καλλιεργούμενη κυρίως στους νομούς Αττικής, Ευβοίας, Βοιωτίας και, σε μικρότερη έκταση, στις Κυκλάδες, τη Δυτική Κρήτη, την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία, ξεπερνώντας συνολικά τα 180.000 στρέμματα.

Είναι μέτρια ζωηρό, γόνιμο, παραγωγικό και ανθεκτικό στην ξηρασία. Προσαρμόζεται σε διαφορετικούς τύπους εδαφών, δίνει όμως καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε εδάφη ξηρά, ασβεστώδη, μέσης γονιμότητας. Ωριμάζει στα μέσα Σεπτεμβρίου.

Αρκετά παρεξηγημένη ποικιλία, το Σαββατιανό μπορεί να δώσει αξιόλογα λευκά κρασιά με λεπτό άρωμα και ισορροπημένη γεύση, εφόσον φυτευτεί σε περιοχές με κάποιο υψόμετρο, δεν υπερφορτωθεί και τρυγηθεί στο βέλτιστο της τεχνολογικής του ωριμότητας. Διαφορετικά, δίνει κρασιά μάλλον υψηλόβαθμα, μικρής οξύτητας.

Από το Σαββατιανό παράγονται οι ξηροί οίνοι ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητος «Αγχίαλος» (μαζί με Ροδίτη), αρκετοί τοπικοί οίνοι (Γερανίων, Καρυστινός, Μαρκόπουλου, Παλληνιώτικος, Παιανίτικος, Ριτσώνας κ.ά.), ονομασίας κατά παράδοση ρετσίνα, καθώς και επιτραπέζιοι οίνοι.

Σέφκα

Ερυθρή ποικιλία βουλγαρικής προέλευσης, καλλιεργούμενη από τις αρχές τού αιώνα σποραδικά σε ολόκληρο τον μακεδονικό και θρακικό χώρο. Ωριμάζει στις αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου.

Η Σέφκα δίνει κρασιά φτωχά σε χρώμα, μέτριου αλκοολικού τίτλου, μέτριας ώς μικρής οξύτητας.


Μοιραστείτε το

Κύλιση στην κορυφή

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες