Editorial
Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος.
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΘΕ ΠΟΛΙΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ; ΠΟΛΥ ΑΠΛΑ, ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΟΥΜΕ.
Περνάω συχνά από τη λεωφόρο Στρατού, μπροστά από το Γαλλικό Ινστιτούτο, και από την οδό Δελφών. Είναι δύο δρόμοι που για κάποιον ανεξήγητο λόγο με συναρπάζουν – μάλλον επειδή στο μυαλό μου παραπέμπουν στην πραγματική πόλη, πίσω από τη «βιτρίνα» τής Τσιμισκή, της Μητροπόλεως και της λεωφόρου Νίκης. Συνοικιακά μαγαζιά, κόσμος που γνωρίζει και συναναστρέφεται ο ένας τον άλλο σε καφέ, εστιατόρια, κρεοπωλεία, καταστήματα ψιλικών και σούπερ μάρκετ, πολλοί φοιτητές, που δίνουν στη γειτονιά χρώμα και ήχους ζωής – ίσως και μια υποψία λαδερού, μαμαδίστικου φαγητού από κάποια κουζίνα, που ερεθίζει την όσφρησή σου ενώ διέρχεσαι… Η περιοχή αυτή αποτελεί για εμένα μια αναφορά στην αληθινή πόλη, που ζει την καθημερινότητά της με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα που επιφυλάσσει.
Ένα τέτοιο δυσάρεστο πέτυχα πριν από μερικές ημέρες, στη στάση τού ΟΑΣΘ μπροστά από το «Λισέ». Τουλάχιστον 40 άτομα όλων των ηλικιών αναμένουν στη στάση το λεωφορείο – θα μπορούσα να καταλάβω ότι έχει αργήσει από τις γκριμάτσες δυσφορίας στο πρόσωπό τους, χωρίς καν να δω τον πίνακα με τα δρομολόγια. Περίπου την ίδια ώρα, το αντικείμενο του πόθου τους καταφθάνει – φευ, χωρίς να δικαιώσει την αναμονή τους. Με το που ανοίγουν οι πόρτες τού λεωφορείου, άνθρωποι με πρόσωπα που μοιάζουν σαν να κρατούσαν την αναπνοή τους κυριολεκτικά ξεχύνονται στον δρόμο. Αφήνουν πίσω τους ελάχιστες ελεύθερες θέσεις στο ούτως ή άλλως πακτωμένο λεωφορείο – τόσο λίγες, που δεν αρκούν παρά για να φιλοξενήσουν το πολύ το ένα τέταρτο των ανθρώπων που επί πολλή ώρα το ανέμεναν. Με το που οι πόρτες κλείνουν (θα πόνταρα ότι το λεωφορείο είχε ήδη υπεράριθμους επιβάτες), δεν έχουν και πολλά περιθώρια κινήσεων. Οι υπομονετικοί θα δοκιμάσουν την τύχη τους στο επόμενο δρομολόγιο. Οι βιαστικοί θα ζωστούν τσάντες και συμπράγκαλα και θα το κόψουν με το πόδι.
Βιώνουμε την παρακμή μας τόσα χρόνια, που έχουμε ζυμωθεί μαζί της, την έχουμε κάνει δεύτερο πετσί μας. Κι όμως. Το να απαιτείς ένα μέσο σταθερής τροχιάς, το οποίο θα έρχεται στην ώρα του και, όταν έρχεται, θα έχει θέση ελεύθερη, ώστε να σε πάει εγκαίρως στον προορισμό σου, δεν αποτελεί πολυτέλεια. Το να διατηρείς ένα κατάστημα σε κάποιον εμπορικό δρόμο και να μην είσαι υποχρεωμένος να συμβιβαστείς με το παρεμπόριο, που σου κάνει αντίπραξη μπροστά στη βιτρίνα σου, δεν αποτελεί πολυτέλεια. Το να θέλεις τον δρόμο σου καθαρό, χωρίς σκουπίδια πάνω στα οποία μπορεί να γλιστρήσεις και να φας τα μούτρα σου, δεν αποτελεί πολυτέλεια. Το να περιμένεις ότι εκείνοι που ρυπαίνουν την πόλη (αφισοκολλητές, καταστήματα που παρατούν τις άδειες κούτες στη μέση τού δρόμου, επιχειρήσεις εστίασης που αφήνουν αποφάγια και φλούδες από φρούτα και λαχανικά σε κοινή θέα) θα εντοπιστούν και θα κληθούν να επανορθώσουν τη ζημιά που προκάλεσαν δεν αποτελεί πολυτέλεια. Το να απαιτείς τα πεζοδρόμια και οι διαβάσεις για άτομα με κινητικά προβλήματα να παραμένουν ελεύθερες από δίτροχα και τετράτροχα, ώστε ΑμΕΑ, τραυματίες που κινούνται με πατερίτσες, άτομα καθηλωμένα σε κάποιο αμαξίδιο ή μητέρες με καροτσάκια να μη χρειάζεται να κάνουν σλάλομ μεταξύ οχημάτων και να βγαίνουν στη μέση τού δρόμου, δεν αποτελεί πολυτέλεια.
Όλα αυτά (και ακόμη περισσότερα, που είμαι βέβαιος ότι δεν χρειάζεται να αναφέρω) αποτελούν αυτονόητα κεκτημένα σε κάθε πολιτισμένη πόλη και χώρα τού κόσμου. Αυτονόητα, τα οποία οφείλουμε να διεκδικήσουμε και στα καθ’ ημάς, ξεκινώντας μιαν επανάσταση του αυτονόητου. Υπάρχουν τρόποι – και η «Citymag» θα πρωτοστατήσει σ’ αυτήν την προσπάθεια. Λεπτομέρειες, προσεχώς.