Στιγμιότυπα
Γράφει ο Μπερνάρ Κουόμο.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΩΣ ΔΕΝ ΤΡΑΒΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ. ΣΥΧΝΑ ΑΟΡΑΤΕΣ, ΚΑΘΩΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ. ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΜΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟΣΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ.
Η έκφραση «Les petits riens» αποδίδεται δύσκολα στα Ελληνικά. Η Κολέτ, γαλλίδα συγγραφέας, δήλωνε ότι οι κουβέντες «για τη βροχή και τον καλό καιρό» δεν είναι αδιάφορες συζητήσεις – και το έργο της είναι πράγματι πλούσιο σε πολύτιμες παρατηρήσεις. Λεπτομέρειες που συνήθως δεν τραβούν την προσοχή. Συχνά αόρατες, καθώς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τής καθημερινής μας ζωής. Αυτά τα μικρά πράγματα που δίνουν την ατμόσφαιρα και το χρώμα των πόλεων μας, με τους ήχους τους, τόσο χαρακτηριστικά για κάθε μία από αυτές.
Οι ήχοι τής Θεσσαλονίκης, τα «όλα τα παλιά μαζεύω» των παλιατζήδων, που ακούραστα με το Ντάτσουν τους σε αργή κίνηση κυκλοφορούν σε όλες τις κατευθύνσεις των δρόμων τής πόλης, τα «σαλέπ-σαλέπι» τού χειμώνα, οι ύβρεις που ένας οδηγός πετά στον άλλο, ο κινητήρας των αεροπλάνων που προετοιμάζονται για την προσγείωση… Οι μυρωδιές, το άρωμα του τσουρεκιού στην πλατεία Αριστοτέλους, η αηδιαστική οσμή των διυλιστηρίων πετρελαίου που εξαπλώνεται στην πόλη και προαναγγέλλει την καταιγίδα, εκείνες της Άνω Πόλης – πρώτα των αγγελικών, μετά των γιασεμιών, τελικά των νυχτολούλουδων, που συνοδεύουν τις καλοκαιρινές μας νύχτες…
Μερικές σκηνές: γλάροι παρατάσσονται στο ντεκ τού κρηπιδώματος, περιμένοντας το τέλος τής θύελλας, όλοι προσανατολισμένοι κόντρα στον άνεμο. Ορισμένες επαναλαμβανόμενες εικόνες στο ραντεβού των εποχών: οι τσιγγάνοι στη γωνία των δρόμων τού κέντρου, που πωλούν τους πρώτους νάρκισσους και ανακοινώνουν, άθελά τους, την άφιξη της άνοιξης, τα χελιδόνια που πολλοί περιμένουν, οι φορτωμένες με καρπούζια καρότσες που βρίσκουμε κάθε χρόνο εγκαταστημένες για το καλοκαίρι σε στρατηγικά σημεία τής πόλης.
Υπάρχουν κι όλα αυτά τα μικρά πράγματα, που είναι αποτέλεσμα τύχης: αυτός ο εντυπωσιακός λεκές από κόκκινο χρώμα στον λευκό τοίχο, που εξαπλώνεται στην άσφαλτο, αυτό το ίχνος υγρασίας στον τοίχο που θυμίζει τη σιλουέτα ενός κουνελιού, τα επιχρίσματα των παλιών σπιτιών τής Άνω Πόλης (όπου τα χρώματα του παρελθόντος επανεμφανίζονται και όπου οι γρατζουνιές τού χρόνου είναι σαν να προέρχονται από τη φαντασία ενός καλλιτέχνη), ο μουσαμάς τού φορτηγού, στον οποίον οι ξεφλουδισμένες διαφημιστικές αφίσες αποκαλύπτουν πάνω στο ξεθωριασμένο μπλε τού μουσαμά, με την αλχημεία τής τύχης κι ένα μείγμα τυπωμένων υλών, παλαιά κόλλα και απίθανες επικαλύψεις. Οκτώ πίνακες σε μια σειρά που αναμειγνύεται σε ένα γεωμετρικό παιχνίδι, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει αστικές στιγμές. Το μπλε τής Πρωσίας, το λευκό, το μαύρο, το λαδί. Οκτώ έργα ζωγραφικής που αποτελούν τώρα μέρος μιας ταξιδιωτικής έκθεσης, την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να χαζεύει – ή όχι. Αλλά αυτό δεν είναι η κύρια τάση τους: είναι ένα «τίποτα», για να διεκδικήσουν οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία.