Editorial
Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος.
Η ΗΧΩ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΗΧΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ, ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΟ, ΜΕΤΑΞΩΤΟ ΜΑΝΔΥΑ ΜΙΑΣ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. ΑΥΤΗ ΜΕ ΣΟΚΑΡΕΙ.
Τις πρόσεξα πριν από ελάχιστες ημέρες, στην τελευταία αερογέφυρα πριν βγεις στον Περιφερειακό από την έξοδο δίπλα στο Καυτανζόγλειο. Από τη συγκεκριμένη γέφυρα είναι αναρτημένες δύο πινακίδες – η μία δείχνει προς τα δεξιά και προς Καβάλα, η άλλη προς τα αριστερά, προς Πυλαία, Καλαμαριά και αεροδρόμιο. Κάποιοι είχαν σταματήσει στο κατάστρωμα της γέφυρας και είχαν βανδαλίσει τις πινακίδες (προφανώς, τις νυχτερινές ώρες), αδειάζοντας σε καθεμία εξ αυτών από έναν κουβά κόκκινης μπογιάς. Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και σε σχεδόν κάθε πινακίδα στον Περιφερειακό: άλλη χτυπημένη, άλλη μουντζουρωμένη, άλλη γεμάτη tags, μία γεμάτη τρύπες από σκάγια(!). Και το κερασάκι: πάνω σε ένα από τα ηχοπετάσματα στο ύψος των Κωνσταντινουπολίτικων, γραμμένο με μαύρο σπρέι και μεγάλα γράμματα, το καταστάλαγμα αυτής της αντίληψης: «Μίσος ταξικό!».
(Αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί στις πινακίδες στο κέντρο τής πόλης, απλώς μνημονεύω την πιο πρόσφατη εμπειρία μου, οδηγώντας από το σπίτι στο γραφείο).
Ειλικρινά μιλώντας: αδυνατώ να εντοπίσω το ενοποιητικό στοιχείο όλων αυτών των «παρεμβάσεων» («βανδαλισμών» θα ήταν ο ορθότερος όρος) στον δημόσιο χώρο. Προφανώς, η τοποθέτησή μου επί επίκαιρων ή και λιγότερο επίκαιρων ζητημάτων δεν μπορεί να μου εξασφαλίζει το δικαίωμα να χρησιμοποιώ τον δημόσιο χώρο ως «καμβά», όπου θα κεντάω όπως, όποτε και όπου γουστάρω τον «τσεβρέ» των ιδεολογικών μου ανησυχιών. Ο ιδιώτης που βάφει τους τοίχους τού σπιτιού του για να το καλλωπίσει, ο επιχειρηματίας που ευπρεπίζει την επιχείρησή του για να μπορέσει να προσελκύσει περισσότερους πελάτες, ακόμη και οι δημόσιες υπηρεσίες, που θέλουν να εξυπηρετούν τους πολίτες στο καλύτερο δυνατό περιβάλλον, έχουν δικαιώματα, τα οποία το δικό μου δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση δεν μπορεί να καταπατήσει. Εδώ όμως δεν έχουμε, έστω, αυτό: έχουμε βανδαλισμό χυδαίο, τυχαίο και τυφλό – βανδαλισμό απογυμνωμένο από περιεχόμενο, από κάθε ιδεολογικό μανδύα, από οποιοδήποτε επιχείρημα (όσο σαθρό κι αν ήταν αυτό) θα επιχειρούσε να δικαιολογήσει την αυθαίρετη επέκταση της δικής μου ελευθερίας να ενεργώ σε βάρος τής ελευθερίας, των δικαιωμάτων και της περιουσίας των γύρω μου.
Ιδιαίτερα όμως όταν ο «εχθρός» δεν είναι γενικός και αόριστος, αλλά στοχοποιείται, η εικόνα σοκάρει. Τα συνθήματα που βλέπεις στον δημόσιο χώρο ή που ακούς στον δημόσιο διάλογο (στην πραγματικότητα πρόκειται περί παράλληλων μονολόγων, ας κρατήσω όμως τον όρο «διάλογος», ακόμη κι αν πρόκειται για ευφημισμό) είναι αρκετά, για να αφαιρέσουν τον αναπνευστήρα από μια κοινωνία-ασθενή, η οποία παλεύει να ρουφήξει ανάσες που θα την κρατήσουν στη ζωή.
Προφανώς και δεν με σοκάρει η διαφορετική άποψη — όχι μόνο δεν με σοκάρει, τη θεωρώ απολύτως καλοδεχούμενη ως το οξυγόνο που τρέφει τη σύνθεση. Η ποινικοποίηση της άλλης άποψης, όμως, ναι: με σοκάρει. Η μισαλλοδοξία. Η άρνηση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα — ειδικά όταν αυτή η διαφορετικότητα αφορά γνώμη και θέση, που θα έπρεπε να αποτελούν το «άγιο δισκοπότηρο» του διαλεκτικού πολιτισμού. Και στη συνέχεια: όταν η άλλη άποψη δεν μπορεί να φιμωθεί ή, έστω, να υπερνικηθεί στη διαδρομή προς το πρακτέο, οι φορείς της επιχειρείται να κηρυχθούν ιδεολογικοί αποσυνάγωγοι, πολιτιστικά βδελύγματα και κοινωνικοί παρίες, τσουβαλιαζόμενοι απολύτως αυθαίρετα στη δυσμενώς χρωματισμένη απόληξη διπόλων: «προοδευτικός — οπισθοδρομικός», «δημοκράτης — φασίστας», «φωτισμένος — σκοταδιστής», «ανένταχτος — σκλάβος συμφερόντων», «πολιτισμένος — απολίτιστος», «ανεξάρτητος – υποτελής». Εγώ είμαι το Καλό, επειδή έτσι δηλώνω. Κι εσύ εκπροσωπείς το Κακό, επειδή έτσι αποφάσισα.
Η ηχώ τού Εμφυλίου που αντηχεί μέσα στα κεφάλια και στα σώματά μας, κρυμμένη κάτω από τον σαγηνευτικό, μεταξωτό μανδύα μιας αντανακλαστικής αγωνιστικότητας. Αυτή με σοκάρει.