Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη.
ΚΑΜΙΑ ΟΜΙΧΛΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΟΙΚΕΙΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΙΧΛΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ. ΚΑΘΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ, ΣΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ, ΚΑΛΥΠΤΕΙ Ο,ΤΙ ΣΥΝΑΝΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ, ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΘΕΑΜΑ.
Λίγοι συμπαθούν την ομίχλη. Ακινητοποιεί αεροπλάνα, ευθύνεται για τροχαία, ρίχνει τους ρυθμούς στις μεγαλουπόλεις, μπορεί στ’ αλήθεια μια ομίχλη να διαλύσει μια μέρα. Δεν το παραδεχόμαστε εύκολα, αλλά μέσα της νιώθουμε κάπως ανυπεράσπιστοι, μακριά από τις ευκολίες μας, αντιμέτωποι με τον αρχέγονο τρόμο τού να μη μπορείς να δεις πέρα από τη μύτη σου, αν η ομίχλη είναι πυκνή – και είναι απαραίτητο να πλησιάσεις πολύ, ώστε να διακρίνεις το αχνό περίγραμμα ανθρώπων και αντικειμένων.
Δεν είναι τυχαίο που ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε την ομίχλη: μέσα απ’ αυτήν ξεπροβάλλουν φαντάσματα ή μάγισσες έτοιμες να αποκαλύψουν μια τρομερή μοίρα. Ούτε είναι τυχαίο που μαζί της σχεδόν ταυτίστηκε ο ρομαντισμός –σαν να τη βλέπεις να μπλέκεται στα πόδια τού Κητς, ενώ εκείνος βαδίζει στο Χάμπστεντ– αλλά και με το νουάρ, το αποκαλυπτικό σκότος τής ανθρώπινης κατάστασης, ακόμη και με τη λογοτεχνία τού τρόμου. Ο Στίβεν Κινγκ περιέγραψε την ομίχλη καθηλωτικά στο ομώνυμο και ανεπανάληπτο διήγημά του, που έγινε στη συνέχεια και μια αξέχαστη ταινία από τον Τζον Κάρπεντερ.
Η ομίχλη βέβαια είναι κι άλλα πράγματα. Βρίσκεται μέσα στις φαντασμαγορίες τού Τέρνερ, στον Μονέ (καθώς ζωγραφίζει το Πάρλιαμεντ Χάους ή τη γέφυρα του Γουότερλου), στον Ρενουάρ (την ώρα που συλλαμβάνει τη βενετσιάνικη αχλύ), στον Περικλή Πανταζή (την ώρα που εγκλωβίζει το θάμπος των βελγικών ακτών). Βέβαια, καμιά ομίχλη δεν μας είναι πιο οικεία από εκείνη του Γιώργου Ιωάννου, επειδή είναι ομίχλη τής πόλης μας. Κάθεται πάνω στις στέγες, στους κήπους που έχουν απομείνει, καλύπτει ό,τι συναντά μπροστά της, προσφέροντας ένα απέραντο θέαμα. Ο Ιωάννου λαχταρούσε να γλιστρήσει μέσα της αθέατος, έβρισκε δυσάρεστο τον ήλιο που σχεδόν πάντα την ακολουθούσε. Είναι λίγοι εκείνοι που συμπαθούν την ομίχλη, τη μοναξιά και τη σιωπή που φέρνει μαζί της, τη συγγένειά της με τον κόσμο των ονείρων.
Ακόμη κι αν στην πόλη δεν πέφτει πλέον τόσο συχνά ούτε είναι τόσο πυκνή, η μνήμη την έχει συγκρατήσει, δημιουργώντας τη δική της μυθολογία, που ουδέποτε σταματά να εμπνέει κάποιους λίγους.