Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
«ΘΑ ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΟ Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΟ ΚΡΥΟ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑ. ΚΥΡΙΩΣ ΟΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΜΕΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ. ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, ΙΣΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΙΣ ΠΟΥΜΕ: ‘ΓΙΑ ΔΕΣ ΠΟΣΟ ΩΡΑΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ. ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙΣ ΕΣΥ. ΟΧΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ. ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ’».
Ό,τι πιο γιορτινό ξέρω και θυμάμαι είναι ο αχνός από τα μαγειρέματα, κολλημένος στα τζάμια. Απεχθάνομαι τη νοσταλγία, αλλά όλοι κάποιοι στιγμή πέφτουμε στην παγίδα της. Βέβαια, ακόμη και η νοσταλγία αλλάζει μέσα στον χρόνο, αλλάζει ο δρόμος όπου κινείται και η ποιότητά της, αν αποφασίσουμε αναστοχαστικά να επιστρέψουμε στο παρελθόν, να δούμε ποιοι είμαστε, τι άνθρωποι γίναμε. Τα παιδικά Χριστούγεννα στέκονται ψηλά στη μνήμη, τουλάχιστον σ’ εκείνους που υπήρξαν τυχεροί στη ζωή και είχαν ανθρώπους γύρω που τους αγαπούσαν, έβρισκαν τα δώρα τους κάτω από στολισμένα δένδρα, αποκτώντας έτσι αναμνήσεις και νοσταλγώντας αργότερα την παιδική ηλικία.
Τα χριστουγεννιάτικα μαγειρέματα ήταν τα πλέον περίπλοκα και απαιτητικά, παρά το γεγονός ότι και το πιο πλούσιο τραπέζι τού τότε δεν θα μπορούσε να αντέξει σε καμιά σύγκριση με τη μεταγενέστερη πολυτέλεια και αφθονία, που σε μεγάλο βαθμό, όταν έσβηναν τα φώτα, κατέληγε στα σκουπίδια. Ο αχνός κολλούσε στα τζάμια, ενώ κατσαρόλες ανέβαιναν και κατέβαιναν στη φωτιά – μία για τα κρέατα, μία για τα συνοδευτικά, μία για τις σάλτσες και τα γλυκά. Σχεδόν ποτέ δεν στεκόταν κάποιος δίπλα σ’ εκείνη που μαγείρευε – ίσως να μην το ήθελε η ίδια, ίσως να μην το είχε φανταστεί ποτέ της πως κάποιος θα μπορούσε να τη συντρέξει σε όλη αυτήν τη φασαρία, ακόμη κι αν την έκανε με τη καρδιά της.
Οι μεγαλύτεροι έπιναν ένα πρώτο ποτό για το ζέσταμα ενώ περίμεναν το εορταστικό γεύμα και τα παιδιά ζωγράφιζαν πάνω στον αχνό ό,τι τους ερχόταν (δένδρα, αυλές, φιγούρες, σπιτάκια) ή έγραφαν κάτι – ίσως εκείνο το «κάτι» που τα είχε κάνει εντύπωση. Σε αντίθεση με τους μεγάλους, δεν ανυπομονούσαν για το γεύμα. Τα γιορτινά φαγητά είναι εξαιρετικά περίπλοκα για την απλότητα και την επανάληψη που ζητά η παιδική ηλικία, γι’ αυτό και για τα παιδιά, αν υπάρχει κάποια μαγεία στα Χριστούγεννα, αυτή δεν μπορεί να κρύβεται παρά στη νύχτα τής παραμονής. Εκείνες οι κρύες νύχτες, κυρίως αν ο καιρός ήταν καθαρός και γεμάτος αστέρια, ήταν το όνειρο που τέλειωνε στο θολό τζάμι.
Τα παιδικά Χριστούγεννα ορίστηκαν από αυτές τις λεπτομέρειες. Τις κρύες νύχτες, τα θολά τζάμια, τους μεζέδες, τις εξοντωμένες μητέρες που έδιναν μάχη με τις κατσαρόλες, τους καλεσμένους, τις ευχές, το βύθισμα στην ονειροπόληση και πάλι μετά το φαγητό. Μέσα στον χρόνο ανέτειλε, βέβαια, ένα άλλο ιδεώδες για γιορτή. Αναδύθηκε μέσα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια με την κρίση, την πανδημία, τις αλλαγές, τις απώλειες. Λιγότερα μαγειρέματα, πιο λίγο φαγητό, πιο πολύ έξω. Κυρίως αν οι ημέρες των εορτών είναι ηλιόλουστες, ο αέρας τού Δεκεμβρίου είναι ψυχρός και αναζωογονητικός. Το θέμα, βέβαια, είναι πάντοτε να υπάρχουν γύρω μας τα πρόσωπα που αγαπάμε. Τότε, το θαμπό τζάμι γίνεται ακόμη πιο θαμπό, πιο μακρινό, πιο αόριστο.
Θα ήταν όμως τόσο ωραίο σ’ αυτές τις βόλτες στο κρύο να έρθουν και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην παιδική μας ηλικία. Κυρίως οι εξουθενωμένες μητέρες. Κάτω από τον ήλιο τού Δεκεμβρίου, ίσως θα μπορούσαμε να γυρίσουμε και να τις πούμε: «Για δες πόσο ωραία είναι κι έτσι. Μας νοιάζεις εσύ. Όχι το φαγητό. Και πάντοτε έτσι ήταν».