Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
Υπάρχουν
αρκετοί τρόποι να κοιτάξει κάποιος το παρόν και το μέλλον της πόλης – καθένας καθορίζεται από το βλέμμα και το συμφέρον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Οι καιροί όπου συνομολογούσαμε τουλάχιστον στα βασικά και στα προφανή έχουν πλέον περάσει, μαζί με τον ορθολογισμό, το καθαρό βλέμμα και τη μετριοπάθεια. Στην επικράτεια της ιδεοληψίας, της κουτοπονηριάς και, φυσικά, της παρλαπίπας στριμώχνονται πια ουκ ολίγα φαινόμενα και καταστάσεις, που διαμορφώνουν το σώμα της πόλης (και της χώρας, αλλά ειδικά εδώ τα τοπικά χαρακτηριστικά κραυγάζουν ιδιαίτερα).
Έτσι, μιλώντας για ανάπτυξη –κι αν θέλουμε να είμαστε ουσιαστικοί και συγκεκριμένοι και όχι αναλυτές επιπέδου Βουλής των Εφήβων–, γρήγορα καταλαβαίνουμε πως δεν εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα, πόσο μάλλον να συμφωνήσουμε και στη διαδρομή. Είναι, για παράδειγμα, ανάπτυξη οι επενδύσεις; «Ναι», λέμε, αλλά παίρνει καθένας τον δρόμο του, όταν αναρωτηθούμε για το τι είδους επενδύσεις χρειάζεται η πόλη. Βλέπω ήδη τους περισσότερους να φλερτάρουν με το «επενδύσεις να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι. Να πέσει χρήμα στην πόλη». Δεν θα έχουν άδικο: αυτό το σήμα δίνεται, τόσο με τις κρατικές «επιλογές» όσο και από τους ίδιους τους «στρατηγικούς» επενδυτές. Επιλογές που, κυρίως, έχουν στόχο το γρήγορο, εύκολο και χαμηλού ρίσκου κέρδος κυριαρχούν στις κινήσεις «θεσμικών» και «δυνατών» παικτών. Από την άλλη, οι μικροί ιεραρχούν τις επιλογές τους ανάλογα με την ανάγκη και όχι με την ευκαιρία που διαβλέπουν – γι’ αυτό και, αν κοιτάξει κάποιος τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ελάχιστες επιχειρήσεις και «επενδύσεις» διατηρούνται πέραν της δεκαετίας.
Θα μου πείτε:
μα, γι’ αυτό δεν υπάρχουν οι κρατικοί σχεδιασμοί, οι υλοποιήσεις των σχεδίων ανάπτυξης, οι πλατφόρμες προτάσεων και επικαιροποιήσεων σχεδίων; Θεωρητικά ναι, αλλά, ακόμη κι όταν λειτουργούν ή, έστω, κομίζουν κάποιες νέες ιδέες, βρίσκονται τραγικά αποκομμένες η μία από την άλλη – και, κυρίως, δεν προσφέρουν ένα συνεκτικό όραμα για την πόλη κι ένα πλάνο, στο οποίο εκόντες άκοντες θα ενταχθούν όλοι.
Το αποτέλεσμα είναι κακοί σχεδιασμοί, χρονικά και υλικοτεχνικά, εμμονικές οπτικές που ο χρόνος και οι κοινωνικές ανάγκες τις έχουν ξεπεράσει και, πάνω απ’ όλα, έλλειψη συζήτησης, τόσο για την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση όσο και για τις προοπτικές που υπάρχουν.
Γι’ αυτό
ζούμε σε μια πόλη, όπου αυξάνεται και ενισχύεται ο λούμπεν χαρακτήρας της, με μικροεπιχειρηματικότητα που απασχολεί φθηνό εργατικό δυναμικό, με τουρισμό των νούμερων και όχι της υπεραξίας και με παραβατικότητα που τείνει να γίνει ενδημική. Όταν αναπτύσσεται μονοδιάστατα η διασκέδαση, ο τουρισμός και η «πόλη που δεν κοιμάται» και συρρικνώνεται η παραγωγική δραστηριότητα που μπορεί να προσφέρει μαζικά καλές θέσεις εργασίας και υψηλό κοινωνικό επίπεδο, ας μη μας κάνει εντύπωση ο κοινωνικός εκτροχιασμός με τον οποίο συγκρουόμαστε όλο και πιο συχνά…