Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
Αυτήν τη φορά
το ασυνάρτητο κείμενο στο Facebook ξεκινούσε με μιαν απειλή: «Αποχωρώ κι εγώ!». Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πει κάποιος ότι η απειλή έμεινε να αιωρείται απραγματοποίητη και τα προφίλ παρέμειναν στη θέση τους. Όχι, βέβαια, ότι πήρε κάποιος τις απειλές στα σοβαρά… Ούτε εκείνοι που τις εξαπέλυσαν.
Η πείρα
έχει δείξει, εξάλλου, ότι όσοι έχουν σκυλοβαρεθεί τα κοινωνικά δίκτυα (με πρώτο και χειρότερο το κακομεγαλωμένο Facebook) δεν απειλούν δεξιά κι αριστερά. Απλώς, ο κουρασμένος από ψέμα, συκοφαντίες, δολοφονίες χαρακτήρα, διχασμούς και τοξικότητες χρήστης μαζεύει ησύχως μια ωραία πρωία τα μπογαλάκια του κι εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε καιρό να λάβουμε νέα του και μάλλον μας έχει κουνήσει μαντήλι. Αυτός ο ίδιος, αποχωρήσας χωρίς τυμπανοκρουσίες, γνωρίζει βέβαια και τα καλά που αφήνει πίσω, επειδή έχουν και τα δίκτυα τις (πολλές) καλές πλευρές τους: τη δουλειά μας, που μπορεί να γίνει πιο γρήγορα, την επικοινωνία, τη νευρικότητα, την αμεσότητα, τη διάδραση, την καλή παρέα (επειδή υπάρχει κι αυτή), την πρόσβαση σε πληροφορία που μας ενδιαφέρει και, κυρίως, τη σύνδεση με πρόσωπα που δεν θα ήταν δυνατό να τα γνωρίσουμε με διαφορετικό τρόπο.
Κυρίως, όμως, αφήνει πίσω έναν εαυτό που «κατασκεύασε» (σε πολλές περιπτώσεις, επιμελώς), χαρίζοντάς του στοιχεία που δεν έχει, αφαιρώντας στοιχεία που έχει, προσθέτοντας γοητεία, σοφία, επιτυχία και άποψη, με στόχο αυτή να γίνει υψηλού κύρους. Χωρίς τα άβαταρ να είναι εντελώς διαφορετικά από την πραγματικότητα του χρήστη (που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι…), σίγουρα πάντως αποτελούν μιαν αισθητά βελτιωμένη εκδοχή του, πράγμα που σημαίνει ότι οι απογοητεύσεις δεν είναι και λίγες, αν δύο χρήστες με θερμή φεϊσμπουκική φιλία (ή και κάτι περισσότερο) κάνουν την απονενοημένη κίνηση να βρεθούν από κοντά.
Είναι δυνατόν
αυτοί οι χρήστες, που τόσο προσπάθησαν για την ψηφιακή εκδοχή τους, να υποπέσουν σαν ατζαμήδες στην παγίδα τού «Αποχωρώ κι εγώ» και του «Αν πατήσεις το δάκτυλο στο κενό, το Facebook δεν θα τολμήσει να βάλει το χέρι του σε ό,τι πολυτιμότερο του χαρίζεις με τη δραστηριότητά σου (δηλαδή, τις προτιμήσεις σου σε χίλια δυο πράγματα, ώστε να το εκμεταλλευτεί εμπορικά)»;
Απ’ ό,τι φαίνεται, ναι. Η επιτυχία τού «Αποχωρώ κι εγώ», στην οποία συμμετείχαν και ορισμένοι που απλώς έκαναν αντιγραφή και επικόλληση «καλού κακού», ήταν τεράστια. Είναι άξια απορίας αυτή η επιτυχία, καθώς είχαν προηγηθεί μπόλικες ασυναρτησίες, όπως το περίφημο «το δοκίμασα, δουλεύει!», «Η συνθήκη της Ρώμης», το αλησμόνητο «Απαγορεύω στο Facebook να χρησιμοποιεί τις φωτογραφίες μου», ένα παραμάγαζο θεωριών συνομωσίας, κειμένων χωρίς κανένα απολύτως νόημα, μια «τρύπα» χαμένου χρόνου (επειδή θέλει τον χρόνο του να πατάς το χέρι στο κενό, περιμένοντας την προστασία από μια αόρατη δύναμη, όποια κι αν είναι αυτή που διακινεί τα ό,τι να ‘ναι μανιφέστα).
Βέβαια, η επιτυχία είναι πάντοτε μεγαλύτερη σε επιπόλαιους χρήστες – στην ουσία, μη χρήστες, που απλώς βρέθηκαν με ένα προφίλ που ποτέ δεν ταΐζουν ή σε κάποιους που απλώς ακολουθούν αυτό που κάνουν οι φίλοι τους.
Υπάρχει
και κάτι ακόμη, βέβαια, που τα ενώνει όλα αυτά. Πρόκειται για χρήστες που προέρχονται από τη συμπαθή κατηγορία των boomers – η gen z δεν έχει ούτε ακουστά για όλα αυτά, έτσι κι αλλιώς έχει προ πολλού εγκαταλείψει πλατφόρμες όπως το Facebook. Οι μεγαλύτεροι, όμως, εξακολουθούμε –συνειδητά ή επιπόλαια– να βρισκόμαστε εκεί. Και, προφανώς, δεν τρέχει και τίποτα, αν κάποιοι ποστάρουμε και καμιά μπούρδα στα προφίλ μας. Σιγά!
Όμως, καμιά φορά μπορεί κάποιος να πέσει σε σκέψεις… Άραγε, κατά πόσον είμαστε έτοιμοι να προστατεύσουμε τους νεότερους από τις αληθινές κακοτοπιές; Πόσο είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα, όταν κολυμπάμε ήδη σε θάλασσες fake και deep fake;
Νομίζουμε, ίσως, ότι πιάνουμε πουλιά στον αέρα. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να πιάνουμε απλώς τη μύτη μας.