Θεσσαλονικίτιδα
Γράφει η Ναυσικά Γκράτζιου
ΑΠ’ ΟΣΟ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΕΤΟΙΑ ΑΣΦΥΚΤΙΚΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΕΙΧΕ. ΕΙΧΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ – ΚΙ ΑΥΤΟ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΜΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΔΙΗΓΗΘΕΙ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ, ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΕΔΩ ΣΕ ΣΠΙΤΙΑ ΧΩΡΙΣ ΚΛΙΜΑΤΙΣΤΙΚΑ ΜΕΝ, ΧΤΙΣΜΕΝΑ ΟΜΩΣ ΦΙΛΟΞΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ, ΜΕ ΨΗΛΑ ΤΑΒΑΝΙΑ, ΚΗΠΟΥΣ ΚΑΙ ΔΡΟΣΕΡΑ ΥΠΟΓΕΙΑ, ΟΠΟΥ ΠΑΓΩΝΑΝ ΤΑ ΕΠΙΟΥΣΙΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΜΕ ΦΥΣΙΚΟ ΤΡΟΠΟ (ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΒΡΥΣΗ ΠΟΥ ΕΣΤΑΖΕ).
Τι καλοκαίρι είν’ αυτό που ζούμε εδώ, στην όμορφη Θεσσαλονίκη! Ζεστό και υγρό, όπως πάντοτε, αλλά και έξτρα ενισχυμένο από τις επιπτώσεις τής κλιματικής αλλαγής, μας έχει διαλύσει. Ζέστη, ζέστη, ζέστη και ούτε μία παρηγοριά δροσιάς, συννεφιάς ή βροχούλας δεν διακόπτει το αποκάρωμα των 35 βαθμών υπό σκιά, που έτσι όπως έχουν πυρακτωθεί τα κτίρια και η άσφαλτος μοιάζουν για 45 και βάλε. Η ημέρα μάς βρίσκει αγκαλιά με τα κλιματιστικά, που επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη φάση. Με λίγα λόγια: η ζωή στην πόλη το καλοκαίρι είναι επιεικώς αβίωτη – και, με τον κορωνοϊό ακόμη επιμόνως παρόντα, ακόμη πιο αβίωτη, καθώς σ’ όλο αυτό το ρεσιτάλ ζέστης και υγρασίας προστίθεται και η μάσκα, που δυσκολεύει την ανάσα. Ο μέσος άνθρωπος, που παραμένει στην πόλη καλοκαιριάτικα είτε επειδή δουλεύει είτε επειδή δεν μπορεί να φύγει, δοκιμάζεται.
Βέβαια, απ’ όσο γνωρίζουμε, η Θεσσαλονίκη εις τους αιώνας των αιώνων πάντοτε τέτοια ασφυκτικά καλοκαίρια είχε. Είχε όμως και καθαρές θάλασσες – κι αυτό μέχρι και πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, όπως μας έχουν διηγηθεί γονείς και παππούδες, που έζησαν εδώ σε σπίτια χωρίς κλιματιστικά μεν, χτισμένα όμως φιλόξενα και ανθρώπινα, με ψηλά ταβάνια, κήπους και δροσερά υπόγεια, όπου πάγωναν τα επιούσια καρπούζια με φυσικό τρόπο (βάζοντάς τα κάτω από μια βρύση που έσταζε). Εκείνες οι γενιές κολυμπούσαν όπου ήθελαν – στον Λευκό Πύργο, στην πλαζ τού Μπεχ Τσινάρ πριν εγκατασταθούν εκεί τα βυρσοδεψεία, στο «Λουξεμβούργο» (εκεί όπου σήμερα υψώνεται το Μέγαρο Μουσικής), στη «Σαλαμίνα» και σ’ όλο το παραλιακό μέτωπο της Καλαμαριάς, μέχρι την Αρετσού. Η Περαία ήταν τόπος διακοπών. Όπου τους έκανε κέφι βούταγαν και δροσιζόντουσαν μετά τη δουλειά τους. Δεν είχαν λόγο να πηγαίνουν στη Χαλκιδική – ποια Χαλκιδική, δηλαδή, που τότε θεωρούταν ένας μακρινός και δύσκολος προορισμός. Όλα τα πενήντα παραθαλάσσια χιλιόμετρα της θεσσαλονικιώτικης ακτογραμμής ήταν κολυμπήσιμα. Όχι πια.
Πρόσφατα, ο δήμος Καλαμαριάς ξεκίνησε μια προσπάθεια να κάνει και πάλι γαλάζια την πλαζ τής Αρετσούς. Την καθάρισε, τη νοικοκύρεψε, την οργάνωσε και την άνοιξε για τον κόσμο με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Στην τελική, είναι μια λύση για ένα κοντινό μπανάκι, αν δεν υπάρχει χρόνος, ρόδα και όβολα για κάτι καλύτερο. Φτάνει η γαλάζια σημαία που κυματίζει αγέρωχα στην ακτή να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μια άλλη ωραία και δροσερή λύση είναι μπάνιο στην Περαία ή στο Μπαξέ τσιφλίκι με το καραβάκι τής γραμμής, που προσφέρει μια θαλασσινή διαδρομή με μπάτη και γλάρους για συνοδεία. Όσες φορές την έκανα αυτήν τη βόλτα την κατευχαριστήθηκα. Ακολουθεί μπανάκι στην αρκετά καθαρή θάλασσα και μετά ψιλό ψαράκι στα παραθαλάσσια ταβερνάκια με την ξύλινη καρέκλα στην άμμο και τα ποδαράκια εκεί όπου σκάει το κύμα. Βάζουμε μάσκες και σαλπάρουμε.