Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
ΑΣ ΜΗ ΧΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ ΚΙ ΑΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΟΤΙ ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΙ ΑΛΛΟΙ. ΚΑΙ ΟΤΙ –ΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΚΛΙΣΕ– ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΤΙ ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ. ΟΜΩΣ, ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΟΞΥΜΩΡΟ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ. ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΘΥΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟΥ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΤΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΑΝΑΓΚΗ: ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΟΥΜΕ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.
Κάθε φορά που η «κοινή γνώμη» αναστατώνεται, κάθε φορά που οι «αγανακτισμένοι πολίτες» εκφράζουν την οργή τους, κάθε φορά που το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» απαιτεί παραδειγματικές τιμωρίες, ένα ζύγι από τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης κατρακυλάει. Δεν κατρακυλάει με έναν κρότο, αλλά με έναν λυγμό. Ανεπαισθήτως και υποδόρια χτίζει σκηνικά, διαμορφώνει τοπία και προετοιμάζει έδαφος για λιγότερη δημοκρατία και περισσότερη… κοινωνική δικαιοσύνη.
Σήμερα η υπόθεση με τα τρία νεκρά παιδιά, χθες ο Λιγνάδης και ο Φιλιππίδης, αύριο πιθανώς κάτι νέο, που θα κρατήσει την αγανάκτησή μας στα κόκκινα. Θα το δυσκολέψω λίγο: ήταν, άραγε, η μαζική διαδήλωση έξω από τα δικαστήρια, πριν από την απόφαση για την καταδίκη τής Χρυσής Αυγής, μια μεγάλη στιγμή τής δημοκρατίας ή μια ελαφρά οπισθοχώρηση του κράτους δικαίου; Και ακόμη δυσκολότερα: ένας στυγερός δολοφόνος, ένας βιαστής παιδιών, ένας παιδοκτόνος μπορεί να διεκδικήσει την καταδίκη όσων αναφέρουν «άγραφους νόμους φυλακής» και άλλα εδώδιμα και αποικιακά;
Αλλά ας μη χαλάμε τις καρδιές μας κι ας συμφωνήσουμε ότι τα τέρατα δεν εμφανίζονται ποτέ στον καθρέφτη και ότι κόλαση είναι πάντοτε οι άλλοι. Και ότι –ας χρησιμοποιήσουμε το όμορφο κλισέ– έχουμε εμπιστοσύνη στην κρίση τής δικαιοσύνης και στο ότι επιτελεί το καθήκον της. Όμως, ένα περίεργο οξύμωρο σχηματίζεται. Όσο περισσότερο θύουμε στην ανάγκη τής ανεξάρτητης δικαιοσύνης, του αυτόνομου δικαστικού συστήματος και της ακεραιότητας των δικαστών τόσο περισσότερο νιώθουμε την άλλη ανάγκη: να επηρεάσουμε κρίσεις και αποφάσεις και να παραδώσουμε συνοπτικά μαθήματα αγανακτισμένης δικαιοσύνης.
Από εκεί μέχρι τους παράλληλους μονολόγους, την άρνηση ενσυναίσθησης και την αντιμετώπιση του άλλου (του όποιου άλλου) ως αντιπάλου είναι ένα τσιγάρο δρόμος – αν μπορούμε στα χρόνια τής πολιτικής ορθότητας να χρησιμοποιούμε πια την έκφραση. Κι από εκεί, μέσα στην άβυσσο και στα σκοτάδια τής ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, εύκολα μπορεί κάποιος να ανασύρει ένα έγκλημα ιδιαζόντως απεχθές, μια συμπεριφορά βαθιά αντικοινωνική, μια ολοκληρωμένα αντικοινωνική κατάσταση.
Μέχρι να… αγανακτήσει μ’ αυτήν την αγανάκτηση η «θεσμική μνήμη» και να χρησιμοποιήσει λιγότερη δημοκρατία, περισσότερο ολοκληρωτισμό και μια σκληρή πολιτική νόμου και τάξης, στο όνομα της δημοκρατικής πλειοψηφίας. Άλλωστε, οι κρεμάλες, πραγματικές και εικονικές, συγκέντρωναν πάντοτε τον περισσότερο κόσμο…