Editorial
Γράφει ο ΑΓΓΕΛΟΣ Ν. ΒΑΣΣΟΣ
angelos@citymagthess.gr
ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΑΡΔΗΝ – ΑΛΛΑΞΑΜΕ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΑ ΠΟΛΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΜΟ ΠΟΥ ΚΥΛΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΛΕΨΥΔΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΣΙΝΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ. ΚΑΠΟΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΜΑΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΘΑ ΑΡΓΗΣΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΑΦΗΣΟΥΝ (ΚΙ ΑΥΤΟ ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΝ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ), ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΛΛΕΣ ΙΣΩΣ ΕΧΟΥΝ ΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ. ΠΡΟΣΒΛΕΠΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΣΤΟΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ – ΧΩΡΙΣ ΩΣΤΟΣΟ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΜΕ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ.
«Εσύ, θυμάσαι πού ήσουν τέτοια μέρα πριν από έναν χρόνο;» με ρώτησε πριν από μερικές ημέρες ένας φίλος. Η αλήθεια είναι ότι το 2020 ήταν μια χρονιά αρκετά δύσκολη για εμένα, οπότε θυμόμουν με λεπτομέρειες και πού ήμουν και τι έκανα και τι με φόβιζε – δεν έχει σημασία ωστόσο η περιπτωσιολογία. Η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι από τους φίλους και συναδέλφους, στους οποίους έκανα αργότερα την ίδια ερώτηση, δεν μπορούσαν να θυμηθούν πού βρίσκονταν. Θυμόντουσαν απλώς ότι ήταν κάπου καλύτερα απ’ όπου είναι σήμερα – και σίγουρα κάνοντας κάτι καλύτερο από αυτό που τους απασχολεί αυτόν τον καιρό.
Είναι αλήθεια, όσο κι αν προσπαθούμε να φτιασιδώσουμε τη δυστοπία που βιώνουμε κάτω από το «μέικαπ» μιας τύποις κανονικότητας, ότι ο Ιανουάριος του 2020 απέχει, στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερο από 12 μήνες από τον φετινό Ιανουάριο. Το δωδεκάμηνο που μεσολάβησε ήταν τόσο πυκνό, που ισοδυναμεί με πολλές χρονιές. Ανατροπές, φόβοι, αλλαγές στην καθημερινότητα και στον τρόπο ζωής μας, απειλές από το πουθενά που πήγαιναν κι ερχόντουσαν ξανά και ξανά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Αλλάξαμε καθημερινές συνήθειες και βάλαμε νέες στη ζωή μας, όπως ένα sms ή μία έντυπη δήλωση που μας δίνει το δικαίωμα να βγούμε για να διεκπεραιώσουμε μια συγκεκριμένη δουλειά σε συγκεκριμένο χρόνο. Και, στα πιο σοβαρά: χάσαμε συγγενείς, φίλους, κάποιοι έχασαν μέλη τής οικογένειάς τους. Χάσαμε δουλειές, είδαμε το εισόδημά μας να μειώνεται, ορισμένοι το είδαν ακόμη και να μηδενίζεται. Μαγαζιά που θυμόμασταν επί δεκαετίες έκλεισαν, χωρίς ελπίδα να ξανανοίξουν – ποτέ πια. Άνθρωποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν επαγγελματικό προσανατολισμό, κάποιοι εξ αυτών ίσως χρειαστεί να αλλάξουν ακόμη και πόλη ή χώρα, αν θέλουν να έχουν ένα μεροκάματο που θα τους επιτρέπει να ζουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια. Ξεχάσαμε πώς είναι να ζεις μαζί με άλλους ανθρώπους. Χάσαμε την αυθόρμητη αγκαλιά και το φιλί, τη συναναστροφή στον δρόμο με ανθρώπους γνωστούς ή με ανθρώπους που πολύ θα θέλαμε να γνωρίσουμε. Καταργήσαμε τη χειραψία ή τη σωματική επαφή – την αντικαταστήσαμε με νοήματα ή με μικρές «γροθιές» αντί χαιρετισμού, αρκεί να ακολουθεί αντισηπτικό στα χέρια. Σταματήσαμε να φλερτάρουμε ή να κάνουμε έρωτα με ανθρώπους που δεν ξέρουμε δεκαετίες ή με τους οποίους δεν συγκατοικούμε. Κρύψαμε τα πρόσωπά μας πίσω από μάσκες – δεν υπάρχει πλέον χαμόγελο συγκατάνευσης ή γκριμάτσα αποδοκιμασίας, από τη λάμψη των ματιών προσπαθούμε να «διαβάσουμε» αυτόν που έχουμε απέναντι.
Αλλάξαμε άρδην – αλλάξαμε δυσανάλογα πολύ σε σχέση με την άμμο που κύλησε στην κλεψύδρα τού χρόνου από τον περσινό Ιανουάριο. Κάποιες από τις νέες μας συνήθειες θα αργήσουν να μας αφήσουν (κι αυτό όταν οι επιδημιολογικές συνθήκες το επιτρέψουν, επιτέλους), ορισμένες άλλες ίσως έχουν έρθει για να μείνουν. Προσβλέπουμε πλέον στον εμβολιασμό, για να αρχίσουμε να επιστρέφουμε στις ζωές μας – χωρίς ωστόσο να είμαι σίγουρος αν οι ζωές που αφήσαμε είναι ακόμη εκεί για να μας περιμένουν. Αν βολτάρετε στο κέντρο και στις γειτονιές τής πόλης, η κατάσταση που επικρατεί σε ορισμένα σημεία ίσως φέρει στο μυαλό σας εικόνες από το ντοκιμαντέρ «Καρτ ποστάλ από το Πρίπιατ του Τσερνόμπιλ» τού βρετανού σκηνοθέτη και φωτογράφου Ντάνι Κουκ. Πρόκειται για την πάλαι ποτέ πόλη των 50.000 κατοίκων, όπου ο χρόνος σταμάτησε εκείνη την ημέρα τού 1986, όταν εξερράγη ο αντιδραστήρας στο γειτονικό πυρηνικό εργοστάσιο. Καταστήματα, κατοικίες, παιδικές χαρές, όλα έμειναν απαράλλακτα στον χρόνο, παγωμένα στη στιγμή που οι κάτοικοι έφυγαν βιαστικά, αφήνοντας πίσω τους ό,τι γνώριζαν ως οικείο. Αντίστοιχη εικόνα αντικρίζεις, δυστυχώς, σε πολλά καταστήματα της πόλης: φάκελοι με λογαριασμούς μηνών στοιβάζονται πίσω από κρυστάλλινες πόρτες, η σκόνη έχει κατακαθίσει πάνω σε βιτρίνες, προϊόντα και ταμειακές μηχανές, τα φώτα μένουν σβηστά, η ανθρώπινη παρουσία λείπει – και ουδείς γνωρίζει πότε και αν θα επανέλθει.
Προσβλέπουμε στην επόμενη ημέρα, φοβάμαι όμως ότι δεν συνειδητοποιούμε ακόμη πόσο σκληρή θα είναι η ημέρα αυτή. Θα κληθούμε να παλέψουμε σκληρά, για να πάρουμε πίσω τη ζωή μας –όσο μέρος αυτής τής ζωής είναι ανακτήσιμο– ή για να χτίσουμε εξ αρχής μια νέα ζωή. Αυτή θα είναι η πρόκληση της μεθεπόμενης ημέρας. Η επόμενη ημέρα έχει στην ατζέντα της την προσπάθεια να αρχίσουμε την επαναφορά σε μια στοιχειώδη, έστω, κανονικότητα για εμάς και για τους αγαπημένους μας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα το πετύχουμε.