Vice versa
Γράφει ο Πρόδρομος Νικηφορίδης
ΟΛΑ ΝΕΚΡΑ ΣΤΟ ΒΑΡΔΑΡΙ, ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΦΕΝΕΙΩΝ, ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, ΤΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΩΝ, ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΤΕΡΩΝ – ΔΕΚΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΕΙΧΕ Η ΠΛΑΤΕΙΑ, ΤΩΡΑ ΕΜΕΙΝΑΝ ΔΥΟ. Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗΣ ΜΑΝΖΟΝΙ ΔΕΣΠΟΖΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ – ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 15 ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΞΕΚΟΙΛΙΑΣΜΕΝΟ ΚΤΙΡΙΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΨΗΛΟ ΚΑΙ ΒΡΗΚΕ ΠΟΛΛΑ ΑΡΧΑΙΑ.
Κυριακή 16 Ιουλίου. Η ζέστη είναι αφόρητη, η πόλη μετακόμισε για το Σαββατοκύριακο στη Χαλκιδική. Ξεκινώντας από την Άνω Πόλη, αποφασίζω να πάω μια βόλτα στο Βαρδάρι – είναι απόγευμα. Σκέφτομαι πολύ συχνά τις κατεστραμμένες πλατείες τής Θεσσαλονίκης. Σήμερα θέλω να ζήσω από κοντά το Βαρδάρι.
Προσπαθώ να περπατώ σε σκιασμένες περιοχές. Δεν έχουν μείνει πολλές – ιδιαίτερα στην οδό Καραολή και Δημητρίου, τη γνωστή μας Διοικητηρίου, στην οποία ο δήμος έστειλε πριν από περίπου δύο μήνες ένα «εκτελεστικό απόσπασμα». Όποτε περνώ με αυτοκίνητο ή δίκυκλο από το Βαρδάρι, αναζητώ ανθρώπους. Η πολύβουη πλατεία δεν υπάρχει πια, την εξουδετέρωσαν. Κάποτε εδώ ήταν η καρδιά τής πόλης, από εδώ ξεκινούσαν τα πάντα, από εδώ ξεκινά η αρίθμηση των δρόμων, εδώ ξεκινούν ή καταλήγουν η Εγνατία, η Μοναστηρίου, η Λαγκαδά, η 26ης Οκτωβρίου. Εδώ γίνονταν πάντοτε τα Δημήτρια, εδώ διασκέδαζαν τα «στρατά» στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι «Κηπουροί τής Σαλονίκης» έμειναν μεγάλο διάστημα σ’ αυτήν την πλευρά τής πόλης.
Περπατώ ανάμεσα σε ξέχειλους κάδους – σε μερικές περιπτώσεις αναγκάζομαι να κλείσω τη μύτη μου. Διάβασα προηγουμένως ότι ο δήμαρχός μας είναι στο Λονδίνο.
Σε μια μεγάλη πόλη υπάρχουν πάντοτε περιοχές που θα μείνουν άγνωστες για μια ζωή σε μέρος τού πληθυσμού της. Υπάρχουν ταυτόχρονα και περιοχές που όλοι γνωρίζουμε. Υπάρχει Αθηναίος που δεν γνωρίζει την Ομόνοια, τον ομφαλό τής Αθήνας; Ο ομφαλός τής Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο Βαρδάρι, με πολύ μεγάλη ιστορία, αφού ταυτίζεται με τη Χρυσή Πύλη, την επίσημη είσοδο της πόλης. Τίποτα δεν θυμίζει όμως το Βαρδάρι των προηγούμενων δεκαετιών – δεν είναι πια πλατεία το Βαρδάρι, στην καλύτερη περίπτωση είναι κυκλοφοριακός κόμβος.
Όλα νεκρά στο Βαρδάρι, την πλατεία των καφενείων, των τραπεζών, των κινηματογράφων, των περιπτέρων – δέκα περίπτερα είχε η πλατεία, τώρα έμειναν δύο. Η Εθνική Τράπεζα στο κτίριο της πρώην Σχολής Μανζόνι δέσποζε παλαιότερα – εδώ και πάνω από 15 χρόνια είναι ένα ξεκοιλιασμένο κτίριο που ήθελε να γίνει ψηλό και βρήκε πολλά αρχαία. Τα εργοτάξια του μετρό δυστυχώς εξαφάνισαν τη ζωντανή πλατεία, την έκλεισαν πίσω από λαμαρίνες. Οι λαμαρίνες έφυγαν, αλλά η ζωή δεν επέστρεψε. Ο καύσωνας μας ταλαιπωρεί εδώ και μέρες – κάτω από τα πλατάνια τής πλατείας το κλίμα είναι διαφορετικό. Κάθομαι και παρατηρώ την πλατεία με τα κατεβασμένα στόρια, τον ποδηλάτη που μόλις πέρασε από μπροστά μου και μια κυρία αλλοπρόσαλλα ντυμένη, που με κοιτάει περίεργα. Εμφανίζεται ένας νεαρός που αναζητά κάτι και κοιτάζει ανήσυχα. Τα αυτοκίνητα τη διασχίζουν βιαστικά, η πλατεία δεν υπάρχει, ουδείς ή σχεδόν ουδείς τη ζει. Η δημοτική αρχή ασφαλτοστρώνει μανιωδώς την πόλη – όλα για τα αυτοκίνητα, οι πεζοί δεν υπάρχουν. Αναζητούμε τις χαμένες πλατείες, αναζητούμε μια ανθρώπινη πόλη, αναζητούμε το πράσινο, αναζητούμε τη ζωή. Μας ακούτε;