Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ, ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΝΕΦΕΛΟΥ ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΩΝ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΝ ΣΥΜΠΥΚΝΩΘΗΚΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΡΑΤΟΥΣ (Ή ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, ΑΝ ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ) ΚΑΘΟΛΟΥ ΦΙΛΙΚΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ.
Δεν είναι
η πρώτη φορά και μάλλον δεν θα είναι και η τελευταία. Λίγο πριν από τις ευρωεκλογές διαπιστώνουμε και πάλι ένα φαινόμενο που μας συνοδεύει περίπου τα δέκα τελευταία χρόνια: υπάρχει κάποια πολιτική κυριαρχία (σήμερα περισσότερο ευανάγνωστη), παράλληλα με μια ολοένα και περισσότερο διευρυμένη (και με μετρήσιμα στοιχεία) κοινωνική δυσαρέσκεια έως και απαξίωση. Οι εύκολες εξηγήσεις χρεώνουν αυτήν την πολιτική σχιζοφρένεια στην απουσία σοβαρής εναλλακτικής όσον αφορά στην κυβερνησιμότητα, αλλά μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε λίγο βαθύτερα τα πραγματικά αίτια και αιτιατά.
Εύκολα
θα συμφωνήσουμε όλοι πως, όταν μια οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν παράγει τα πολιτικά αποτελέσματα χάρη στα οποία έχει ψηφιστεί, η φθορά είναι αναπόφευκτη. Και ότι πολλά συσσωρευμένα λάθη ή παραλείψεις συνιστούν καύσιμη ύλη για υπόγειες εκρήξεις. Και ακόμη, όταν δημιουργείς γενικές και ειδικές προσδοκίες αλμάτων, η μη εκπλήρωσή τους ισοδυναμεί με πέρασμα κάτω από τον πήχη.
Αλλά, δυστυχώς,
τουλάχιστον στη χώρα μας συμβαίνει κάτι περισσότερο επώδυνο. Αναποτελεσματικότητες δεκαετιών, δομικά χαρακτηριστικά ανέφελου μεταπρατισμού και συστήματα πελατειακών εξαρτήσεων συμπυκνώθηκαν σε ένα μοντέλο κράτους (ή δημόσιας διοίκησης, αν προτιμάτε) καθόλου φιλικό προς τον χρήστη. Επιπροσθέτως, η… καθιερωμένη αλαζονεία των διάφορων πολιτικών και κομματικών ελίτ και οι ολοένα και πιο διευρυμένες ανισότητες ενίσχυσαν σε όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια την αίσθηση της ματαιότητας, την απόσυρση, τη φυγή.
Σχετικά πρόσφατα,
η αίσθηση ανασφάλειας και ανημπόριας («μόνοι και αβοήθητοι») σε ζητήματα και τραγωδίες που γεννά αυτό ακριβώς το μοντέλο κράτους (φωτιές, πλημμύρες, εγκληματικές αμέλειες, παραβατικότητα κοκ.) εκμηδένισε κάθε έννοια εμπιστοσύνης που έχει ο πολίτης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό. Είναι, πλέον, μια σχέση καχύποπτη, δοκιμασίας διαχειριστικής επάρκειας και, ελλείψει προσφοράς, υφίσταται ως σχέση ανοχής.
Αν εξαιρέσεις ένα σχετικά μικρό ποσοστό επίμονων εραστών πολιτικών ιδεολογιών (που, όχι σπάνια, χρησιμοποιούν αυτόν τον… έρωτα για αλλότριους σκοπούς) και τους επαγγελματίες της πολιτικής και του πελατειακού, οι περισσότεροι πολίτες βρίσκονται πολύ μακριά απ’ όσα διαδραματίζονται στην κεντρική πολιτική σκηνή (sic!), διαμορφώνουν απόψεις από προσωπικές εμπειρίες και το μόνο που κοιτάζουν είναι να οχυρωθούν απέναντι στους πολλαπλούς κινδύνους της εποχής με δικά τους μέσα και στόχους. Απομένουν οι εντελώς ευάλωτοι, οι οποίοι, απεγνωσμένοι, προσπαθούν να κρατηθούν από ακόμη μία Γη της Επαγγελίας (πού ξέρεις αυτήν τη φορά…).
Ετσι, όμως,
κάθε προσπάθεια μοιάζει καταδικασμένη και χαμένη μέσα σ’ έναν χυλό καχυποψίας, ατομικισμού και αναπόφευκτου κυνισμού. Κι όταν η πραγματικότητα ή και οι συγκυρίες αποκαλύπτουν αδυναμίες και, πολύ περισσότερο, παρατυπίες, τότε είσαι σε μια κακοποιητική σχέση, απ’ όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις… Αλλά, για να το περιγράψουμε απτά: ένας πολίτης που βλέπει το Μάτι, τις φωτιές σε Εύβοια και Έβρο, τα Τέμπη, την υπόθεση Novartis, τις υποκλοπές, την ελληνική δικαιοσύνη και έχει κάποια μέση μόρφωση και ευαισθησία, θα εμπιστευόταν αυτό το κράτος; Αν υποθέσουμε ότι ζει ακόμη εδώ…