Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ «ΔΕΙΚΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ», ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, ΤΟΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ, ΔΕΙΧΝΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΧΑΙΡΕΙ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΜΑΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ – ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ (ΠΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΝ ΟΤΙ ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ). ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΑΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ, ΜΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ, ΟΤΑΝ Η ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΝΟΝΑΣ, ΕΥΚΟΛΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΤΙΣΤΟΥΝ ΔΟΞΑΣΙΕΣ, ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ… ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ.
Θα άξιζε να συλλέξει κάποιος όλα τα… δολοφονικά κλισέ που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από το τραγικό δυστύχημα και μετά (το «τραγικό δυστύχημα» είναι ήδη ένα κλισέ κι αυτό). Είναι εντυπωσιακό πώς μετουσιώνουμε σε συμπυκνωμένη «κανονικότητα» ακόμη και το αδιανόητο (άλλο ένα κλισέ!) και πώς, επαναλαμβάνοντάς το, απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από το νόημα και την ουσία. Στο τέλος –χαρακτηριστικά ελληνικό…– έχουμε «ξεχάσει» τι και πώς ακριβώς θέλαμε να αλλάξουμε, να μεταρρυθμίσουμε, να εκριζώσουμε πιθανώς.
Αλλά, έστω κι έτσι, ακόμη και εν μέσω της οδύνης και του πένθους όσων έχασαν δικό τους άνθρωπο («δεν συμπονάς, μετέρχεσαι των μέσων μου» λέει ο ποιητής για τους υπόλοιπους), δεν είναι αδόκιμο να πεις ότι, εκτός από τα τρένα, εκτροχιάστηκε κάτι που έτσι κι αλλιώς είχαμε σε έλλειμμα. Για την ακρίβεια, χάθηκε (οριστικά;) η δειλή και διστακτική προσπάθεια να επαναφέρουμε την έννοια της εμπιστοσύνης. Όχι μόνο στην πολιτική και στο προσωπικό της (εκεί ίσως να μη χρειάζεται το προηγούμενο ερωτηματικό), αλλά και στις ιδιωτικές μας σχέσεις συναλλαγής, στην καθημερινότητά μας, στην προσωπική μας ζωή.
Πέρα από τις δημοσκοπικές αποτυπώσεις στην κατηγορία «δείκτης εμπιστοσύνης», μια ματιά στους δρόμους, στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τον άλλο, τον απέναντι, δείχνει ξεκάθαρα πως τίποτα δεν χαίρει της εμπιστοσύνης μας πέρα από τον εαυτό μας – άντε και μερικούς δικούς μας ανθρώπους (που και αυτοί συνήθως καλούνται να αποδείξουν ότι καλώς τους εμπιστευόμαστε). Είναι μια συνθήκη στην οποία συνηθίσαμε να ζούμε, μας διαμορφώνει ως κοινωνία και ως κράτος και, βέβαια, όταν η καχυποψία γίνει κανόνας, εύκολα μπορούν να χτιστούν δοξασίες, θεωρίες και… φαντάσματα.
«Καλά όλα αυτά», θα πει κάποιος, «αλλά όλη αυτή η σχεδόν πάνδημη συμπόρευση σε πορείες, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις με αφορμή το δυστύχημα δεν δείχνει μια άλλη κατεύθυνση, μια επανατροφοδότηση της εμπιστοσύνης σε όσους βαδίζουν και διεκδικούν δίπλα μας;». Παλιότερα, κάποιος ιταλός πολιτικός επιστήμονας είχε μιλήσει για «ψευδαισθήσεις ενότητας», σήμερα όμως ίσως μπορούμε να κάνουμε λόγο για… εμπιστοσύνη διά της αντίθεσης. Ενωνόμαστε απέναντι σε κάτι και σε κάποιον: στον πρωθυπουργό, στις εταιρείες, στην κακή μας την ώρα. Έτσι, νιώθουμε οικεία, ασφαλείς μέσα σε όμοιες ιδέες και αισθήματα και ολοκληρωτικά περιχαρακωμένοι από έκκεντρες και αλλότριες ιδέες που ίσως θα έκαμπταν και το αγωνιστικό μας ηθικό. Αυτή η ιδεατή «καθαρότητα», όμως, δεν δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης, αλλά κάψουλες αυτοαναφορικότητας. Και, αλήθεια, αν δεν ωσμωθείς με το άλλο, αν δεν αγγίξεις το διαφορετικό, αν δεν αμφισβητήσεις τις βεβαιότητές σου, πώς άραγε θα ανοιχτείς και θα ανοίξεις – όροι εκ των ων ουκ άνευ, αν θέλεις να ψελλίσεις κάτι άλλο εκτός από κλισέ…