Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
«ΠΑΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ, ΤΩΡΑ ΔΑ, ΓΙΑ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΓΙΑ ΑΣΤΑΘΕΙΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ, ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΚΕΝΑ. ΠΑΩ, ΚΟΝΤΟΛΟΓΙΣ, ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΩ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΔΙΝΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΡΟΥΦΗΞΕΙ ΜΕΓΑΛΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ‘Η ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΕΒΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΖΩΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. ΣΚΛΗΡΟ; ΚΙ ΟΜΩΣ, ΟΧΙ. ΟΧΙ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΤΟΣΟ ΟΣΟ Η ΑΠΛΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ: ΕΝΩ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΜΟΝΟΙ, ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΔΗΘΕΝ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥΣ, ΠΟΥ ΤΑΧΑ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ. Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙΝ, ΕΧΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΙΡΟ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΧΘΡΟΠΑΘΕΙΑ, ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ, ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ».
Κάντε ένα πείραμα. Κοιτάξτε χριστουγεννιάτικες φωτογραφίες σας μερικά χρόνια πίσω. Αφαιρέστε τη νοσταλγία τού παρελθόντος, τη μελαγχολία τής νεότητας που απομακρύνθηκε έτι περαιτέρω και, ίσως, το γλυκό απόσταγμα που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, όταν αναπολεί τα παλιά. Αν βλέπετε (στο πρόσωπό σας, στην έκφραση, στις χειρονομίες, ίσως και στο βλέμμα τού διπλανού) κάτι πιο ευχάριστο, πιο ήρεμο, πιο αισιόδοξο, καλώς ήλθατε στους σύγχρονους απελπισμένους. Ή ίσως, όπως το ονομάτιζε ένα πρόσφατο αμερικανικό άρθρο, στην εποχή τής μεγάλης αντίδρασης – προφανώς, σε αντιδιαστολή με τη μεγάλη επανεκκίνηση.
Πάω να γράψω, τώρα δα, για μεταιχμιακή εποχή, για ασταθείς ισορροπίες, για μεγάλα υπαρξιακά κενά. Πάω, κοντολογίς, να δικαιολογήσω αυτήν τη δίνη που έχει ρουφήξει μεγάλα κομμάτια τής κοινωνίας ή αυτό το έρεβος που έχει ζώσει τα πάντα. Σκληρό; Κι όμως, όχι. Όχι, τουλάχιστον, τόσο όσο η απλή παρατήρηση των γεγονότων καθορίζει: ενώ χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι, κάποιοι άλλοι αναζητούν τη δικαίωση της ατομικότητάς τους σε δήθεν αγώνες για την ελευθερία τους, που τάχα απειλείται. Η αίσθηση της κοινωνικότητας, του ανήκειν, έχει εδώ και καιρό αντικατασταθεί με την εχθροπάθεια, τα στρατόπεδα των κοινωνικών μέσων και, τώρα τελευταία, με το παρακράτος σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις.
Αλλά, αν κοιτάξω, αντί για χρόνια, δεκαετίες πίσω, μήπως θα δω καλύτερο τοπίο; Αν κοιτάξω, για παράδειγμα, το μετεμφυλιακό κράτος (που –ας το συμφωνήσουμε, επιτέλους– παρά τον ανελέητο αποκλεισμό και τη δίωξη ενός μεγάλου κομματιού του και ανάπτυξη είχε και ευημερία έδωσε), θα συναντήσω άραγε αυτήν τη σκληράδα στο βλέμμα, αυτό το μίσος στην (κατατσακισμένη) γλώσσα; Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, αλλά με σχετική βεβαιότητα θα δω την ιστορία των γονιών μου, την ίδια, φαντάζομαι, με πολλών γονιών από εσάς: ιστορία ανθρώπων που σε δύσκολες, ξερές εποχές, όταν η στέρηση της ελευθερίας δεν ήταν κουρελόπανο σε απύλωτα στόματα, αλλά βίωμα ολέθριο, δεν το έβαλαν κάτω, δεν έχασαν την πίστη τους σε ό,τι καθένας πίστευε, πάλεψαν, πρόκοψαν καθένας με τον τρόπο του, θυσίασαν και θυσιάστηκαν και ονειρεύτηκαν το αύριό τους όχι ως δικαίωμα, αλλά ως σκοπό ύπαρξης.
Ναι, δεν τα έκαναν όλα σωστά. Ναι, μας κληροδότησαν πάρα πολλές αναπηρίες. Αλλά πώς στον διάολο μείναμε εδώ τώρα εμείς να μηρυκάζουμε τα ψιμύθιά τους και να αφήνουμε στην άκρη το μεγάλο τους παράδειγμα; Ούτε σ’ αυτό έχω απάντηση, αλλά ξέρω πολύ καλά πως θα ήθελα να είχα προλάβει να κάνω την ερώτηση…