Θεσσαλονικίτιδα
Γράφει η ΝΑΥΣΙΚΑ ΓΚΡΑΤZΙΟΥ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΡΑΥΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΜΩΡΙΑ, ΑΦΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΕΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΗΨΕΙΣ. ΠΑΝΤΟΤΕ; ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΤΕ… ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΩΣΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΜΕ ‘Η ΑΘΩΩΝΟΥΜΕ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΠΑΓΚΑΖΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΜΑΣ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΚΡΙΣΙΑ. ΚΥΡΙΩΣ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Σ’ αυτόν τον κόσμο τον καλό, υπήρχε πάντοτε μια υπέρτατη απειλή για όποιον άνθρωπο έπεφτε σε κάποιο κοινωνικό ολίσθημα ή ξέφευγε πολύ σε συμπεριφορά. Πρόκειται για την κοινωνική κατακραυγή. Όταν, δε, έπεφτε η βαριά κουβέντα «τι θα πει ο κόσμος;», τότε όλα τα επιχειρήματα εξαντλούνταν και όλες οι άλλες κουβέντες σταματούσαν. Η κοινωνική κατακραυγή και καταδίκη ήταν και εξακολουθεί να είναι η πιο μεγάλη τιμωρία, αφού μπορεί όχι μόνο να περιθωριοποιήσει, αλλά και να εξαφανίσει ανθρώπους και υπολήψεις. Πάντοτε; Όχι πάντοτε… Και όχι πάντοτε για τους σωστούς λόγους. Καταδικάζουμε ή αθωώνουμε συμπεριφορές κρίνοντας με βάση τα δικά μας συναισθηματικά μπαγκάζια, αλλά και τα προσωπικά μας στερεότυπα. Χρειάζεται ψυχραιμία και ευθυκρισία. Κυρίως όταν δεν γνωρίζουμε ολόκληρη την ιστορία. Όταν όμως η ιστορία συμβαίνει μπρος στα μάτια μας, τότε αποδεδειγμένα η κρίση μας είναι πιο σωστή. Όπως συνέβη στην ιστορία που θα σας διηγηθώ.
Κάποτε, πριν από αρκετά χρόνια, κυκλοφορούσε στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης μια ευσταλής, ασπρομάλλα κυρία, η οποία ήταν επαίτις. Όχι όμως συνηθισμένη επαίτις, όπως οι περισσότεροι που βλέπουμε να κάθονται σε πεζοδρόμια και πεζούλια, περιμένοντας την ελεημοσύνη τού κόσμου με το χέρι τεντωμένο, μουρμουρίζοντας λογάκια που περιέχουν ανάκατα ευχές και κατάρες για τον διαβάτη που περνά, ανάλογα με το αν δίνει ή δεν δίνει. Η κυρία που σας λέω ουδεμία σχέση είχε με την κλασική ζητιανιά. Κυκλοφορούσε και περπατούσε με τις ώρες, περνώντας απ’ όλα τα καφέ και τα εστιατόρια του κέντρου, επαναλαμβάνοντας την ίδια στάνταρ φράση: «Καλέ μου άνθρωπε, μου δίνεις σε παρακαλώ 20 λεπτά;». Αυτό ζητούσε πάντοτε: 20 λεπτά. Ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Είχε, δε, συνήθως τεράστια ανταπόκριση, κυρίως, υποθέτω, λόγω της αμεσότητάς της και του πολύ συγκεκριμένου τού αιτήματός της. Και επειδή –ας μην κρυβόμαστε– ουδείς θέλει κάποιον πάνω από το κεφάλι του την ώρα που απολαμβάνει το καφεδάκι του, δίνει το κατιτίς του και ησυχάζει.
Μια μέρα, σε ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή εστιατόρια του Λευκού Πύργου, η καλή μας η κυρία έπεσε πάνω σ’ έναν πολύ τζαναμπέτη, ο οποίος τόσο πολύ ενοχλήθηκε από την παρουσία της που έβαλε κάτι φωνές, μα κάτι φωνές! Υστερία θαρρείς τον έπιασε – έβριζε χυδαία και τη βλαστημούσε και απαιτούσε άγρια να του αδειάσει τη γωνιά. Η ασπρομάλλα ηρωίδα μας ουδόλως πτοήθηκε από τις φωνές τού τζαναμπέτη και, με πολύ ψύχραιμη και σταθερή φωνή, του είπε: «Γιατί, βρε κύριε, μου μιλάς έτσι; Και γιατί να φύγω; Ζητιάνα είμαι, δεν είμαι κλέφτρα… Έχεις δει ποτέ μεγαλούπολη χωρίς ζητιάνους;».
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ομαδικής αμηχανίας, όλη η πλατεία Τσιρογιάννη, τίγκα από κόσμο, ξέσπασε σε χειροκροτήματα υπέρ τής επαίτου. Η οποία και αποχώρησε με σταθερό βήμα και το κεφάλι ψηλά, καταχειροκροτούμενη. Όσο για τον τζαναμπέτη, δεν ήξερε πού να κρυφτεί από τη ντροπή που του προκάλεσε ο δημόσιος εξευτελισμός του. Τα μάζεψε κι έφυγε και ούτε που ξαναεμφανίστηκε στα στέκια τα γνωστά. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια. Η ευσταλής επαίτις εξαφανίστηκε από το κέντρο. Δεν ξέρω τι έχει απογίνει. Θα μου μείνει όμως αξέχαστη για ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα αγωγής τού πολίτη που πήρα στη ζωή μου.