Στιγμιότυπα
Γράφει ο Μπερνάρ Κουόμο.
ΘΑ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΩΝΥΜΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ, ΤΟΣΟ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ.
Ενας όροφος, ένας τοίχος ή ένας κήπος μάς χωρίζει… Αναγνωρίζουμε τα βήματά τους στο επάνω διαμέρισμα, τις φωνές τους, το γέλιο τους, τις κραυγές πάθους τους, ακόμη και τους καυγάδες τους… Όμως, δεν τους γνωρίζουμε. Οι σχέσεις των γειτόνων άλλαξαν, δεν δημιουργούν πλέον αναπόφευκτες συγκρούσεις. Οι ερωτικές σχέσεις δεν είναι, όπως παλιά, υπό στενή παρακολούθηση ούτε προκαλούν μίσος και αντιπαλότητα γενεών. Σε αυτό το αστικό πλαίσιο της κινητικότητας και της ανωνυμίας, οι σχέσεις μεταξύ των γειτόνων είναι πλέον εφήμερες, όπως και προσωρινές είναι οι συνδέσεις που δημιουργούμε με τους χώρους που κατοικούμε.
Στην πολυκατοικία τής οδού Ουρανού 7 έμεινα μερικά χρόνια, κοιτάζοντας ή ανταλλάσσοντας καθημερινές στιγμές, πληροφορίες, ένα «γεια», μερικές κουβέντες στους διαδρόμους και στο στενό ασανσέρ. Συναντώ ακόμη κάθε χρόνο, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τους δυο εραστές τής λογοτεχνίας τού 6ου ορόφου. Το «Φίδι» τού 1ου (έτσι τον ονόμασα από τις κινήσεις του) μάζευε από τους κάδους εφημερίδες για να τις διαβάσει, ακόμη κι αν ήταν παλιές, και καθάριζε σχεδόν καθημερινά τις μουτζούρες τής εισόδου. Η «Ψιλόλιγνη» του 4ου, μια αυστηρή, ηλικιωμένη γυναίκα με γκρίζα επιδερμίδα, που μας νοίκιασε ένα γραφείο στον 3ο όροφο και που κάθε πρώτη τού μήνα, χωρίς να χάσει λεπτό, χτυπούσε το κουδούνι, για να συλλέξει το ενοίκιο της.
Ο «Ναφθαλίνος» τού 2ου, με τη μυρωδιά τής ναφθαλίνης να έχει διαπεράσει τα ρούχα και το δέρμα του, πλημμύριζε το κλιμακοστάσιο και τους διάδρομους με την παρουσία του. Ήταν ήδη συνταξιούχος από καιρό, όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά, μετά τον θάνατο της μητέρας του. Μια μητέρα με άγνωστο πρόσωπο, που δεν ήθελε να βγει από το σπίτι της. Έζησε πολλές δεκαετίες με τον φόβο των τρομακτικών γεγονότων τού Β’ παγκόσμιου πολέμου. Μιλούσε σαν να ήταν σήμερα για τα παλιά χρόνια, όταν πήγαινε μία φορά την εβδομάδα στα λουτρά «Παράδεισος». Ο ναρκομανής, που πέθανε ένα καλοκαίρι, μόνος, στο βρώμικο διαμέρισμά του, εκεί όπου ζούσε χωρίς νερό και ηλεκτρικό.
Υπήρχαν κι άλλοι, αυτοί που πέρασαν για λίγο και δεν άφησαν αναμνήσεις. Θα υπήρχαν τόσο πολλά να πούμε γι’ αυτούς τους ανώνυμους ανθρώπους, που είναι γείτονές μας, τόσο πολλά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Είναι ιστορίες που περιγράφουν στιγμές τής ζωής των άλλων και συνοδεύουν την καθημερινότητά μας.