Υπάρχει λόγος
Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος
ΟΥΤΕ Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΠΙΣΦΑΛΩΣ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ ΟΥΤΕ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ. ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Ή ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΟΡΙΖΕΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ATHENS REVIEW OF BOOKS.
Στις γιορτές συνηθίζουμε να ακονίζουμε την ευαισθησία μας, να γράφουμε για τους πένητες και ανέστιους και να οικτίρουμε τον τρόπο ζωής μας, που δεν μας επιτρέπει να ασχολούμαστε περισσότερο με την προσφορά και την κοινωνική μας αλληλεγγύη. Κακό δεν είναι, θα πει κάποιος, πού και πού να ανάβουμε τους προβολείς τής φιλευσπλαχνίας – αλλά, πέρα από… σκεπτόμενη αυτοϊκανοποίηση, δεν έχει να προσφέρει πολλά ως προς την αποτελεσματικότητα.
Διαβάζοντας το βιβλίο τού Michael J. Sandel «Η τυραννία τής αξίας. Τι έχει απογίνει το Κοινό Καλό;» (μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, εκδόσεις «Πόλις») μπορεί κάποιος να καταλάβει γιατί δεν έχουμε και πολλές ελπίδες στην αντιμετώπιση του πολλαπλασιασμού αυτών που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «παρίες», «περιθωριοποιημένους», «χαμένους τής παγκοσμιοποίησης, της νέας εποχής, του νέου μας κόσμου». Ο Σαντέλ λέει (μιλώντας, βέβαια, κυρίως για την αμερικανική κοινωνία) ότι ούτε η μετατροπή των σταθερά εργαζομένων σε επισφαλώς απασχολούμενους ούτε η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες είναι αυτά που σπρώχνουν όλο και μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων στο περιθώριο. Είναι κυρίαρχα το μοντέλο τής εκπαίδευσης, αλλά και η ηθική τής επιτυχίας ή της αξιοκρατίας, όπως την ορίζει ο καθηγητής Σταύρος Θωμαδάκης σε ένα άρθρο του στο Athens Review of Books ακριβώς γι’ αυτό το βιβλίο.
«Αυτοί που, τελικά, δεν τα καταφέρνουν θεωρούνται όχι απλώς λιγότερο ικανοί για κάποιες δουλειές, αλλά απροσάρμοστοι και χωρίς ικανότητες που οδηγούν σε άνοδο. Αυτοί», διαπιστώνει ο Σαντέλ, «τοποθετούνται νοερά σε ένα πολιτιστικό περιθώριο. Στην κοινωνία που πιστεύει στην αξιοκρατία, αυτοί περιβάλλονται από ομίχλη κοινωνικής απαξίας και πολιτισμικής κατωτερότητας. Και οι ίδιοι καταλήγουν να εσωτερικεύουν μιαν αίσθηση απαξίας που κατατρώει την αξιοπρέπειά τους και τροφοδοτεί την αγανάκτησή τους. Με τη γενίκευση τέτοιων νοοτροπιών δημιουργείται δηλητηριώδης διχοτομία μεταξύ ‘ικανών’ και παριών. Οι παρίες χάνουν κάθε εμπιστοσύνη στις ελίτ τής παγκοσμιοποίησης, στις πολιτικές τους υποσχέσεις, στις αλήθειες τους, στον πολιτισμό τους, ακόμη και στην επιστήμη τους. Είναι έτοιμοι να απορροφήσουν τα κηρύγματα δημαγωγών και αντιεπιστημονικών δοξασιών».
Αυτός ο αποκαλυπτικά περιγραφόμενος κοινωνικός μηχανισμός, φυσικά, δεν μπλοκάρεται με κανενός είδους επιδοματική πολιτική ούτε η ανισότητα εξαλείφεται με επενδυτικές πρακτικές. Είναι και πάλι η κατακρεουργημένη έννοια της ηθικής που θα δώσει (αν δώσει) μια κάποια διέξοδο. Η αναζήτηση της αξιοκρατίας με λιγότερο αλαζονικό τρόπο και με περισσότερη αντιπροσώπευση, αλλά και η «γενική αναγνώριση, κοινωνική και πολιτισμική, της συνεισφοράς τής εργασίας» (φορολογώντας, για παράδειγμα, λιγότερο τα εισοδήματα και περισσότερο το κεφάλαιο) θα βοηθήσουν σ’ αυτήν την πορεία.
Επομένως, μια και είναι γιορτές, καλύτερα να ευχηθούμε λιγότερη ανάπτυξη, πρόοδο και ευημερία, μήπως και σταματήσουμε την τρελή κούρσα τής ανθρώπινης απαξίωσης και, παίρνοντας ανάσα, σκεφτούμε προς τα πού να πάμε – με λιγότερη ταχύτητα και με περισσότερη παρέα…