Ιστορίες μικρών κόσμων
Γράφει η Εύη Καρκίτη
ΑΚΟΥΣΑ ΤΗ ΛΕΞΗ «ΔΙΑΚΟΠΕΣ» ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΑ 12 ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ. ΒΕΒΑΙΑ, ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΕΚΑΝΑ ΑΡΚΕΤΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΩ – ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΚΙΕΣ ΠΟΥ ΨΑΧΝΑΜΕ ΜΑΖΙ ΤΗΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑ ΣΕ Ο,ΤΙ ΕΙΧΑΜΕ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ. ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΞΕΧΑΣΤΑ, ΠΑΡΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΕΝΑ ΕΜΟΙΑΖΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟ.
Μερικές φορές νομίζω ότι μπορώ να γράψω ολόκληρη πραγματεία για το καλοκαίρι στην πόλη. Τι είναι, πώς ορίζεται, πώς νοηματοδοτείται και μυθοποιείται, πώς αντέχεται. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να σκεφτούν κάτι χειρότερο από το μη πάρουν το πλοίο, να μη βρεθούν σε άλλους τόπους για αναψυχή, ξελογιασμένοι από τον ιδεότυπο του ελληνικού καλοκαιριού, αυτού που είναι ξέγνοιαστο και ενίοτε ξέφρενο, απολαυστικό και αξέχαστο, που βοηθά τις περίφημες «μπαταρίες» να γεμίσουν – τις γνωστές «μπαταρίες», που γεμίζουν τόσο αργά και αδειάζουν τόσο γρήγορα.
Σε σύγκριση με αυτό, το καημένο το καλοκαίρι στην πόλη μοιάζει με τον καλόβολο, αλλά αδιάφορο και κάπως μίζερο συγγενή, που βάζεις ειδοποίηση για να θυμηθείς να ευχηθείς στα γενέθλιά του. Το να ξεμείνεις πίσω τη στιγμή που η χώρα λιάζεται στις ξαπλώστρες και στα μπιτς μπαρ μοιάζει με εθνική κατάρα – ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που, χαμένος σε αστικά φαράγγια και άδειες λεωφόρους, η σκέψη τους και μόνο μπορεί να σου προκαλεί φρίκη.
Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχουν μόνον εκείνοι που έλκονται από την αντίθετη μυθολογία τού ελληνικού καλοκαιριού. Εκείνοι που μένουν προσκολλημένοι στα άδεια πεζοδρόμια των πόλεων από άποψη, που λατρεύουν τους αστικούς Δεκαπενταύγουστους, το να βλέπουν το ασανσέρ τής πολυκατοικίας να εκτελεί μία και μόνο διαδρομή από τον όροφο όπου βρίσκεται το δικό τους διαμέρισμα στο ισόγειο. Υπάρχουν κι εκείνοι που δεν φεύγουν, επειδή δεν μπορούν για λόγους οικονομικούς, οικογενειακούς, επαγγελματικούς, φροντίδας ανήμπορων προσώπων – χίλια δυο τούς κρατούν πίσω και, αν η κατάσταση παρατραβήξει, μαθαίνουν να βλέπουν πίσω από την όποια αστική ερημιά και να τη διαβάζουν. Μαθαίνουν να ανιχνεύουν και να ακούν τις ιστορίες της, όχι μόνον επειδή έχουν γραφτεί πράγματα γι’ αυτό ή γυρίστηκαν καλές κινηματογραφικές ταινίες. Είναι επειδή γίνεται κομμάτι τής προσωπικής τους ιστορίας, μια υπόθεση ιδιωτική και ψυχική, που δεν αποκλείεται να τους αλλάζει και ως ανθρώπους.
Άκουσα τη λέξη «διακοπές» για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 12 μου χρόνια και δεν κατάλαβα το νόημά της. Βέβαια, μεγαλώνοντας έκανα αρκετές διακοπές, αλλά κάποια στιγμή, για διάφορους λόγους, σταμάτησα να πηγαίνω – και τότε γνώρισα τις άλλες αστικές σκιές που ψάχναμε μαζί την κρυμμένη ομορφιά και τραχύτητα σε ό,τι είχαμε διαθέσιμο. Ήταν πολύ σημαντικά καλοκαίρια, αποκαλυπτικά σχεδόν και κατά κάποιον τρόπο αξέχαστα, παρά το γεγονός ότι το ένα έμοιαζε πάρα πολύ με το άλλο.
Τα τελευταία χρόνια έχω ξαναρχίσει να πηγαίνω διακοπές, αν και ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω την απαραίτητη διακοποκουλτούρα, που γεννά τον ενθουσιασμό για το μακρύ ελληνικό καλοκαίρι. Ούτε και μπορώ να διακόπτω για πολύ καιρό – μη με ρωτάτε από πού και γιατί. Αντίθετα: φεύγοντας ακόμη και για λίγες μέρες παραμένω ανίκανη να οργανώσω σωστά μια βαλίτσα και παίρνω μαζί μου πάσης φύσεως φορτία. Δεν μου λείπει η πόλη, όταν βρίσκομαι αλλού – αυτό μας έλειπε. Ούτε μου λείπει ούτε και λαχταρώ να την ξαναδώ. Όπως και δεν λαχταρώ να ξαναπεράσω καλοκαίρι στη πόλη. Απλά, νομίζω πως γνωρίζω δυο-τρία πράγματα γι’ αυτό.