Θεσσαλονικίτιδα
Γράφει η Ναυσικά Γκράτζιου
ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ (ΠΟΥ, ΑΝ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ, ΣΥΝΕΧΙΖΑΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΣΤΑ ΠΑΤΡΙΚΑ ΜΑΣ ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΦΗΒΙΚΑ ΜΑΣ ΔΩΜΑΤΙΑ), Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΟΡΙΖΕΙΣ, ΝΑ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ, ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕΙΣ Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΕΙΣ ΚΑΙ, ΚΥΡΙΩΣ, ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΟΠΟΤΕ ΣΟΥ ΚΑΠΝΙΣΕΙ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΥΠΕΡΟΧΟ, ΣΠΑΝΙΟ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ.
Στην οδό Καρόλου Ντηλ, στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, κάπου απέναντι από την πλατεία Άθωνος, υπάρχει μια κλειστή πολυκατοικία. Οι μεγάλες κλειδαριές στην (πολυκαιρισμένης εγκατάλειψης) είσοδό της φανερώνουν ότι αυτή η πολυκατοικία εγκαταλείφθηκε εδώ και χρόνια από τους ενοίκους της και, προφανώς, περιμένει την επόμενη χρήση της (ή την ανακαίνισή της), για να αποκτήσει καινούργια ζωή.
Δεν είναι πλέον σπάνιο στον χώρο τού real estate το φαινόμενο να αγοράζονται ολόκληρα κτίρια και να μετατρέπονται σε συγκροτήματα φοιτητικών διαμερισμάτων ή σε boutique ξενοδοχεία. Μετά από ευεργετικές ανακαινίσεις, αυτά τα παλιά κτίρια αναβαθμίζονται – μαζί τους και ολόκληρες οι περιοχές όπου αυτά βρίσκονται. Το έχουμε δει να συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το βλέπουμε και στη Θεσσαλονίκη – και πολύ τη χαιρόμαστε αυτήν την αστική, ποιοτική αναβάθμιση.
Το ξεχωριστό για εμένα σχετικά με την κλειδωμένη πολυκατοικία τής Καρόλου Ντηλ είναι ότι τρέφω αισθήματα γι’ αυτήν… Άλλωστε, τη γνωρίζω πολύ καλά μέσα κι έξω, αφού εκεί ζούσε για μία πενταετία η κολλητή μου φίλη, η Βίλλυ, όταν σπουδάζαμε μαζί στη Νομική τη δεκαετία τού 1980. Η Βίλλυ (η οποία από την Αθήνα, απ’ όπου κατάγεται, πέρασε στη Νομική Θεσσαλονίκης) βρήκε και νοίκιασε αυτό το σπίτι χάρη σε μιαν άλλη συμφοιτήτριά μας από την Κω, τη Ροδιά, η οποία έψαχνε για συγκάτοικο.
Για εμάς τους Θεσσαλονικείς (που, αν και φοιτητές, συνεχίζαμε να ζούμε στα πατρικά μας σπίτια και στα εφηβικά μας δωμάτια), η απόλυτη ελευθερία τού να έχεις το δικό σου σπίτι και να το ορίζεις, να το φτιάχνεις όπως θέλεις, να μαγειρεύεις ό,τι και όποτε θέλεις και, κυρίως, να μπαίνεις και να βγαίνεις όποτε σου καπνίσει ήταν κάτι υπέροχο, σπάνιο και απελευθερωτικό.
Το σπίτι τής Βίλλυς στην Καρόλου Ντηλ ήταν για εμένα το σύμβολο της ανεξαρτησίας. Το είχαμε καθιερώσει ως σημείο συνάντησης, μερικές φορές και διαβάσματος – μερικοί, δε, οι πιο κοντινοί, είχαμε αποκτήσει και δικό μας κλειδί, καθώς και μια μόνιμη δικαιολογία στην πολύ ενοχλητική ερώτηση των γονιών «Πού ήσουν;», καθώς η προφανής απάντηση ήταν «Στης Βίλλυς». Και η αλήθεια είναι ότι εκεί ήμασταν συνήθως, όταν μας έψαχναν από τα σπίτια μας, επειδή καθένας μας αναζητά τον όμοιό του – τα νιάτα θέλουν νιάτα και ο νέος άνθρωπος χρειάζεται ελευθερία.
Βλέποντας την άδεια, σήμερα, πολυκατοικία αναλογίζομαι τις πολλές φορές που πέρασα την πόρτα της, μπήκα σε εκείνο το προβληματικό ασανσέρ που συνήθως σταματούσε στα μισά και έπρεπε να ξαναπατήσεις το κουμπί, για να πάρει μπρος. Θυμάμαι χαρές, πολλά γέλια, προετοιμασίες για εξόδους στο «Tequila», στην «Amnesia», στη «Lavalbone», στη «Δόμνα». Θυμάμαι μυστικά και κλάματα και υγρά ματάκια και ματαιωμένους έρωτες, θριάμβους και απογοητεύσεις και ένα σωρό όνειρα και σχέδια για τη ζωή, που ήταν όλη μπροστά μας. Θυμάμαι και τη μέρα που η Βίλλυ έφευγε οριστικά από τη Θεσσαλονίκη, μετά το πτυχίο – θυμάμαι τα πράγματά της φορτωμένα στη μεταφορική, θυμάμαι τις αγκαλιές και τα δάκρυα και τις υποσχέσεις ότι δεν θα χαθούμε ποτέ.
Πριν από μερικές ημέρες είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν πάλι σ’ εκείνο το σπίτι, σε ένα απροσδιόριστο όνειρο. Ξύπνησα με έντονη την αίσθηση ότι βρισκόμουν ακόμη εκεί. Εκπληκτικά πράγματα η καρδιά και η μνήμη. Ό,τι θέλουν μας κάνουν. Όπου αγάπησαν εκεί και κατοικούν. Παρά τις κλειδαριές.